Ξέρω


 Ξέρω πως έχω χάσει. Το ξέρω τη στιγμή που βγαίνω από τα Δικαστήρια και δεν νιώθω τίποτα στο σώμα μου πέρα από το στομάχι μου, το ξέρω καθώς ο ήλιος με χτυπά στο πρόσωπο δίχως συμπόνοια και με αναγκάζει να μισοκλείσω τα βλέφαρα σαν μισερός νεοσσός, αδυνατώντας να δω μπροστά μου, το διαβάζω στα μεγάλα μάτια της Μελίνας καθώς τα αισθάνομαι καρφωμένα πάνω μου, όσο κι αν προσπαθώ να τα αποφύγω. Κι όταν τελικά βρίσκομαι να κοιτάζω το τσακισμένο πρόσωπό της, το στεγνό μπράτσο με το οποίο σφίγγει το λουρί της τσάντας της τόσο που διαγράφονται οι τένοντές της, το ξέρω διπλά- κι είναι για λίγο σαν να μην έχει περάσει μια μέρα, σαν να τη βλέπω μπροστά μου, ένα ξωτικό ξανθό και λευκό, να κατηφορίζει τη Λεωφόρο με δυο πόδια τόσο ανατριχιαστικά αδύνατα που διαπίστωνα με φρίκη ότι δεν ακουμπούσαν ολοσδιόλου μεταξύ τους. Τη βλέπω στην Τσιμισκή, με τις μπούκλες της στο χρώμα του μελιού να φτάνουν ως τη μέση της καρό φούστας της, να προσπαθεί να ανάψει το τσιγάρο που σφίγγει στα κοκκαλιάρικα δάχτυλά της κόντρα στον βοριά του Δεκέμβρη. Τη βλέπω να προσπερνά τις εργατικές με μολότοφ στο βλέμμα της, κόρες ολόμαυρες και τόσο διεσταλμένες που σχεδόν υπερκαλύπτουν τις ίριδες, αφήνοντας μονάχα μια καστανή φλίδα, σαν το στερνό φεγγάρι του Σεπτέμβρη. Την ξεχωρίζω μέσα στο αχνό ημίφως της κρεβατοκάμαράς μου, ένα κουβάρι από ανθρώπινα μέλη τυλιγμένο στη γαλάζια κουβέρτα μου, στη γωνιά του καναπέ μου. Η εικόνα φωτίζει, καίγεται. Και μένει εκεί.
 Κάθε μυς του κορμιού μου είναι μια χορδή, τεντωμένη μέχρι την τελευταία ίνα που την διατηρεί άθικτη, ακέραια. Το οξύ ανεβαίνει στο πίσω μέρος του λαιμού μου. Το στήθος μου βρίσκεται, θαρρείς, μέσα σε γύψο- όπως του Παντελή. Αναρωτιέμαι αν του έχουν αφαιρέσει το νάρθηκα. Πρέπει να κλείνει εννιά εβδομάδες, τώρα. Έχω να τον δω από την προηγούμενη Τετάρτη. Είναι η πρώτη φορά, μετά τους πρώτους μήνες της γνωριμίας μας, που δεν έχουμε ειδωθεί για τόσες συνεχόμενες ημέρες. Προσπαθώ να πάρω ανάσα μα αισθάνομαι πως ο θώρακάς μου βρίσκει κάπου, κι αυτό το κάπου γίνεται ολοένα και πιο άκαμπτο, μέχρι που δεν μπορώ ολοσδιόλου να αναπνεύσω και θέλω να διπλωθώ στα δύο. Μα η εικόνα είναι ακόμη εκεί, δεν αλλάζει τίποτα κι η παρουσία της Μελίνας στο χώρο είναι δυνατή κι αναπόφευκτη, δεν μπορώ να την αγνοήσω και σφαδάζω από τον πόνο όσο τα πόδια μου πατούν το ένα μπροστά από το άλλο και το ξύλινο σώμα μου την προσπερνάει. 
Στον δρόμο της επιστροφής, η ναυτία έχει γίνει τόσο ισχυρή που σχεδόν δεν κρατιέμαι άλλο. Ο πόνος δεν έχει μαλακώσει στο ελάχιστο κι όταν ένα χέρι με γραπώνει από το σβέρκο, δεν αισθάνομαι σχεδόν τίποτα. Το περιμένω, είμαι όσο προετοιμασμένος μπορώ μέχρι την πρώτη γροθιά στα δόντια κι έπειτα στην κοιλιά κι έπειτα κάπου αλλού, κλωτσιές στην πλάτη, στη μούρη, μηχανικά πλέκω τα δάχτυλά μου και τα τοποθετώ πίσω από το κεφάλι μου χωρίς να το θέλω. Εκείνη τη στιγμή, δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να αγχώνεται μήπως το κρανίο μου ανοίξει σαν καρυδότσουφλο και τα μυαλά μου χυθούν στην άσφαλτο. Μαζεύω το σώμα μου, αφού ξερνάω γαστρικό υγρό και αίμα στο τσιμέντο έξω από το σπίτι, βλέποντας τον τραχύ δρόμο δύο εκατοστά από τα μούτρα μου με μάτια που αδυνατούν να εστιάσουν στα χαλικάκια και περνούν από πάνω τους ξανά και ξανά και ξανά και ξανά. Προσπαθώ να το στηρίξω στα δυο μου πόδια κι έτσι βεβαιώνομαι -μάλλον- πως δεν έχω σπάσει κάποιο κόκκαλο. Το κουφάρι μου βουίζει σαν να έχω φυσαλίδες μέσα από το δέρμα μου. Ανεβαίνω με το ασανσέρ, με την πλάτη γυρισμένη στον καθρέφτη. Μόλις που προλαβαίνω να φτάσω στο νιπτήρα.
 Το σπίτι έχει αδειάσει. Τα πήραν όλα, τους καναπέδες, τα χαλιά, την τηλεόραση, που ήταν πλάσμα και ο καρπός δύο μηνών δουλειάς, τις βελούδινες κουρτίνες, το πολυδάπανο βίτσιο του Παντελή, μαζί με τους υπολογιστές με τις δυο οθόνες και τις πανάκριβες κάρτες γραφικών. Πήραν το τραπέζι με τις βαριές καρέκλες που είχα φέρει από την αποθήκη και το πρώτο κρεβάτι που είχαμε κατασκευάσει μόνοι μας, από παλέτες που βρήκαμε στα σκουπίδια, για όποιον είχε βάρδια στο διαμέρισμα. Πήραν τα σκέιτ, τα ρόπαλα, το ερμάριο-αντίκα και τον πελώριο πίνακα με τον Τζιμ Μόρισον. Έμειναν μόνο τρεις αφίσες, ο Σιδηρόπουλος, ο Μπομπ Μάρλευ και το φεστιβάλ που πήγαμε πέρσι τον Απρίλιο. Κι ένας κώνος της τροχαίας, τον οποίο είχε κλέψει ο Παντελής πάνω σε κάποιο μεθύσι του και τον είχε φέρει σπίτι.
 'Τι να το κάνουμε αυτό;΄τον είχα ρωτήσει τότε. Είχε σηκώσει τους κοκκαλιάρικους ώμους του, μου είχε απευθύνει ένα στραβό, χαζό χαμόγελο και είχε προχωρήσει προς το δωμάτιό του τόσο αργά, που δεν μπορούσα να διακρίνω αν ήταν σταθερός ή όχι ο βηματισμός του.
 Όταν τον γνώρισα, ο Παντελής ήταν τουλάχιστον ογδόντα πέντε κιλά, ενώ τον τελευταίο ενάμιση χρόνο είχε πέσει σε αριθμούς που είχαν μπροστά το έξι. Μια μέρα, μπήκα στην κουζίνα και τον είδα να χύνει κορν φλέικς σε ένα μπωλ με μισάνοιχτα μάτια. Τα χέρια του ήταν τόσο αδύνατα που νόμιζα πως αντίκριζα κορίτσι, ένα άχαρο και ξερακιανό μα παρ'όλα αυτά γυναικείο σώμα.
'Φάε κάτι, βρε μαλάκα', του είχα πει παρακλητικά.
'Το ξέρω', μου είχε απαντήσει απλά και είχε γεμίσει την πουά γαβάθα μέχρι το χείλος της. Τότε δεν είχα το μυαλό να καταλάβω πως το σχόλιό μου μάλλον τον έθιξε. Από τον τραυματισμό του, λίγο πριν τα δεκαοχτώ, ολοένα κι αδυνάτιζε κι οι συνήθειες των τελευταίων τριών ετών δεν είχαν βοηθήσει ολωσδιόλου να διατηρήσει λίγη σάρκα πάνω στο σκελετό του, που έμοιαζε να περιφέρεται μέσα σε στενά τζιν και τα δερμάτινο μπουφάν του.
 Η Μελίνα ζύγιζε λιγότερα από τα μισά κιλά του Παντελή, όταν ξεκίνησαν οι δυο τους. Δεν είχε κλείσει μήτε τα δεκαέξι μα φάνταζε πολύ μικρότερη, όπως ήταν καχεκτική και κοντούλα και με αυτά τα πελώρια μάτια, τα βαθουλωμένα στις κόγχες τους. Παρά το ασθενές παρουσιαστικό της, όμως, ήταν πάντοτε όμορφη. Φορούσε λουλουδάτα φουστανάκια και ζιπ-κιλότ, όπως αποκαλούσε κάτι κοντά παντελόνια που έμοιαζαν με παλιά σώβρακα και άφηναν να ξεπροβάλλουν δυο πόδια σαν καλάμια, με απόσταση μεταξύ τους όσο σίγουρα κι οι δυο παλάμες της. Έκανε συνέχεια αυτή την κίνηση, έσφιγγε τις γροθιές της και τις τοποθετούσε ανάμεσα στα μπούτια της, όσο ήταν καθιστή και λυπόμουν για εκείνη. Αισθανόμουν και κάποιον οίκτο, συνάμα, όποτε την έβλεπα να τσιμπά τα άκρα της και να στέκεται με τις ώρες μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη του δωματίου μου, στο παλιό σπίτι, ελέγχοντας αν είχε μεγαλώσει έστω κι ελάχιστα ο ανύπαρκτος πισινός της.
 Μέχρι τον Παντελή, είμασταν εγώ κι εκείνη. Είχε κι άλλες φίλες μα συνήθως είμασταν οι δυο μας. Βγαίναμε οι δυο μας, πηγαίναμε για τρέξιμο, για πατινάζ, για περπάτημα στο βουνό. Κάναμε γκράφιτι στον τοίχο απέναντι από το σχολείο, μέχρι που τον γεμίσαμε και αναγκαστήκαμε να καταφύγουμε σε ταράτσες κι απόμακρα μέρη, τοιχάκια όπου εξασκούσα τις σκιές και τα περιγράμματά μου. Την γνώρισα εκείνη τη χρονιά, νωρίτερα, αλλάζοντας σχολείο. Οι περισσότεροι συμμαθητές μου -μας- ήταν ακόμα παιδάκια. Εκείνη, όμως -ας μη φαινόταν για παραπάνω από δεκατριών χρονών- άνοιγε το στόμα της κι έλεγε λέξεις που δεν περίμενες να ακούσεις από ένα τέτοιο πλάσμα. Την εντυπωσίαζαν τα πάντα, τα παιδιά του σχολείου, τα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια, τα χαμηλά σπίτια της γειτονιάς, οι γάτες, τα τρένα. Ήταν λες κι είχε μεγαλώσει κλεισμένη σε σπιρτόκουτο, μια ανθρώπινη χρυσόμυγα με σπάγγο δεμένο στο πίσω της πόδι. Πήρε καιρό να καταλάβω πως εκείνο που πραγματικά έδενε τη Μελίνα στο σπιρτόκουτο κι έκανε ό,τι βρισκόταν ακόμα και σε εμβέλεια ενός εκατοστού από τους τοίχους του να φαντάζει εντυπωσιακό και σαγηνευτικό, στα μάτια της, ήταν η μάνα της. Μα αυτή είναι μια συζήτηση που δεν διατίθεμαι να ανοίξω, μια σκέψη που, στα εφτά, σχεδόν, χρόνια που έχουν περάσει από τότε, κάθε φορά με μπερδεύει και με θλίβει το ίδιο. Την έχω κλείσει στο πίσω μέρος του μυαλού μου με την απελπισία που θυμάμαι να αισθάνομαι κάποτε -γιατί τώρα δεν νιώθω και πολλά, ένα βάρος στο στήθος, μόνο κι ύστερα τίποτα- και τη μοναδική ανάμνηση που γυρίζει πολύ συχνότερα από ότι θα προτιμούσα, εκείνη να με κοιτάζει τυλιγμένη στην κόκκινη ζακέτα της με βλέμμα ανθρώπου πενηντάρη και να ψιθυρίζει, σχεδόν, 'δεν μπορώ να έρθω. Δεν μπορώ να την αφήσω. Θα πεθάνει.'
 Όταν ήρθε ο Παντελής, χάρηκα για εκείνη. Διάβαζε ολημερίς, πολλές φορές και τη νύχτα κι όταν ερχόταν στο σπίτι μου, αποκοιμιόταν αποκαμωμένη στον καναπέ. Τη σκέπαζα κι έμενε συχνά για ολόκληρο το βράδυ, γύριζε τα χαράματα και προσποιούταν πως βρισκόταν εκεί από την προηγούμενη νύχτα. Η μάνα της δεν σηκωνόταν από το κρεβάτι κι αυτό της προσέφερε ένα εξαιρετικό άλλοθι. Ο χειμώνας εκείνος ήταν βαρύς, παγωμένος, ρήμαξε κάθε ζαρντινιέρα της γειτονιάς, όλο το βουνό και τις καλλιέργειες πίσω από αυτό. Τα αμάξια γλιστρούσαν διαρκώς στον πάγο που σχηματιζόταν στην άσφαλτο, με αποτέλεσμα να σπινιάρουν και να συμβαίνουν ατυχήματα σχεδόν μια φορά την εβδομάδα. Η Μελίνα είχε εξαιρετική ευαισθησία στο κρύο και πολλές φορές έχανε μαθήματα επειδή δεν άντεχε να βγαίνει από το σπίτι της μέσα στο ξεροβόρι και το χιονόνερο. Οι καθηγητές είχαν Επίγνωση Της Καταστάσεως, όπως ακουγόταν να λένε συχνά -εκείνη η Κατάσταση, ήταν η μόνιμη παραθετική έκφραση στο όνομα της Μελίνας κι άτυπα διέγραφαν τις απουσίες της. Την άνοιξη, σταμάτησε πια να τουρτουρίζει και να προσπαθεί να μένει έξω για περισσότερα από δέκα λεπτά, ένα εγχείρημα που κατέληγε πάντα σε άκρα μουδιασμένα, νύχια και χείλη σχεδόν μαύρα και πήρε μια ανάσα. Είχε αρχίσει να τρώει λίγο περισσότερο. Έφερνε μαζί της μια μπανάνα ή ένα μήλο και το μασούλαγε με τις ώρες, μα το τελείωνε, σχεδόν, ενώ παλιότερα δεν υπήρχε τρόπος να την πείσεις να δοκιμάσει έστω και μια μπουκιά από κρακεράκι. Τα πήγαινε καλύτερα στα μαθήματα κι είχε αρχίσει χορό. Έδειχνε να κάνει μια δειλή, τουλάχιστον, προσπάθεια να ζήσει.
 Τη μέρα που είδαν ο ένας τον άλλο για πρώτη φορά, ήμουν μπροστά. Ήμουν μπροστά κι είδα το βλέμμα που της έριξε, σταθερό κι επίμονο: ο ιδιαίτερος τρόπος που κοιτάς κάτι που θες πολύ, που το λαχταράς τόσο που σε πονάει στο σώμα. Κοίταξα πολλά πράγματα με αυτό τον τρόπο, αλλά αυτό ήταν ύστερα. Είδα το πως το μικρό της σώμα κούμπωνε πλάι στο πελώριο δικό του. Ήταν θαρρείς κι ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο, δυο κομμάτια παζλ που σχηματίζουν μια λιμνούλα ή ένα σπιτάκι σε ένα λιβάδι. Ένιωθα ένα αγκάθι στην καρδιά, όλον εκείνο το χρόνο. Πιότερο επειδή εκείνοι στήριζαν ο ένας τον άλλο κι αυτό μαλάκωνε κάπως την αίσθηση της μοναξιάς, σαν τρύπα στην καρδιά, που βασάνιζε εμένα. Ήταν το δικό μου κενό που με έθλιβε, πιο πολύ κι έτσι έπρεπε να είναι. Δεν είχα λόγο να λυπάμαι για τη Μελίνα, που ήταν επιτέλους χαρούμενη. Είμασταν οι καλύτεροι φίλοι, τότε και για τα επόμενα έξι έτη που σημάδεψαν διαφορετικά μέρη του κορμιού και του μυαλού μου ανεξίτηλα. Πολλοί ρωτούσαν αν είχε συμβεί ποτέ κάτι μεταξύ μας και δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως, με εξαίρεση εκείνο το ένα και μοναδικό βράδυ στο σπίτι μου, νιώθαμε αδέρφια. 
 Ο Παντελής το κατάλαβε κατευθείαν. Ήταν από οικογένεια λειψή, είχε χάσει τον πατέρα του κι η μάνα του ήταν άρρωστη, νευρασθενική. Ζούσαν με μια σύνταξη, εκείνος και δυο μικρότερα αδέρφια, σε ένα μέρος της πόλης υποβαθμισμένο και μακρινό, κοντά δυο ώρες με τα τρένα και τα λεωφορεία. Για αυτό, φαντάζομαι, κατάλαβε τόσο εύκολα τη Μελίνα που, κλεισμένη στη φούσκα της, γούρλωνε τα μεγάλα της μάτια μπρος στο κάθε τι. Πρώτη φορά τον πήγαμε εμείς σινεμά. Δεν είχε ξαναβρεθεί σε κινηματογράφο. Τα Σαββατοκύριακα πήγαινε στο θείο του, στο συνεργείο και κάποιες καθημερινές μοίραζε φυλλάδια. Ήταν πανί με πανί και στεναχωριόταν, ήθελε να κερνάει, μου είχε εκμυστηρευτεί η Μελίνα, μα πάντοτε στις τσέπες του δεν έβρισκες παρά μόνο πενταροδεκάρες και συχνά τον έπιαναν ελεγκτές δίχως εισητήριο.
 Οι τρεις μας είμασταν μαζί μέρα νύχτα, κοιμόμασταν στο ίδιο σπίτι, συχνά στο ίδιο κρεβάτι. Ύστερα, ήρθε κι η Ρολάντα κι έγινε η δική μου συντροφιά, εξισσορόπησε το αλλόκοτό μας τρίο: για λίγο, μόνο, αφού η σχέση μας κράτησε κοντά δυο χρόνια και κατέληξε άδοξα σε εκείνη να βάζει χέρι στα λεφτά που κρατούσα στο μεταλλικό μου κουμπαρά και να φεύγει, αφού έσπασε με ένα από τα μπαστούνια μου την καλύτερή μου πίπα και το μισογκρεμισμένο τραπέζι στο σπίτι των γονιών μου. Η Ρολάντα ήταν η μόνη από εμάς που είχε γονείς με τους οποίους μπορούσε να μιλήσει και, αν θες τη γνώμη μου, θα έδινα την ανάλογη συμβουλή στην κόρη μου αν μάθαινε ότι το αγόρι της κοιμόταν με σχεδόν άγνωστές του κοπέλες. Η Ρολάντα έκανε παρέα με τη Μελίνα, μα ζήλευε παθολογικά κάθε κορίτσι που με πλησίαζε. Ίσως έκανε καλά- κοιτούσα δεξιά κι αριστερά, μολονότι την αγαπούσα, αλλά τότε δεν γνώριζα καλύτερα. Μέχρι την τελευταία τάξη του Λυκείου, ήξερα μόνο, σχολείο, σπίτι, τσιγάρα, Μελίνα, Παντελής, οι φίλοι από το παλιό μου σχολείο, προπόνηση, προπόνηση, προπόνηση. Σκεφτόμουν, καμιά φορά, μα οι σκέψεις μου ήταν αραιές κι ασυνάρτητες, σαν να ρίχνεις ζάχαρη σε σιφόνι.
 Στην Τρίτη Λυκείου, γνώρισα τον Λουκά. Ο Λουκάς, με τη σειρά του, μου γνώρισε τους Άλλους. Εκείνοι είχαν ποδήλατα και γύριζαν μονάχα μαστουρωμένοι, έβγαιναν στην Εθνική κάνοντας πετάλι με ιλιγγώδη ταχύτητα και μάτια κατακόκκινα ανάμεσα στα αυτοκίνητα, προς μεγάλη φρίκη των οδηγών, πότε πότε ανέβαιναν τρικάβαλο σε μηχανάκια κι έκλεβαν για πλάκα. Εγώ δεν είχα ιδιαίτερη ανάγκη τα λεφτά: οι δικοί μου ήταν κι οι δύο ζωγράφοι, μα ήταν αρκετά γνωστοί κι είχαμε τα νοίκια από τα σπίτια και το Μαγαζί. Ποτέ δεν μπορούσες να συζητήσεις σοβαρά μαζί τους, πετούσαν δυο αοριστίες κι έπειτα πλατείαζαν, ακόμη κι αν το θέμα ήταν κάτι εντελώς πρακτικό, όπως οι βαθμοί του Σχολείου. Συχνά, με παρακαλούσαν να διαβάζω περισσότερο, να προσέχω λιγάκι τον εαυτό μου, όπως έλεγε η μάνα μου. Ήξερα πως με αγαπούσαν μα αδυνατούσαν να με καταλάβουν σε ο,τιδήποτε, ακόμα και σε εκέινο τον βαθύ πόνο που με έπιανε καμιά φορά και μου άνοιγε το στήθος σαν καρυδότσουφλο. Δεν μου αρνούνταν τίποτα, μα ούτε και δέχονταν ποτέ κάτι. Έτσι, μόλις εμφανίστηκε η πρώτη ευκαιρία στη ζωή μου να βγάλω το πρώτο μου ρευστό, την άδραξα από τα μαλλιά.
 Συχνά λέω στον εαυτό μου πως το σημείο που πήγαν όλα στραβά ήταν ο Χειμώνας της Δεύτερης Χρονιάς μετά το σχολείο, εκείνος που θα συνιστούσε το δεύτερό μας έτος αν είχαμε περάσει στο Πανεπιστήμιο. Βαθιά μέσα μου, όμως, γνωρίζω πως η αρχή βρίσκεται ακόμα νωρίτερα, κοντά στις μέρες που κουβάλησα το παραφουσκωμένο σακουλάκι στην τσέπη μου. Τα χέρια μου είχαν ιδρώσει, ο λαιμός μου έσφιγγε επικίνδυνα κι ένιωθα πως τα γόνατά μου δεν με βαστούσαν. Με την άκρη του ματιού μου, είχα δει έναν άντρα με στολή εργασίας, μάλλον υπάλληλο ασφαλείας, σεκιούριτι κι είχα κοντέψει να κάνω μεταβολή και να φύγω, να το βάλω στα πόδια. Μα το αγόρι που έψαχνα κι ήταν σίγουρα μικρότερο από εμένα είχε φτάσει στην μισοφωτισμένη πλατεία, μου είχε δώσει τα λεφτά κι όλα πήγαν κατ'ευχήν.
Τις πρώτες φορές, έγινε για πλάκα. Ένα χαρτζιλίκι, πέντε, δέκα ευρώ, το μερίδιο που έπαιρνα από το Λουκά επειδή ήμουν εγώ που ρίσκαρα και διακινδύνευα το να με πιάσουν. Συναντούσα γνωστούς του σε δημόσιους χώρους, σε πλατείες το σούρουπο, σε σταθμούς μετρό, σε χαρακτηριστικά σημεία - στο Άγαλμα, στη Θέα, στο εκκλησάκι κοντά στο Πανεπιστήμιο. Στην αρχή, μου άρεσε η ιδέα πως έβγαζα τα δικά μου χρήματα, ακόμη κι αν αρκούσαν ίσα ίσα για έναν καφέ. Έπειτα, ανακάλυψα πως με ενθουσίαζε η ιδέα πως είχα στην κατοχή μου, ακόμη και για λίγο, κάτι που δεν έπρεπε να βρίσκεται πάνω μου. Με εξίταρε να περπατάω ανάμεσα σε περαστικούς, που θα μπορούσαν να είναι απλοί πολίτες ή και ασφαλίτες και μπάτσοι, και είχα κάτι που έψαχναν και δεν θα έβρισκαν ποτέ. Ξεκίνησα να το βλέπω σαν παιχνίδι, να σκέφτομαι πως τους κοροιδεύω κι αντί να προχωράω με μάτια καρφωμένα στο έδαφος, άρχισα να τους κοιτάω απευθείας στα μάτια, να καρφώνω το βλέμμα μου στο δικό τους. Το θράσσος μου μου φαινόταν αστείο. Μέχρι τα Χριστούγεννα, είχα βγάλει δυο πενηντάρικα που έγιναν, με συνδρομή των γονιών και της γιαγιάς μου, το πρώτο μου καλό ποδήλατο.
 Έπειτα έτυχε, κάποτε, να έχω δύο συναντήσεις την ίδια σχεδόν ώρα. Πήρα τηλέφωνο τον Λουκά και τον ρώτησα αν ήταν δυνατόν να πάει ο Παντελής αντί για εμένα. Δεν με απασχολούσαν τα χρήματα, με ενδιέφερε μονάχα μην φανώ ασυνεπής κι ανίκανος να διεκπεραιώσω το καθήκον μου. Εκείνες οι δουλειές δεν γίνονταν στο πόδι κι ο Παντελής θα βρισκόταν κοντά, εκείνη την ώρα, επειδή μοίραζε τα φυλλάδιά του. Ο Λουκάς ήταν καχύποπτος. Δεν είχε γνωρίσει ακόμα τον Παντελή, που βρισκόταν σε μια μόνιμη τροχιά ανάμεσα στο Φροντιστήριο, το Σχολείο, το γήπεδο -έπαιζε μπάλα από μικρό παιδί, στα χαμόσπιτα- τη δουλειά και τη γειτονιά μας.
 'Είναι έμπιστος;' είχε ρωτήσει.
 'Απόλυτα', είχα απαντήσει αβίαστα. Τον ήξερα ένα χρόνο και τρεις μήνες και μπορούσα να εγγυηθώ για το ποιόν του.
 Ο Λουκάς είχε δεχτεί με δυσκολία. Ο Παντελής εκτέλεσε άψογα τη δουλειά κι όταν του είπα να κρατήσει τα λεφτά, αρνήθηκε. 'Είναι δικά σου, αδερφέ', είπε. Τα παπούτσια του ήταν τρύπια. Τα πήρα, μα την επόμενη μέρα τον κέρασα σουβλάκια, με την πρόφαση ότι μπορούσε να μου δώσει τα λεφτά αργότερα.
 Ο Παντελής δεν ξαναέκανε κάτι τέτοιο για εμένα, τουλάχιστον όχι για αρκετό καιρό. Μα, δυο μέρες αργότερα, ήρθε και με βρήκε η Μελίνα.
 'Τι κάνεις;' με μάλωσε. 'Είσαι με τα καλά σου; Αν σε πιάσουν;'
 'Το κάνω εδώ κι ενάμιση μήνα και δεν έχει συμβεί τίποτα. Έχω βγάλει εκατόν είκοσι ευρώ.'
Γούρλωσε τα μάτια. 'Κάνεις τέτοιο πράγμα και δεν μου το έχεις πει;'
 Έπιασα το ξανθό κεφάλι της. 'Μελινάκι', της είπα. 'Δεν είναι τίποτα. Μπορείς να έρθεις μια φορά, να δεις. Μιλάει ο Λουκάς μαζί τους. Εγώ απλά τους το πάω.'
 Σκέπασε το πρόσωπό της με την παλάμη της, μια αντίδραση υπερβολική, κατ'εμέ. Κι όμως, ήρθε μαζί και με κοιτούσε παράξενα ολόκληρο το απόγευμα. Στο τέλος, με κοίταξε ευθεία στο πρόσωπο και δίχως υπεκφυγές, δήλωσε, 'θέλω κι εγώ να το κάνω.'
 'Τι λες;' την εξέπληξα εγώ με τη σειρά μου. 'Κάτσε διάβασε, βλακάκο.'
 'Μη με αποπαίρνεις, μιλάω σοβαρά.' 
 'Κι εγώ σοβαρά μιλάω και σου λέω, όχι.'
 'Γιατί εσύ ναι κι εγώ όχι;'
 Το ήξερα εκείνο το βλέμμα, το ήξερα καλά. Το μεγαλύτερο ελάττωμα της Μελίνας ήταν πως ήταν γρήγορη στο θυμό της όσο και στην τρυφεράδα της. Παρεξηγιόταν με το τίποτα, ήταν εύθικτη, ετοιμόλογη κι ήταν σχεδόν αδύνατον να την πείσεις ότι δεν είχε δίκιο σε κάτι. Βλέποντας τα μάτια της να γυαλίζουν, αποφάσισα να αλλάξω στρατηγική το συντομότερο δυνατόν.
 'Ωραία', αποκρίθηκα αδιάφορα. 'Αφού το θες τόσο, πάνε βρες το Λουκά και πες του το. Δεν μπορώ να σε χώσω εγώ.'
 Δάγκωσε τα χείλη της. Δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα το Λουκά- πράγμα παράξενο, μιας και η Μελίνα συμπαθούσε σχεδόν τους πάντες. Δεν της άρεσε η παρέα του κι εκείνος. Έλεγε πως τον έβρισκε περίεργο και την έκανε να αισθάνεται άβολα, πως είχε κάτι πάνω του που την ενοχλούσε. Ίσως να ευθυνόταν που, όποτε ερχόταν στην παρέα, όλοι πίναμε κι εκείνη ήταν νηφάλια. Δεν της άρεσε καθόλου να μεθάει ούτε να δοκιμάζει απ'τ'άλλα, όπως έλεγε.
Δύο χρόνια μετά, αφού είχαμε τελειώσει το σχολείο, της ρίχτηκε σε ένα πάρτι, τύφλα στο μεθύσι. Είχε κατεβάσει το χέρι του και ψαχούλευε τα πόδια της, ψηλά, μέχρι που έφτασε στη φούστα, αφού την στρίμωξε σε μια γωνία. Ο Παντελής τον βρήκε και του έσπασε τη μύτη. Ο τροχός είχε γυρίσει.
 Παρά τον δισταγμό της, πήγαμε μαζί στο Λουκά. 'Έχω ανάγκη τα λεφτά κι αν έχεις κάποια δουλειά για μένα, την θέλω', είχε πει. Ο Λουκάς, που τη ζαχάρωνε από τότε, την είχε πειράξει.
 'Νόμιζα ότι είσαι καλό κορίτσι.'
Έβλεπα την περιφρόνηση καλά συγκαλυμμένη κάτω από το άνετο χαμόγελό της.
 'Σου είπα. Έχω ανάγκη τα λεφτά. Με θες ή όχι;'
Ό,τι κι αν απάντησε ο Λουκάς ύστερα, έχει διαγραφεί από τη μνήμη μου.
 Πρώτα άρχισε η Μελίνα κι ύστερα ο Παντελής. Ο Λουκάς, στα δεκαεπτά του, είχε πιάσει την καλή. Έπαιρνε λεφτά από εμάς κι είμαι σίγουρος πως έλεγε στους άλλους ότι μας εκμεταλλευόταν. Μα εμείς βγάζαμε το χαρτζιλίκι μας και οι φίλοι μου, κυρίως, το χρειάζονταν αληθινά.
 Μαζευόμασταν σε σπίτια, γύρναγαν τσιγάρα, πολλές φορές και μια γυάλινη πίπα. Πότε πότε υπήρχαν ηρεμιστικά, ζάναξ ή λεξοτανίλ που, σε συνδυασμό με αλκοόλ, σου δημιουργούσαν ένα κεφάλι βαρύ και αργό μα διόλου δυσάρεστο, ή χαπάκια που τα έβαζες κάτω από τη γλώσσα σου. Εγώ δεν δοκίμαζα από όλα, ο Παντελής σχεδόν από τίποτα κι η Μελίνα έπαιρνε μόνο ηρεμιστικά, αν την κέρναγαν. Την είχα δει να τα κρύβει στο μανίκι της, αντί να τα παίρνει επιτόπου. Έλεγε ότι την βοηθούσαν να κοιμάται. Τη μοναδική φορά που κάπνισε, κατέληξε να ξερνάει κάτω από το σπίτι. Είχε πανιάσει και το βλέμμα της ήταν σκοτεινιασμένο, τόσο που, ανατριχιάζοντας, διαπίστωσα πως ένιωθα λες και το πεζοδρόμιο, οι πολυκατοικίες, τα σοκάκια, ο κόσμος που εκτεινόταν γύρω μας άνηκε σε μια συγκεκριμένη περασμένη εποχή.
 Πολλοί γλυκοκοίταζαν τη Μελίνα, που είχε ομορφύνει- είχε πάρει τα πάνω της, είχε γεμίσει λιγάκι και οι μηροί της δεν ήταν πια αδύνατοι σε σημείο να μπορεί να τους τυλίξει με τα δάχτυλά της. Φαινόταν πάντοτε εξαντλημένη, επειδή διάβαζε πολλές ώρες κι έβγαινε ελάχιστα από το σπίτι. Οι φίλες της δεν ξεμύτιζαν, πέρα από κάποια σπάνια Σάββατα κι έτσι σχεδόν κάθε της έξοδος ήταν με εμάς. Δεν μιλούσε πολύ, συνήθως γελούσε σιγανά ή έπιανε κουβέντα με το διπλανό της. Κανένας δεν επιχειρούσε να την πλησιάσει, επειδή όλοι γνώριζαν πως ήταν με τον Παντελή. Τον Παντελή, που δεν έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης, που ενώπιόν του γινόταν θύμα για πλάκες και περιπαιγμούς που δεν ειπώνονταν με λέξεις αλλά με βλέμματα και μισόγελα, που δεν ήταν παρείσακτος αλλά ούτε κι ευπρόσδεκτος σε εκείνη την παρέα. Ποτέ δεν κατάλαβα αν αγνοούσε ότι βρισκόταν σε εκείνη τη θέση ακούσια, εξαιτίας της παιδικής αφέλειας ενός αγοριού που μεγάλωνε σε εκείνη την μεριά της πόλης ή αν εθελοτυφλούσε, αν από αμηχανία και ντροπή δεν αντιδρούσε σε όσα έβλεπε.
 Η Μελίνα αντιδρούσε. Αντιδρούσε, κούμπωνε κι αγριοκοίταζε τους άλλους και, μόλο που είχε το μισό του ανάστημα -εκείνος ήταν κοντά δυο μέτρα ψηλός- ήταν εκείνη η περισσότερο προστατευτική μαζί του. Έσφιγγε το χέρι του και τοποθετούσε το κορμάκι της μπροστά στο δικό του σαν ασπίδα: ήταν αλήθεια, από τους δυο τους ήταν ανέκαθεν η περισσότερο γενναία. Ίσως, η λιγότερο δειλή.

 Από εκείνη τη χρονιά δεν θυμάμαι και πολλά. Πίναμε σκανκ και σάλβια και σπάγαμε χαπάκια και τα ρουφούσαμε από τη μύτη, για πλάκα. Στο τέλος του έτους, η Μελίνα μονάχα κάπνιζε, νευρικά και μανιωδώς, το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, έτσι που είχε πάντοτε ένα στο χέρι της ή πίσω από το αυτί της. Ο Παντελής, που είχε κατορθώσει να απέχει πλήρως από τις ουσίες για όλα τα προηγούμενα χρόνια, μεθούσε και μαστούρωνε τις Παρασκευές, πράγμα που καθιστούσε σχεδόν αδύνατον να σηκωθεί για δουλειά το Σαββάτο. Ήξερα πως δεν τα πήγαινε καλά με τη μάνα του και τα μικρά του αδέρφια δεν είχαν τελειώσει ακόμη το Δημοτικό. Είχε παρατήσει τις εξετάσεις από τότε που άρχισε να παθαίνει κρίσεις πανικού, λίγο πριν το Πάσχα. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί νηφάλιος. Έβλεπα μια θολή δυσαρέσκεια να καθρεφτίζεται στο βλέμμα της Μελίνας σχεδόν ασταμάτητα, στη διάρκεια της χρονιάς. Κι εκτός από αυτό, βρισκόμασταν για διάβασμα, στο σπίτι των γονιών μου που έλειπαν σχεδόν πάντοτε. Είχα μάθει να λύνω ολοκληρώματα αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα από Φυσική. Η Μελίνα διάβαζε Αρχαία, Βιολογία και κάτι άλλο το οποίο δεν μπορώ να ανακαλέσω. Ακόμη, πηγαίναμε στα μεγάλα σκαλιά που έβλεπαν στο πίσω μέρος της Εθνικής και κοιτάζαμε τα φώτα, καμιά φορά μιλάγαμε κι άλλες φορές στεκόμασταν σιωπηλοί. Καμιά φορά ερχόταν κι η Ρολάντα, που απαξίωνε πλήρως την παρέα του Λουκά και έπινε μονάχα όταν ήταν μόνη μαζί μας. Δεν είχαμε πάντα νέα.
 Η Μελίνα μπήκε σε μια χαμηλόβαθμη σχολή, κάτι με δημόσια διοίκηση, αλλά στην πόλη που μέναμε. Εγώ δεν πέρασα πουθενά κι ο Παντελής έγραψε μονάχα ένα μάθημα. Στο δεύτερο, δεν πήγε. Δεν το συζητήσαμε ποτέ.
 Πήγαμε διακοπές με τα λεφτά που είχαμε βγάλει. Όχι μακριά -κάναμε κάμπινγκ με το Λουκά και δυο παιδιά από την παρέα του- μα μείναμε για τρεις εβδομάδες κι έπειτα γυρίσαμε στην πόλη που έβραζε σαν καμίνι και βρωμούσε στον Αυγουστιάτικο καύσωνα. Η Μελίνα δεν ήρθε. Δούλεψε σεζόν σε ένα νησί για σχεδόν τέσσερις μήνες. Όταν γύρισε είχε αδυνατίσει λίγο, μα τα χέρια και οι ώμοι της ήταν γραμμωμένοι, πιο δεμένοι από ποτέ. Το φθινόπωρο, σταμάτησε να δίνει. Ως τότε, είχε μαζέψει σχεδόν ενάμισι χιλιάρικο μόνο από αυτό.
 Η φαεινή ιδέα του Λουκά ήταν να νοικιάσουμε ένα τριάρι στο κέντρο. Βρισκόταν στο υπόγειο μιας παλιάς πολυκατοικίας, με είσοδο σκοτεινή, που μύριζε κάτουρο και κλεισούρα. Το σπίτι ήταν άσχημο μα φτηνό και με λίγη προσπάθεια σουλουπώθηκε αρκετά ώστε να γίνει βιώσιμο. Δεν μέναμε μόνιμα, παρά κοιμόμασταν κάποια βράδια που είμασταν σε άσχημα χάλια και δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε. Είχε μόνο ένα κρεβάτι, το οποίο στήσαμε με παλέτες που βρήκαμε στα σκουπίδια, κι έναν καναπέ. Συνήθως διανυκτέρευε μόνο ένας, ο οποίος έβγαινε για τις δουλειές το επόμενο πρωί. Ο Λουκάς μάλωσε με την παρέα του. Δύο από εκείνους πέρασαν σε επαρχιακές σχολές και δεν τους ξαναείδα ποτέ. Ο Παντελής δούλεψε για λίγο στο θείο του. Εγώ δεν βρήκα ποτέ κανονική δουλειά.

 Η Μελίνα κι ο Παντελής είχαν κλείσει δυο χρόνια μαζί και βάδιζαν προς τον τρίτο, όταν συνέβη το ατύχημα. Εκείνος ήταν χάλια, κατά τα μετέπειτα λεγόμενά του και μάλλον δεν πρόλαβε να τραβηχτεί. Η Μελίνα δεν το κατάλαβε ποτέ και, δυο μήνες αργότερα, βρισκόταν σε παροξυσμό στο διαμέρισμα.
 'Τριακόσια ευρώ. Μόλις είχα βάλει στην άκρη για τα πρώτα δυο νοίκια, με την Σίλβια. Και τώρα μου λες, τριακόσια ευρώ.'
 Κατά διαβολεμένη σύμπτωση, η μάνα της το έμαθε. Κι η Μελίνα δεν ξαναπάτησε στο πατρικό της.
 Τα προβλήματα άρχισαν εκείνες τις μέρες, τις σκονισμένες, με τη μούχλα στις κάσες από τα παράθυρα και τα συννεφιασμένα απογεύματα στο γήπεδο. Ο Παντελής δεν μπορούσε να συνεχίσει προπονήσεις, μετά τον τραυματισμό του κι ούτε είχε περίσσια λεφτά για φυσικοθεραπείες. Αυτό, κι η ένταση στο πρόσωπο της Μελίνας, που έμοιαζε να έχει γεράσει στα δεκαοχτώ της της και δούλευε δυο δουλειές, τον έκαναν θεριό ανήμερο. Πλέον δεν ήταν σχεδόν ποτέ νηφάλιος. Η μύτη του άνοιγε αιφνιδίως και τα χέρια του δεν ήταν αρκετά σταθερά ώστε να κάνει απλά πράγματα. Η Μελίνα έμενε μαζί του, μαζί μας, για ένα φεγγάρι, μέχρι να ξαναμαζέψει λεφτά δουλεύοντας μπάρα σε ένα μαγαζί, κοιμόταν σε ένα στρώμα στο πάτωμα και πάσχιζε να καθαρίσει το σπίτι, που ήταν συνέχεια βρώμικο και γεμάτο κατσαρίδες. Εγώ έπαιρνα πιο πολύ, έσπρωχνα πιο πολύ κι έβγαζα περισσότερα λεφτά, που τα κρατούσα σε μια τρύπα στο στρώμα μου. Πήγαινα προπόνηση, πυγμαχία στο Στάδιο, κι είχα τόσα νεύρα -με τους πελάτες, με το σταφ, με τους γονείς μου, που γκρίνιαζαν ότι είχα μετακομίσει και δεν τους έβλεπα πια καθόλου, με τον εαυτό μου, με τον κόσμο- που είχα σπάσει δύο από τις φάλαγγες των δαχτύλων μου ξανά και ξανά. Ο Λουκάς έφυγε πριν τα Χριστούγεννα. Πρόβαλλε το πρόσχημα ότι θα συγκατοικούσε με ένα φίλο του μα καταλαβαίναμε όλοι πως η πραγματική αιτία ήταν ο Παντελής, που μολονότι αδυνάτιζε γινόταν ολοένα και πιο νευρώδης και φαινόταν να τον φέρνει σε δύσκολη θέση μόνο με την παρουσία του. Ένα βράδυ, γύρισε από δουλειές, όλο δουλειές, πάντα δουλειές, εκείνες οι χειμωνιάτικες μέρες, και τον κόλλησε στον τοίχο.
 'Βλέπω πως την κοιτάς', γρύλισε. 'Θα σου κόψω τα πόδια-'
 'Φίλε, δεν έκανα τίποτα. Έχεις τρελαθεί; Δεν έχω κάνει τίποτα!'
 Ο Λουκάς ήταν πολύ πιο γεροδεμένος από τον Παντελή, μα στάλες ιδρώτα γυάλισαν στο μέτωπό του.
 'Θα σε σκοτώσω', τραύλισε και πρόλαβα να τον τραβήξω πριν χτυπήσει τον τοίχο με τη φαρδιά γροθιά του. Το βλέμμα του Λουκά ήταν μαύρο, κενό και γεμάτο μίσος.
 Λίγο καιρό αφότου τα μάζεψε ο Λουκάς, έφυγε και η Μελίνα. Συγκατοίκησε με τη Σίλβια, μια φίλη της από το σχολείο, ήσυχη και μάλλον αδιάφορη. Είχαμε καιρό να μιλήσουμε οι δυο μας, συνειδητοποιούσα όποτε ερχόταν στο σπίτι για καφέ, ή για μπύρες, το βράδυ. Παλιά, κάναμε συζητήσεις που κρατούσαν ώρες, για τα παιδικά μας χρόνια, για το Θεό, για την αστροφυσική και τα αστέρια, που όσο πιο πολύ τα κοιτάς, τόσο πιο πολλά βλέπεις, για τους ανθρώπους, τα συναισθήματα, τη μουσική και τις ταινίες. Πλέον τη ρώταγα, καλά; Και ένευε. Έτρωγε, είχε παραμείνει σταθερή για καιρό μα ήταν κίτρινη, φορούσε παλιά ρούχα, σιδερωμένα πάντοτε μα τριμμένα και μπαλωμένα προσεκτικά κι η φωνή της είχε βαρύνει λίγο από το κάπνισμα. Όταν ανταπέδιδε την ερώτηση, της έλεγα πάντα ναι. Η ζωή ήταν μια ευθεία γραμμή. Πούλαγα χάπια, πλέον, φάρμακα που έπαιρνες μόνο με συνταγή, Ζολόφτ και Κονσέρτα,  τριπάκια και κάτι μικρούτσικα μπουκάλια που κόστιζαν ένα χιλιάρικο το ένα. Ήξερα σχεδόν ολόκληρη την πόλη. Αγόραζα από το Λουκά κι άλλο ένα γνωστό μου, τον Τζίνο, που ήταν μισός τσιγγάνος και γνώριζε κόσμο όπου πηγαίναμε. Έδινα και στον Παντελή, να πουλάει. Εγώ είχα αγοράσει δεύτερο κινητό, ρολόι, καλά παπούτσια, έκανα λεύκανση και είχα ξεκινήσει μαθήματα οδήγησης ενώ εκείνος δούλευε ίσα ίσα το φαγητό του, το νοίκι και τους λογαριασμούς.
 Μια δυο φορές, τον ρώτησα γιατί δεν έμενε με τη Μελίνα. 'Λέει πως δεν της αρέσει το σπίτι', μουρμούριζε στοχαστικά. 'Και, εκτός από αυτό, θέλει μια γυναικεία συντροφιά. Και λέει πως θα χαλάσει τη σχέση μας.' Ανασήκωνε τους ώμους. 'Τί να σου πω. Εγώ θα ήθελα. Δεν την βλέπω όσο θέλω, ξέρεις, μόνο δουλεύει. Έχει πάει στη σχολή μόνο για τις εγγραφές. Αλλά', έσπευδε να συμπληρώσει, μήπως παρεξηγιόμουν, 'μου αρέσει που είμαστε οι δυο μας. Αντροπαρέα, ναι;'
 Ήταν αδύνατον να κακιώσεις στον Παντελή. Δεν έλεγε τίποτα με κακή πρόθεση. Δεν νευρίαζε παρά μόνο όταν έπρεπε να υπερασπιστεί κάποιον από εμάς τους δύο, ούτε καν τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν είχε έχθρα μέσα του, το έλεγε κι η Μελίνα πάντα και αηδίαζα με τον εαυτό μου που αισθανόμουν οίκτο για εκείνον που δεν έβλεπε αυτό που έβλεπα στα μάτια της, που δεν καταλάβαινε τις δικαιολογίες της. Το μόνο άσχημο συναίσθημα που μπορούσες να του προσάψεις ήταν η ζήλια, μια ζήλια παιδική, όμοια με παράπονο. Δεν θύμωνε, δεν κακολογούσε, δεν κουτσομπόλευε μήτε σχολίαζε, σε άκουγε πάντα όταν μιλούσες και σου απαντούσε σωστά πράγματα, σου έδινε συμβουλές που, αν τις ακολουθούσε κι ο ίδιος, μπορεί να μην πάθαινε κρίσεις πανικού τη μια μετά την άλλη, να μπορούσε να βγει από το σπίτι χωρίς να είναι πιωμένος. Η Μελίνα τον φρόντιζε περισσότερο όπως κάνεις με ένα μικρό παιδί παρά με ένα αγόρι, ένα γκόμενο: δεν μπορούσα, στο τέλος, να φανταστώ πως οι δυο τους ήταν αυτό κάποτε. Σπάνια φιλούσαν ο ένας τον άλλο στα χείλη. Η Μελίνα έδειχνε να μη θέλει να την ακουμπάει κανένας. Η έκτρωση της είχε κοστίσει πολύ, τόσο που έκανε το βαρύ ποσό να μοιάζει ασήμαντο.
 Η μάνα του Παντελή της τηλεφωνούσε, αραιά και πότε, ούρλιαζε, πες στο κωλόπαιδο να έρθει σπίτι, πεινάμε, δεν έχουμε τίποτα κι έπειτα ξέσπαγε σε ένα κλάμα που θύμιζε περισσότερο σκύλο που αλυχτάει ή λυπημένο κλόουν παρά ειλικρινή θρήνο. Ο Παντελής έλεγε απλά, μην το σηκώνεις κι έδινε λεφτά στο θείο του, που δεν έδειχνε να ταράζεται ιδιαίτερα με την όλη κατάσταση- μονάχα έλεγε, φάε λίγο, παιδί μου, έχεις ρέψει. Η Μελίνα φερόταν σαν να ήταν καταναγκασμένη από κάποια αόρατη δύναμη να σηκώνει τα τηλέφωνα και γινόταν όλο και πιο απρόσιτη, όλο και πιο ήσυχη. Περνούσε πολλές ώρες με τη Σίλβια, όποτε ήταν ελεύθερη. Το βράδυ κοιμόταν αραιά και που σε εμάς. Ησύχαζε τις κρίσεις του Παντελή καλύτερα από εμένα, που τον έβγαζα για βόλτα στη Λεωφόρο. Κοιτούσαμε τα αμάξια, καπνίζαμε. Έκανε τόσο κρύο που η ανάσα σου θόλωνε τον αέρα γύρω σου. Είχαμε άλλους φίλους- τον Τζίνο, τον Γιώργη, από το σχολείο, τον Αλέξη, τον ξάδερφο του Λουκά και κάτι κοπέλες που πήγαιναν συνέχεια σε ρέιβ κι έμεναν όλες στα Νότια Προάστια. Τον περισσότερο χρόνο μας, όμως, τον περνούσαμε οι δυο μας.
 Η Μελίνα ξεκίνησε να έρχεται περισσότερο στο σπίτι στις αρχές του καλοκαιριού. Είχε κόψει τα μαλλιά της και, επιτέλους, δεν έμοιαζε με κέρινο ομοίωμα. Είχε πατήσει στη σχολή λίγο περισσότερες φορές, στα τελευταία μαθήματα, έκανε κάτι σαν εργαστήριο κι είχε πάρει καινούργια αθλητικά με χρυσές λεπτομέρειες και χοντρό πάτο, που την καθιστούσαν περισσότερο γυναίκα από άλλοτε. Την πρώτη Κυριακή που ήρθε, ήταν ακάλεστη κι έφερε κέικ- κι αυτά τα δύο μαζί με έκαναν να ανησυχήσω, με έναν τρόπο καινούργιο, πρωτοφανή. Ο Παντελής, που ήταν ξενυχτισμένος κι είχε γυρίσει από κάτι μερεμέτια για το θείο του, είχε χαμογελάσει κουρασμένα και φαινόταν ανακουφισμένος, σαν να μην καταλάβαινε πως έφτανε η αρχή του τέλους. Όταν πήγα στην κουζίνα να μας φέρω πιατάκια, η Μελίνα με στρίμωξε.
 'Πρέπει να σταματήσετε', μου είπε.
 Σάστισα. Το επιφώνημα που έβγαλα ήταν άναρθρο.
 'Δεν τον βλέπεις; Είναι χάλια. Πρέπει να σταματήσετε.'
 'Από που προέκυψε αυτό;'
 'Είσαι συνέχεια μαστουρωμένος. Εκείνος τα έχει χάσει. Τις προάλλες, δεν μπορούσε να βάλει το κλειδί στην πόρτα. Έχει χάσει είκοσι κιλά. Το βράδυ, λέει ασυναρτησίες. Παθαίνει πανικούς και δεν καταλαβαίνω τι θέλει. Κόφτε το, σιγά σιγά.'
 'Μελίνα, ποιός θα πληρώσει για το σπίτι;'
 'Βρείτε καμία κανονική δουλειά!' Της έκανα νόημα να χαμηλώσει ξανά τη φωνή της.
'Δεν μπορεί να βγαίνει έξω. Τον αγχώνει, λέει.'
 'Δεν μπορεί γιατί είναι ένα χρόνο κλεισμένος εδώ μέσα!'
 'Δεν μπορώ να του το επιβάλλω.'
'Συζήτησέ το του.'
 Έκανα να απαντήσω, μα έστριψε και πήγε στο σαλόνι, μαζί με το κέικ. Προσπάθησα να φάω λιγάκι, κι ήταν αληθινά νόστιμο, είχε πορτοκάλι και κάτι σαν καραμέλα πάνω, μα δεν κατέβαινε μπουκιά.
 Η αλήθεια είναι πως πέρασε καιρός μέχρι να θίξω το ζήτημα. Πίστευα ότι το ξέσπασμά της, αν και πρωτοφανές, ήταν παροδικό. Πίστευα πως, εκείνη τη στιγμή, η δουλειά έκανε καλό στον Παντελή. Πίστευα, ομολογουμένως, πως δεν άξιζε τον κόπο να σταματήσουμε. Βγάζαμε τρια, μπορεί και τέσσερα χιλιάρικα το μήνα. Θα μετακομίζαμε, επιτέλους από το θλιβερό ημιυπόγειο με τις κατσαρίδες και τους τριμμένους σοβάδες σε ένα διαμέρισμα στον τέταρτο, κοντά στο τραμ. Είχα πάρει το δίπλωμα και σκόπευα να αγοράσω αυτοκίνητο, ένα νέο πλέι στέισιον, αφού κάποιος έχυσε σαγκριά πάνω στο προηγούμενο, έναν υπολογιστή, μια δεύτερη οθόνη. Είχαμε χρέη- κάποιος από όσους μαζεύαμε στο σπίτι είχε βάλει χέρι στο σταφ, μια γκόμενα σε ένα πάρτι είχε τσιμπήσει το πορτοφόλι μου από την κωλότσεπη τη μέρα που πληρώθηκα, ο Τζίνο, όπως έιχα διαπιστώσει, μας έσφαζε και στα πάρτι που κάναμε όλο και κάποιος ξεχνούσε ανοιχτά φώτα ή βρύσες μέσα στον παροξυσμό που επικρατούσε. Εκείνη την εποχή, κοιμόμουν με πολλές κοπέλες, εκ των οποίων θυμάμαι καθαρά μόνο την Ίλια, μια ανήλικη κοκκινομάλα με φακίδες και δυο σκουλαρίκια στο στόμα που φορούσε πάντα γυαλιά ηλίου και πήγαινε συνέχεια σε ρέιβ. Μαζευόμασταν σε σπίτια ή βγαίναμε ως το χάραμα. Δεν έβλεπα σχεδόν ποτέ το φως της ημέρας, όταν ξυπνούσα. Με όλα αυτά στο μυαλό μου, το ανέφερα στον Παντελή διακριτικά μόνο αφού η Μελίνα ήταν απότομη μαζί μου και δεν απαντούσε στα τηλέφωνα που την έπαιρνα για αρκετό καιρό και η απάντηση που πήρα ήταν, φυσικά, αρνητική.
 'Εγώ είμαι μια χαρά', είχε πει μονάχα. 'Δεν βλέπω λόγο να σταματήσω.' Πράγματι, έδειχνε πιο ήρεμος, έβγαινε συχνότερα έξω και, κρίνοντας από το ότι έτρωγε λίγο περισσότερο και είχε γίνει πιο ομιλητικός, συμπέραινα πως το καλοκαίρι της Πρώτης Χρονιάς αποτελούσε μια φάση που είχε περάσει ανεπιστρεπτί.
 Επειδή, όμως, ο κόσμος είναι μονάχα διαολεμένες συμπτώσεις κι ένας κώδικας που δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί εκεί, το θέμα δεν έληξε εκεί.
 Με τον ξάδερφο του Τζίνο, το Νάσο, μπλέξαμε τον Αύγουστο που έκλεινα τα δεκαεννέα. Οι φίλοι του άνηκαν πραγματικά στον υπόκοσμο, όχι στα μπερδεμένα δεκαεπτάχρονα που κάναμε παρέα ως τότε, στα αγόρια που έκλεβαν περίπτερα και τα πουτανάκια που έψαχναν ένα φουκαρά με πολλά προβλήματα στο σπασμένο του κεφάλι να τα προστατεύει. Κουβαλούσαν σουγιάδες και, καμιά φορά, κανονικά όπλα. Ο Νάσος μου έβρισκε ό,τι ήθελα, όποτε το ήθελα και φορούσε πάντοτε ένα μειλίχειο χαμόγελο στο ασπρουλιάρικο πρόσωπό του. Σε αντάλλαγμα, ζητούσε μικρές χάρες, αγγαρείες, μικρά ποσά για δανεικά και συνεννοήσεις με κόσμο που δεν ήξερα για πράγματα που δεν κατανοούσα. Πάντοτε απαντούσε αόριστα, χρησιμοποιώντας την ίδια φράση: "άραξε, αδερφέ, δεν τρέχει."
 Ύστερα, ο Νάσος έγινε πιεστικός. Ήθελε να παίρνω μονάχα από εκείνον. Ήθελε να του λέω που είμαι και τι κάνω, με έβαζε να τηλεφωνώ από το κινητό μου σε άγνωστους αριθμούς, με αποτέλεσμα να λαμβάνω κλήσεις στη μέση της νύχτας, με απόκρυψη, από ανθρώπους που δεν μιλούσαν καν ελληνικά. Με πρόσταξε να βγάλω το όνομά μου από το κουδούνι του νέου διαμερίσματος. Ανέβαινε στο σπίτι μου απροειδοποίητα, πότε πότε με παρέα, άδειαζε σχεδόν την κάβα μου κι έφευγε χωρίς να καθαρίσει τίποτα. Προέβαλλε απαιτήσεις παράλογες, με έστελνε για δουλειές ώρες που ήθελα να κοιμάμαι, μου χρωστούσε λεφτά που δεν ξεπλήρωνε ποτέ και οι φίλοι του έκαναν τόση φασαρία στο σπίτι μου που οι γείτονες κατέληγαν να καλούν την αστυνομία.
 Μια και μοναδική ήταν η φορά που επιχείρησα να του αρνηθώ κάτι. Έβαλε τα γέλια και με έπιασε από το γιακά της μπλούζας μου τρυφερά, με την υπόσχεση ότι αν άκουγε ξανά όχι από εμένα θα μου έσπαγε τα δόντια.
 Αυτή η κατάσταση με έφερνε σε τέτοιο σημείο που έπινα περισσότερο από ποτέ προκειμένου να ελέγξω τα νεύρα μου. Ξεσπούσα με την παραμικρή αφορμή και, την επόμενη φορά που η Μελίνα μου έκανε νύξη για τον Παντελή, σηκώθηκα δίχως να την κοιτάξω στα μάτια, πήγα στο δωμάτιό του, στάθηκα στο κατώφλι και ανακοίνωσα ξερά, 'η Μελίνα μου είπε να σταματήσεις να σπρώχνεις.'
 Ο Παντελής σήκωσε το κεφάλι του από τον υπολογιστή και με κοίταξε απορημένος. Περίμενε μερικές στιγμές κι ύστερα μου είπε, θα το συζητήσω εγώ μαζί της.
 Δεν ξέρω τι συζήτησαν, τι είχαν συζητήσει ως τότε, τι είχε σκοπό να κάνει ο Παντελής. Το μόνο που ξέρω είναι πως, όταν τον στρίμωξαν στο δρόμο για το σπίτι και του άνοιξαν το κεφάλι, η Μελίνα τον παράτησε. Από εκείνη τη μέρα και για τον επόμενο ένα χρόνο, μήτε εκείνος, μήτε εγώ, όσο κι αν ψάξαμε, δεν την ξαναείδαμε. Έγινε άφαντη.
 Ο Παντελής πάλεψε να σταματήσει. Έδινε γενναίες μάχες να κρατηθεί νηφάλιος, που κατέληγαν σε εκείνον να γίνεται ολοένα και χειρότερα, να πηγαίνει στο νοσοκομείο για πλύση στομάχου, να χάνει τις αισθήσεις του στα πάρτι που πηγαίναμε. Τον πρώτο καιρό, προσπαθούσα να τον πείσω πως θα της περνούσε. Ήταν τρια χρόνια μαζί, δεν ήταν δυνατόν να είχε εξαφανιστεί έτσι, του εξηγούσα. Εκείνος έγνεφε ήσυχος. Δεν πατούσε καθόλου σπίτι πια, μόνο έστελνε λεφτά στη μάνα του και έβλεπε τα μικρά όταν γύριζαν από το σχολείο, δασκαλεύοντάς τον να μην λέει τίποτα. Τον κουβαλούσα στο γήπεδο και τον έπειθα να παίζουμε μπάλα, μόλο που δεν ήμουν ποτέ καλός στο ποδόσφαιρο. Τον παρακινούσα να βγαίνουμε, προσπαθούσα να του γνωρίζω κόσμο κι ύστερα κοπέλες, αλλά, αν ακούμπησε άλλο κορίτσι μετά τη Μελίνα -δεν έχω καθαρές αναμνήσεις των γεγονότων εκείνης της περιόδου- το έκανε μονάχα μεθυσμένος και με αμφίβολη συναίσθηση των πράξεών του.
 Το κινητό της Μελίνας ήταν συνεχώς απενεργοποιημένο. Φαινόταν να έχει κλείσει κάθε λογαριασμό της στα κοινωνικά δίκτυα και, όσο κι αν ψάξαμε, δεν διαπιστώσαμε ποτέ αν είχε ανοίξει καινούργιους, με διαφορετικά ονόματα. Πήγαμε στο σπίτι της και χτυπήσαμε, εγώ μόνος, ο Παντελής μόνος, και οι δύο μαζί. Μονάχα μια φορά άνοιξε την πόρτα η Σίλβια, και μας είπε πως δεν ήταν εκεί και πως θα την ειδοποιούσε. Δεν απάντησε σε καμία ερώτηση, παρά μόνο με αοριστολογίες, με τόνο φωνής άχρωμο και μια παρακλητική έκφραση, σαν να μας ικέτευε να σταματήσουμε να ρωτάμε.
 Ο Παντελής βυθιζόταν σε ολοένα μεγαλύτερη απόγνωση. Πήγαινε στη σχολή της, περίμενε κάτω από το σπίτι της και το εγχείρημά μου να τον εφησυχάσω λέγοντάς του πως, όταν θα ένιωθε έτοιμη, θα εμφανιζόταν έπεφτε στο κενό. Ο ίδιος δεν ήξερα αν το πίστευα. Η απουσία της Μελίνας ήταν τόσο αισθητή που ένιωθα πως ένα ζωτικό κομμάτι απουσίαζε από το σώμα μου, ίσως τα πνευμόνια ή η καρδιά μου, αφού το μυαλό μου δεν έδειχνε να είναι πουθενά. Κι έπειτα ήρθαν εκείνα τα όνειρα, που με μπέρδευαν ακόμα περισσότερο, γιατί η Μελίνα ήταν ακόμα παιδί, καχεκτικό και με μια φωτιά στα μάτια που δεν την είχα αντικρίσει χρόνια, και τις περισσότερες φορές -το πρόσωπο και η πλάτη μου έκαιγαν όταν το συνειδητοποιούσα- δεν φορούσε απολύτως τίποτα.
 Δύο μήνες μετά, σταμάτησε να ψάχνει. Σταμάτησε να μιλάει για εκείνη, που μονοπωλούσε τις συζητήσεις μας όλο το προηγούμενο διάστημα, σταμάτησε να μεθάει μέχρι να καταρρεύσει. Όποτε τύχαινε να αντικρίσουμε ένα ξανθό κεφάλι ανάμεσα στο πλήθος ή στο δρόμο, από μακριά, κοιταζόμασταν βουβοί, με μάτια δίχως πυθμένες.
 Ταυτόχρονα, ήταν αδύνατο να μένεις νηφάλιος ακόμα και τη μισή μέρα. Στο σπίτι σουλάτσαρε διαρκώς κόσμος, τον οποίο δεν μπορούσες να διώξεις, δεν συγκρατούσες πια πρόσωπα και ονόματα και δεν είχες χρόνο για τον εαυτό σου. Ο Νάσος χρωστούσε τόσα χρήματα που, αντί να κερδίζω, έμπαινα μέσα κι ήξερα πως δεν θα τα έπαιρνα πίσω ποτέ. Οι φίλοι του μας εκβίαζαν και φοβόμουν να ανοίξω το στόμα μου μπροστά σε οποιονδήποτε δεν τους ήξερε, για να μην μου ξεφύγει κάποια λεπτομέρεια για μαγαζιά, εκφοβισμούς και γκάνια. Μας έβαζαν να μεταφέρουμε κλειστά πακέτα τα οποία, από το βάρος και το σχήμα τους, συμπέραινα πως περιείχαν όπλα. Είχα χάσει την παλιά μου πελατεία και πλέον εξαρτιόμουν σχεδόν αποκλειστικά από εκείνον. Ο Παντελής δεν έφερνε αντίρρηση μα ούτε και μίλαγε. Ο Νάσος τον θεωρούσε ηλίθιο, μα είχε αποδειχτεί πολύ καλύτερος από εμένα σε εκείνο το παιχνίδι. Μετά τον ξυλοδαρμό, δεν είχε διαφωνήσει ούτε μια φορά.
 Έχω ακούσει πολλές φορές τη φράση, έσκαψες το λάκκο σου και μου ήταν γνωστή έκτοτε. Ωστόσο, δεν είχα καταλάβει ποτέ τι πραγματικά σήμαινε. Είμασταν τόσο χωμένοι στα σκατά που δεν θα μπορούσαμε να βγούμε ούτε με ανασκαφή χρόνων.
 Εκείνοι οι μήνες ήταν εφιαλτικοί. Ούτε θυμάμαι πόσο κράτησαν, εφτά, οχτώ, μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού. Είχα σταματήσει να πηγαίνω για πυγμαχία, δεν έτρωγα σχεδόν τίποτα, ξεχνούσα πράγματα. Είχαμε αναγκαστεί να μετακομίσουμε ξανά, γιατί η αστυνομία βρήκε τα ίχνη μας -δεν ήταν διόλου παράλογο. Δεν άντεχα να μην πίνω ούτε για μερικές ώρες. Με τους γονείς μου δεν μιλούσα, επειδή ντρεπόμουν, επειδή οικτηρούσα τον εαυτό μου όσο κι εκείνους, για τη μίζερη κι αλλόκοτη ζωή που έκαναν. Βρέθηκα δυο φορές με μια λάμα από σουγιά στο λαιμό μου, κολλημένος στον τοίχο του ίδιου μου του σπιτιού. Ήθελα, αληθινά, να σταματήσω. Ζήλευα τους σερβιτόρους όταν βγαίναμε για μπύρες. Θα προτιμούσα να τη βγάζω με τριακόσια ευρώ και να μη φοβάμαι. Γιατί φοβόμουν , φοβόμουν βαθιά, παράλογα, σαν μωρό παιδί. Κι είχα αρχίσει να γίνομαι παρανοικός. Το βράδυ δεν μπορούσα να πέσω χωρίς υπνοσθεντόν. Ένιωθα πως οι μπάτσοι θα μπούκαραν με σκυλιά και θα μας έδεναν, άκουγα κρότους που δεν είχαν αντηχήσει ποτέ και ξυπνούσα μουσκεμένος, με την καρδιά μου να βροντάει. Περαστικοί με κοιτούσαν για πολλή ώρα και ήξερα πως ήξεραν. Όταν βάδιζα στον δρόμο, λουζόμουν στον ιδρώτα. Καμιά φορά, όσο ξυριζόμουν, με την άκρη του ματιού μου έπιανα στον καθρέφτη κίνηση και γύριζα αλαφιασμένος για να συνειδητοποιήσω ότι δεν υπήρχε τίποτα στα πλακάκια πίσω μου. Ξαναγυρνώντας στο είδωλό μου, που ήταν κάτωχρο και σε κακό χάλι, νόμιζα πως αντίκριζα το βλέμμα του Παντελή και, για πρώτη και μοναδική φορά, τον καταλάβαινα.
 Πέρασε καιρός έτσι, έβλεπα τους ίδιους ανθρώπους κι αναρωτιόμουν αν με έψαχναν, έβγαινα λιγότερο από το σπίτι, είχα ρίγη, ξερνούσα με το τίποτα. Είχα καιρό να πάω με γυναίκα γιατί -ντρέπομαι που το λέω- δεν μου σηκωνόταν με τίποτα και, για αυτό ντρέπομαι ακόμη περισσότερο, δεν συναντούσα ποτέ καμία αρκετά ξανθιά, αρκετά αδύνατη. Καμία άλλη δεν με έλκυε, σιχαινόμουν να με ακουμπούν. Δεν είχα κανένα φίλο, πια, δεν μου μιλούσαν, αναρωτιόμουν αν είχαν ξεχάσει ότι υπήρχα. Ο Τζίνο είχε κόψει με τον ξάδερφό του και τον απέφευγε αριστουργηματικά. Ήθελα η γη να σταματήσει να γυρίζει, για να κατέβω για πέντε λεπτά, να ξεκουραστώ.
 Μέχρι που, τις μέρες που έκλεινα τα είκοσι, εμφανίστηκε η Μελίνα στο κατώφλι μου.
Τα παραισθησιογόνα ποτέ δεν είχαν αποδώσει τέτοιο αποτέλεσμα κι έτσι έγειρα το κεφάλι μου, σαν βλάκας, πασχίζοντας να καταλάβω τι έβλεπα. Την κοίταζα. Με κοίταζε. Ήταν όμορφη. Ήταν η μικρή μου αδερφή, πιο μεγάλη, με πρόσωπο βαμμένο, με κανονικά ρούχα και γυναικεία τσάντα στον ώμο, με τα μάτια που θαρρείς είχε κλέψει από κάποιο ελάφι και δεν είχαν μαύρους κύκλους από κάτω. Μάλλον πέρασε ώρα. 'Να περάσω;' μου είπε μαλακά.
 Της έδειξα το εσωτερικό του σπιτιού. Ήταν μια από τις ελάχιστες περιστάσεις που ήμουν μόνος στο σπίτι. Ο Παντελής είχε πάει να δει τα αδέρφια του. Για τους υπόλοιπους, δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Συνειδητοποίησα ότι μάλλον το γνώριζε. Ανατρίχιασα σε κάθε εκατοστό του δέρματός μου.
 Ζήτησε νερό. Δεν έλεγα τίποτα. Δεν έλεγε ούτε εκείνη. Περίμενα. Την κοίταζα. Στένευα τα μάτια, να δω αν θα άλλαζε το περίγραμμά της, αν θα έσπαγε σε μυρμήγκια ή κουκκίδες, ίσως σε πράσινες πεταλούδες. Δεν έσπασε. Στο τέλος, μίλησε. Η έκφρασή της ήταν ψύχραιμη, σοβαρή. Ήταν εκείνο που πιότερο από όλα με ξένιζε, που με έκανε να καταλάβω πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
 'Με πήρε τηλέφωνο η μάνα του Παντελή.'
 Ησυχία.
'Έκλαιγε.'
Απουσία ήχου.
'Ένας φίλος του Νάσου πήγε στο σπίτι τους.'
 Κενό αέρα.
'Κρατούσε τη μικρή από το σβέρκο.'
 Ο ήχος μεταδίδεται σε κύματα.
'Της είχε βγάλει τη μπλούζα.'
 Στο απόλυτο κενό, ο ήχος δεν μεταδίδεται.
'Ζήτησε πέντε χιλιάρικα, λέει πως τα χρωστάτε εσείς. Την απείλησε με μαχαίρι.'
 Βρίσκομαι στο απόλυτο κενό.
'Πήγα στην αστυνομία.'
 Αν έχεις σβήσει κεράκια σε τούρτα, εκείνα που ανάβουν ξανά και ξανά, διαφορετικά σε κάθε ανάσα, έχεις αισθανθεί πώς είναι να εκπνέεις μέχρι τα πνευμόνια σου να ζαρώσουν σαν χάρτινες σακούλες, μέχρι να μην παραμείνει ούτε ένα μοναδικό μόριο οξυγόνου μέσα τους, μέχρι να μην μπορέσουν να επανέλθουν στην αρχική τους κατάσταση και η τραχεία σου να αρχίσει να φλέγεται. Ένιωσα το λαιμό μου να κλείνει. Το οπτικό μου πεδίο γέμισε με σμήνη από μύγες.
 'Μην πας.'
Ανασήκωσε τα φρύδια της, που ήταν πιο καλογραμμένα από ποτέ. Φορούσε μια σατέν, μαύρη μπλούζα. Δεν είχα ξαναδεί τέτοιο ρούχο πάνω της στη ζωή μου. Έσφιξε τα μπράτσα της γύρω από το σώμα της. Άνοιξε το στόμα, μα δεν ακούστηκε κανένας ήχος.
 'Μην πας.' Συνειδητοποίησα ότι σχεδόν τραύλιζα. Όργωσα το κεφάλι μου για λέξεις. Το μυαλό μου ήταν κενό. 'Μελίνα. Μην πας στην αστυνομία.'
'Πήγα ήδη', μουρμούρισε, με φωνή που έσβησε στο τέλος της πρότασης.  Έβλεπα την πρωτοφανώς συγκρατημένη έκφρασή της να σπάει. Τέντωσα το χέρι μου για να στηριχτώ στον πάγκο της κουζίνας. Το μεσημεριανό μου ανέβηκε στο λαιμό μου.
'Μελίνα', ψέλλισα. 'Σε παρακαλώ να μην πας.'
'Πήγα ήδη', επανέλαβε. Το μακιγιαρισμένο πρόσωπό της είχε παραμορφωθεί. Η μάσκα της γλιστρούσε, οι γωνίες των ματιών της είχαν μουτζαλιαστεί.
 Έφερα το χέρι μου στους κροτάφους μου. 'Λες ψέματα. Δεν έχεις πει τίποτα, έτσι δεν είναι; Δεν έχεις κάνει τίποτα.'
 Με πλησίασε και, για πρώτη φορά, το ψυχρό, βαμμένο κορίτσι με την όλορθη πλάτη θύμιζε λίγο τη Μελίνα που φανταζόμουν. Προσπαθούσα να μην ξεράσω. 'Αγάπη μου', ψιθύρισε με φωνή που μόλις ακουγόταν. 'Ήξερα ότι αν ερχόμουν πρώτα σε εσένα θα με έπειθες να μην πάω. Ξέρεις ότι δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Έκανα ανώνυμη καταγγελία. Πρέπει να ξεμπλέξετε, πρέπει-'
'Θα πάω φυλακή. Έχω πέντε κιλά μέσα στο σπίτι. Έχω συνομιλίες, έχω τα πάντα εδώ. Θα πάω φυλακή.' Σήκωσα τα μάτια μου. Πήρε το μικρό χέρι της από τον ώμο μου και ξεκίνησε να οπισθοχωρεί. Τοποθέτησε το σώμα της πίσω από μια καρέκλα. Άρχισα να ουρλιάζω.
 Ήταν πολλά εκείνα που σκέφτηκα, έχοντας τη Μελίνα κλεισμένη στη μικρή κουζίνα, πολλά εκείνα που πέρασαν από το μυαλό μου κι όσο έριχνα μπουνιές στον τοίχο, μπουνιές που είχα να δώσω από τότε που έκανα ακόμα πυγμαχία, όσο γκρέμιζα ό,τι υπήρχε πάνω στο τραπέζι. Πολλά εκείνα που έκανα, εκείνο το απόγευμα: ξεκίνησα να μαζεύω τα πράγματά μου πολλές φορές, μα τα χέρια μου έτρεμαν, δεν μπορούσα να καταλάβω από που έπρεπε να αρχίσω, τα άφηνα στη μέση και ξεκινούσα πάλι. Πήρα τον Παντελή, μπροστά στη Μελίνα, τραυλίζοντας και κατάλαβα πως είχε μιλήσει ήδη μαζί του, πως εκείνος ήταν στο δρόμο για το σπίτι σε έναν απίστευτο παροξυσμό. Η Μελίνα ήταν ακόμη σαστισμένη μα, όταν κατάλαβε πως ο Παντελής θα γυρνούσε, πως θα την έβρισκαν μέσα στο σπίτι, πως δεν μπορούσα να δω μπροστά μου και τα χέρια μου έκαναν σπασμούς, πως πιθανά ο Νάσος είχε μάθει πως μας έδωσε, γλίστρησε προς το χωλ. Την έπιασα από τον αγκώνα, βρίζοντας. Πήγα να κλείσω την πόρτα. Το κορμί της είχε παγώσει. Τινάχτηκε από τη λαβή μου, άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε τα σκαλιά τόσο γρήγορα που αναρωτιέμαι μέχρι σήμερα πως δεν έσπασε το σβέρκο της γλιστρώντας στα τελευταία. Είχε ακόμα μελανιές στο πρόσωπο, στη δίκη. Σωριάστηκα στα γόνατα κι έπειτα, τρεκλίζοντας, πήγα στο στρώμα του Νάσου κι έβγαλα τρεις σακούλες. Άρχισα να τις αδειάζω στην τουαλέτα, πατώντας μανιωδώς το καζανάκι. Ο χρόνος είχε σταματήσει. Θυμήθηκα την αποθηκούλα, το υπόγειο δωματιάκι στο πατρικό μου, όπου ήταν το μεγαλύτερο μέρος, σχεδόν ό,τι είχα. Στερέωσα όσο καλύτερα μπορούσα τις σακούλες στη λεκάνη, με αποτέλεσμα το χείλος της, τα πλακάκια και τα χέρια μου να γεμίσουν άσπρη σκόνη. Έτρεξα στο δωμάτιό μου, πήρα τα κλειδιά της αποθηκούλας και τα πέταξα στο φωταγωγό από το παραθυράκι του μπάνιου. Θυμήθηκα τη μάνα μου. Θυμήθηκα πως είχα να τη δω μήνες.
 Ναι, ήταν πολλά- πολλά πράγματα που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν στο σπίτι, που τα τσουβάλιασα σε μαύρες σακούλες και τα έκρυψα κάτω από τα κρεβάτια μας, που τις κατεβάσαμε στα σκουπίδια με τον Παντελή, προσπαθώντας να τα καταχωνιάσουμε μέσα στους κάδους που βρωμούσαν σαπίλα κι αποσύνθεση κι ήταν ξέχειλοι, εξαιτίας της απεργίας, κι οι προσπάθειές μας ήταν τόσο μάταιες που φάνταζε λες και παίζαμε σε σκηνή από ταινία. Πολλές σκέψεις, πολλές φωνές στο κεφάλι μου, ο αόρατος άνθρωπος που ήταν μαζί μου στο δωμάτιο τον τελευταίο καιρό είχε καθίσει σε μια γωνία και παρατηρούσε σιωπηλός κι εγώ ούρλιαζα, πουτάνα, πουτάνα! κι ο Παντελής ήταν τόσο χλωμός που έμοιαζε να τον έχεις ξεθάψει και να τον έχεις στερεώσει στα δυο τεράστια κανιά του. Πολλές στιγμές, η μια μετά την άλλη, που προσπαθούσαμε να σκεφτούμε κάτι, πώς να ενεργήσουμε, τι να κάνουμε - "σβήσε το ιστορικό σου", έκλαιγε ο Παντελής, "σβήσε τα πάντα, τα μηνύματά σου, τα πάντα" και το αίμα που έτρεχε από τη μύτη του είχε λεκιάσει το γιακά του και τις παλάμες του όταν μπήκαν στο διαμέρισμα.
  Βρήκαν τα πάντα -"θα μιλήσω εγώ" , είχε πει τις τελευταίες στιγμές πριν χτυπήσει η πόρτα και το πρόσωπό του με τα βαθουλωμένα μάγουλα και το τεράστιο σαγόνι είχε τυλιχτεί με μια απόκοσμη λάμψη, κι εγώ δεν ήξερα τι να κάνω, τον άκουγα, δεν μιλούσα, δεν μπορούσα να ξεμαστουρώσω. Είπε πως ήταν υπεύθυνος για όλα, πως είχε κρύψει πράγματα στο διαμέρισμα, πως ήμουν φίλος του και δεν γνώριζα τίποτα κι είχε έρθει ο ίδιος να με ειδοποιήσει. Δεν ανέφερε τίποτα για τη Μελίνα, ποτέ: ούτε στη Δίκη, ούτε σε καμία συζήτησή μας, μέχρι τότε, το μόνο που είπε ήταν, είδες πως ομόρφυνε;
 Στην αστύνομια έδωσε το Νάσο και τους φίλους του, είπε ακριβώς το ίδιο που είχε πει και σε εμένα, έγδυσε την αδερφή μου, είναι δεκατριών χρονών κοπέλα, και την έσυρε με το σουτιέν στο δρόμο για το σπίτι ενώ την έβριζε, την παρενοχλούσε,για να με απειλήσει. Μόνο που, σε εμένα, είπε και "τα ξέρω όλα", κοιτάζοντας με με νόημα με τα καστανοπράσινα μάτια του κατακόκκινα και γεμάτα φλέβες και δεν είπε ποτέ ποιά όλα. Δεν είπε ποτέ αν ήταν εκείνα, τα περισσότερα, τα πολλά που δεν ήξερα εγώ, γιατί κατάλαβα πως του είχε μιλήσει, πως του είχε πει πράγματα, ή αν αναφερόταν στη νύχτα που η Μελίνα στάθηκε μπροστά μου, όταν εκείνος ήταν στην εντατική για το μαχαιρωμένο πόδι του, χιλιοστά από το πρόσωπό μου, με ανάσα που κυλούσε στο πηχτό σκοτάδι και μύριζε καπνό με μέντα, και με χροιά παράξενη και γρέντζα πρόφερε, "δεν αντέχω, δεν αντέχω να περιμένω άλλο."
 Εγώ στήριξα τη θέση του. Πήγαμε αυτόφωρο. Με άφησαν με περιοριστικά μέτρα. Μάζεψαν όλα τα στοιχεία σε σακουλάκια. Βρήκαν το όπλο μου. Πήραν το κινητό μου. Είχα προλάβει να καταστρέψω την πρώτη κάρτα, μα ενημερώθηκα εχτές πως βρέθηκε η δεύτερη. Είναι θέμα χρόνου. Ελπίζω να μας βάλουν μαζί, ελπίζω να συγχωρέσει όσα ξέρει. Ελπίζω να αντέχει τον πόνο, γιατί δεν τον έχω δει νηφάλιο, τα τελευταία δυο χρόνια. Ελπίζω να τρώει ό,τι τους δίνουν. Ελπίζω να με σκοτώσει ο Νάσος, πριν μπω κι εγώ, έξι χρόνια για μικροποσότητες, οπλοκατοχή, ψευδορκία, μικροκλοπές, τι άλλο μπορούν να βρουν; Μίλησα και ήρθαν να πάρουν τα πάντα. Χρωστάω ό,τι πέταξα στον καμπινέ, ό,τι βρίσκεται στην αποθήκη και θα προσπαθούσα να σκαρφαλώσω, να κατέβω στο φωταγωγό μα είμαι μάρτυρας κι αν σκοτωθώ, που είναι βεβαιότητα παρά υπόθεση, με τα κλειδιά στο χέρι, δεν θα μείνει κανένας να υπερασπιστεί τον Παντελή, μήπως βγει. Κανένας να βοηθήσει την καημένη τη Μύριαμ, που δεν την πλησιάζει πια κανένα παιδί της πρώτης γυμνασίου, που είδε τη μάνα της να αλυχτάει και να καταριέται έξω από τα δικαστήρια, που μαζεύει τα ψίχουλα από τα ντουλάπια χωρίς το χιλιάρικο που έστελνε ο Παντελής. Είναι πολλά, και δεν στα είπα όλα. Είναι πολλά, κι εκεί βασίζω την ελπίδα μου να τα ξεχάσω, αν όχι όλα έστω κάτι, να ξεθωριάσουν οι λεπτομέρειες, οι μυρωδιές, η πίπα, το αίμα . Ελπίζω να με βάλουν μέσα για να μη φοβάμαι ή να με δέρνουν κάθε μέρα κι ίσως, τότε, να συμμορφωθεί το κεφάλι μου, να βρω τις δουλειές που έλεγε η Μελίνα, να ξεφύγω από αυτή την κωλοπόλη, με τα ποδήλατα και τα περίπτερα κι όλα που μου θυμίζουν εκείνον και, αυτό που πιο πολύ λαχταράω, να σταματήσει το όνειρο που έρχεται κάθε μέρα. Θέλω να κοιμηθώ, να κοιμηθώ και να ξυπνήσω τότε αλλά όχι στο τότε του ονείρου, με τον αόρατο άντρα πλάι στο κρεβάτι, με τη Μελίνα να κάνει μεταβολή προς τη μεριά μου, στην Τσιμισκή: η φούστα της ανεμίζει, το πρόσωπό της είναι κάτασπρο, με κόκκινη μύτη, χείλη μπλαβιά, γυρισμένα σε ένα χαμόγελο. Οι συμμαθητές μας είναι σκορπισμένοι γύρω μας, γύρω από τα σταματημένα πούλμαν. Μας έχουν βγάλει για βράδυ, στη σχολική εκδρομή και κάνουν πως δεν βλέπουν, μας αφήνουν να ξεστρατίσουμε για ένα τσιγάρο όσο είμαστε έξω. Κι η Μελίνα έχει πηδήξει πρώτη από το κάθισμα του σχολικού λεωφορείου, με τα τριάντα έξι και μισό κιλά της στηριγμένα γερά στα πόδια με τις κνήμες που πετάνε και τους ανύπαρκτους μηρούς, έχει ζητήσει από έναν περαστικό αναπτήρα και, περιχαρής, στρίβει να με αντικρίσει χαμογελώντας φαρδιά. Κι εγώ κοιτάζω, να δω τι σφίγγει και βλέπω το χέρι της που είναι μαύρο, τόσο που ξεχωρίζει το δαχτυλίδι που φορούσε ως την τελευταία μέρα κι ήταν της μάνας της πριν πνιγεί με τον εμετό της, πάνω στο μεθύσι της, μαύρο και κίτρινο, πρησμένο, με νύχια λιωμένα και το κόκκαλο της παλάμης της να γυαλίζει, αστραφτερό στα κίτρινα φώτα και το σεληνόφως του Δεκέμβρη.


Comments

Popular Posts