Το Πεπονι (1)
Η κυρά Σταματούλα δεν φοβόταν να παινέψει το κορίτσι. Άλλωστε, αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει και μόλο που το έκανε και μπροστά της, ας τη μάλωνε η Δασκάλα, η κυρία Ευρυδίκη, γιατί έλεγε πως τα παιδιά και πρωτίστως τα κορίτσια δεν χρειάζονται περίσσιο χάιδεμα, παίρνουν τα μυαλά τους αέρα και γίνονται ψηλομύτες και τεμπέλες κι έτσι αρχινούν όλα τα κακά που μπορούν να τις εύρουν, το περισσότερο καμάρι το έκανε πίσω της. Σε όλες τις γειτόνισσες και στον ψαρά, στο νερουλά, στο γαλατά και στους συγγενείς και τους μουσαφιραίους, όταν τους έβγαζε γλυκά το κορίτσι και σχεδόν πάντοτε, δήθεν τυχαία, πίσω από την πλάτη της Ευριδίκης, της κυρα-Δασκάλας. "Χρυσοχέρα, φρόνιμο παιδί, σοβαρό, προκομμένο. Θα γίνει σπουδαίος άνθρωπος."
Κι ήξερε πολλούς, η Σταματούλα, γιατί μεγάλωσε στα Μαντούδια, ένα χωριό πολύ κοντά στο Μαύρον Όρος κι έμενε πάντοτε εκεί. Η μάνα της κι ο πατέρας της μεγάλωσαν εκεί, εκεί παντρεύτηκε και το γιο της, τον Κωστάκη, εκεί τον εμεγάλωσε κι ύστερα τον έστειλε στο Γυμνάσιο κάτω, στα Τεμενάδικα, στα μέρη του πατέρα του, γιατί το χωριό δεν είχε πέρα από Δημοτικό Σχολείο. Εκεί χήρεψε κι έφυγε για να βρει δουλειά, μα δεν άφησε το σπίτι της και γύριζε κάθε νύχτα με τη δημοτική συγκοινωνία, το μοναδικό λεωφορείο που ανέβαινε ξημερώματα και νύχτα μέχρι τα χωριά στην κορυφή κι έπαιρνε τους εργάτες και το δρομολόγιό του βαστούσε σχεδόν δυο ώρες. Ας κουραζόταν, που την έβρισκαν τα μεσάνυχτα στο δρόμο και σηκωνόταν χάραμα, άφησε το σπίτι μόνο όταν ο Κωστής μπάρκαρε πρώτη φορά- έβαλε ενοικιαστήριο κι έπιασε το δωματιάκι στο σπίτι των Τσακωναίων, που ήταν παλιά πλυσταριό. Ήταν πολύ πιο εύκολο και ξεκούραστο. Ήδη δούλευε εκεί για σχεδόν μια δεκαετία.
Δεν ήταν καλά καλά σαράντα, μα έμοιαζε μεγαλύτερη- μικροπαντρεύτηκε κι έκανε το γιο της πριν τα είκοσι κι ως τα τριάντα είχε χηρέψει. Τα μαλλιά της γκρίζαραν νωρίς και το πρόσωπό της τσάκισε, γέμισε ρυτίδες. Ποτέ δε συνήλθε ολοκληρωτικά, από τότε που έφυγε ο Θοδωρής. Για ένα φεγγάρι, μάλιστα, σκεφτόταν να μονάσει: πάντοτε ένιωθε κοντά στο Θεό. Μεγάλωσε με πατέρα ψάλτη και μάνα θεοσεβούμενη. Από κοριτσάκι, την πήγαινε σε όλα τα κυρήγματα κι όταν δεν είχαν παπά, την κατέβαζε στα Τεμενάδικα. Είχε σχεδόν δυο ώρες ποδαρόδρομο και ξεκινούσαν αξημέρωτα. Το χειμώνα, η παγωνιά έκανε τις ράχες των χεριών να σκάνε και τα χείλη να ανοίγουν. 'Δεν παθαίνεις', έλεγε η μάνα, Θεός συγχωρέστην. 'Μας φυλάει η Παναγίτσα.' Και την έβγανε, μωρό παιδί, στο κρύο, να πάει να μεταλάβει. Και μεγάλωσε γερή, έμαθε να το κάνει και μόνη της κι αφού τη μάνα την πόναγε το κακό της πόδι και δε μπόρηγε να κατέβει από το χωριό. Τυλιγόταν καλά καλά, μην τη δει κακό μάτι και την πειράξουν και κατέβαινε με τα ξαδέρφια της που πήγαιναν στα κτήματα. Εκεί την είδε ο Θοδωρής, σχεδόν αμούστακο παλικάρι τότε, δεν είχε πάει ακόμη στο Στρατό και την γύρεψε, έμαθε ποιά ήταν και πήγε και τη ζήτησε από τους γονείς της. Αρραβωνιάστηκε, κι όταν ο Θοδωρής έκανε τη θητεία του, τον πήρε. Έπιασε αμέσως παιδί και βγήκε γερό και δυνατό, με ένα κεφάλι γεμάτο σκούρες μπούκλες. Έζησε εφτά χρόνια ευτυχίας κοντά στον άντρα της και το παιδί της, μέχρι ο Κύριος να αποφασίσει να της τον πάρει. Καρδιακή ανεπάρκεια, είπαν. Δούλευε επιστάτης στο κτήμα των Λωραίν, που ήσαντε Γάλλοι, άτεκνοι και καλοί άνθρωποι. Τον βρήκαν σωριασμένο σε ένα χωράφι. Ήταν τριαντα δύο χρονών.
Η μόνη λύση τότε έμοιαζε να είναι η καλογηρική- τίποτε δεν την ανακούφιζε , από το να του ανάβει το καντήλι, να κάθεται στο μνήμα κι ίσως να παίζει λίγο το παιδί στα γόνατά της. Του έμοιαζε καταπληκτικά. Ήταν αυτός ο λόγος που συνήλθε και ήρθε στα λογικά της. Για το παιδί δεν μπήκε σε μοναστήρι: τι θα έκανε, θα τον άφηνε στους γονείς της; Ήδη ήταν μεγάλοι κι η μάνα με το ζόρι προχωρούσε. Έτσι έτριξε τα δόντια της, όπως συνήθιζε να κάνει, πήγε στον εξάδελφό της, το Μανώλη και τον παρακάλεσε να της βρει δουλειά σε κανένα σπίτι, να μπορεί να παίρνει και το παιδί κοντά, μέχρι να μεγαλώσει λίγο, να πάει στο Σχολείο, να γυρίζει και στο σπίτι με ένα κομμάτι ψωμί και να μην υποχρεώνεται στις γειτόνισσες. Γύρισε μετά από δυο μέρες και της είπε ότι ο Σπύρος Τσακώνης είχε τη γυναίκα του στο μήνα της κι ήταν η πρώτη της γέννα, κι έψαχνε μια κοπέλα να βοηθάει λίγο στο σπίτι.
Οι Τσακωναίοι είχαν καλό όνομα στην περιοχή. Επρόκειτο για μια από τις πιο παλιές οικογένειες, ο πατέρας του κυρίου ήταν Δικαστικός κι οι γονείς της κυρίας γαιοκτήμονες. Η κυρία είχε βγάλει το Πανεπιστήμιο, ήταν από τις λίγες μορφωμένες γυναίκες της γενιάς της και δούλευε δασκάλα στην Ευαγγελίστρια, στο Γυμνάσιο Θηλέων. Ακουγόταν πως ήταν άνθρωποι τίμιοι, ευσεβείς, δίκαιοι με τους εργαζόμενούς τους και πλήρωναν καλά: όχι πολύ μα ούτε λίγο, ούτε καθυστερούσαν το μεροκάματο. Θα μαγείρευε, θα έτρωγε μαζί τους και το βράδυ θα πήγαινε ένα πιάτο φαγητό στο παιδί της, θα καθάριζε, θα φρόντιζε το σπίτι και το μωρό. Της πρόσφεραν το πλυσταριό για να μένει, ώστε να μην ταλαιπωρείται με τη μετακίνηση, μα αρνήθηκε. Ήθελε να είναι κοντά στο παιδί.
Είχε δουλέψει στη ζωή της, ίσως όχι σε ξένο σπίτι, μα στο δικό της. Τα χέρια της είχαν ροζιάσει- ήταν μαθημένη στο μαγείρεμα και το καθάρισμα, το πρωινό ξύπνημα και τη γλυκιά κούραση στο τέλος της ημέρας. Για σαράντα ολάκερα χρόνια δούλεψε στους Τσακωναίους, κάθε πρωί, με το πρώτο φως της μέρας, ήταν στα πόδια της και κάθε βράδυ έπεφτε για ύπνο με τη μυρωδιά της χλωρίνης στη μύτη της. Ήταν μονάχα όταν έκλεισε τα εβδομήντα που ο ρόλος της στο σπιτικό τους έγινε πιότερο συμβολικός, ο μισθός της ήταν πιο πολύ συμβολικός, για να αυτοσυντηρείται, και μαζί με την πενιχρή σύνταξή της και το επίδομα λόγω του Θοδωρή της είχαν φτιάξει ένα κομπόδεμα να αφήσει στο παιδάκι της. : δεν έβλεπε πια τόσο καλά, δεν άντεχε να σκύβει, ήταν βραδυκίνητη κι οι παλάμες της έτρεμαν ελαφριά. Μαγείρευε, αραιά και που, έκανε το σίδερο και μάνταρε ρούχα -άλλωστε, ήταν πια τόσοι που κάποιος χρειαζόταν να φέρνει σε πέρας και τούτες τις δουλειές. Πιο πολύ από όλα, ασχολιόταν με τα μωρά. Οι Τσακωναίοι έκαναν τρία παιδιά, τη Δημητρούλα, Μιμίκα, όπως τη φώναζαν όλοι εκτός από τη μάνα της, τον Ανδρέα και το Γιώργο. Κι όλοι, με τη σειρά τους, άφησαν πολλούς απογόνους σε τούτο τον κόσμο: ο Ανδρέας τρία κορίτσια, ο Γιώργος ένα αγόρι και δύο κοπέλες κι η Μιμίκα δυο κορίτσια και τρία αγόρια.
Η Σταματούλα λάτρευε τα παιδιά: να τα παίζει στα γόνατά της, να τα χαΪδεύει, να τους λέει ιστορίες. Ήταν, θαρρείς, γεννημένη μάνα. Από παιδούλα, που πρόσεχε τις αδερφάδες και τα ξαδελφάκια της κι ύστερα, όταν θήλαζε τον Κωστή, έκανε την παραμάνα σε άλλες δυο γυναίκες που δεν είχαν γάλα. Αυτό που πιο πολύ αγαπούσε στα παιδιά ήταν να τα βλέπει να μεγαλώνουν, να γίνονται από βρέφη άνθρωποι, με δική τους ομιλία, βούληση και σκέψη. Να αλλάζουν, από εκεί που ήταν όλα ίδια, πανομοιότυπα, ζαρωμένα στα κουβερτάκια τους με μικρούτσικα χέρια και πρησμένα μάτια, να φέρουν τα χαρακτηριστικά των γονιών τους, να μιμούνται κινήσεις και λόγια. Είχαν περάσει πολλά μωρά από την αγκαλιά της, όταν έφτασε στην πόρτα των Τσακωναίων. Μολαταύτα, λάτρεψε τη Μιμίκα από την πρώτη στιγμή.
Τούτο το παιδί είχε κάτι που δεν το είχαν τα άλλα παιδιά. Μια σοβαρότητα στη ματιά, μια σεμνότητα έμφυτη, εγγενή. Κοιτούσε ευθεία στα μάτια όποιον της απηύθυνε το λόγο, με βλέμμα ενήλικο, διάφανο. Πάντα ήταν μαζεμένη, λιγομίλητη, συγκροτημένη στην κίνηση και τα λόγια. Η Σταματούλα δεν είχε βγάλει το σχολείο, μα γνώριζε το χαρακτήρα, το ήθος. Ήξερε να διαβάζει, αργά και συλλαβιστά, πολλές φορές, αλλά της άρεσαν τα βιβλία. Στην εφηβεία και το γάμο της διάβαζε συχνά, κυρίως εκκλησιαστικά βιβλία, βίους αγίων και λογοτεχνικά μυθιστορήματα που τους πρότεινε ο ιερέας, ο Παπά-Αρτέμης, που ήταν νεαρός και σπουδαγμένος κι είχε ιδέες νεωτεριστικές και φιλελεύθερες όσο έπρεπε. Ήταν άνθρωπος μοντέρνος μα ηθικός. Κι είχε μάθει από τα βιβλία, μα πιότερο από τη ζωή, να ξεχωρίζει το χαρακτήρα. Είχε δει παιδιά εύκολα και δύσκολα, δύστροπα, άτακτα, ζουλάπια, τα φώναζε, που καναν ζημιές κι ό,τι πιάναν το χαλούσαν. Κι αυτά με τον καιρό έστρωναν. Υπομονή, ήθελαν, μαλώματα, ίσως καμία μπάτσα στα μαλακά, γλυκόλογα και κανάκεμα. Στον Κωσταντή έταζε ότι, αν ηταν καλός όλη τη βδομάδα, θα του έκανε τηγανίτες το βράδυ της Κυριακής. Κι ήταν πάντα καλό, το παιδάκι της.
Ούτε πολύ χάϊδεμα ήθελαν, τα παιδιά, ούτε εξεζητημένες μεθόδους διαπαιδαγώγησης. Ήταν όλα θέμα πείρας. Πείρας, που η Δασκάλα δεν την είχε όταν γέννησε. Παντρεύτηκε στο Πανεπιστήμιο, στο τελευταίο της έτος κι έμεινε έγκυος μόλις διορίστηκε. Με κανονική ακρίβεια, όλα την κατάλληλη στιγμή. Κράτησε την κόρη της στα κοκκαλιάρικα μπράτσα της όταν έκλεινε τα εικοσιτρία της, ένα Δεκέμβρη ξηρό και κατάστεγνο, σα μπαγιάτικη φρυγανιά στον πάτο του κουτιού. Έτρωγε πολύ λίγο. Με δυσκολία θήλαζε.
Ήταν μια γυναίκα ισχνή, μέτριου αναστήματος, μαλλιά λίγα και λεπτά και καθηλωτικά μάτια, που στο αδύνατο πρόσωπό της, έμοιαζαν να βουλιάζουν στις κόγχες τους. Είχε δέρμα διάφανο, βλέφαρα χαρτογραφημένα από μενεξελιά ποτάμια, μάγουλα σκονισμένα με φακίδες και μεγάλα, άσπρα δόντια. Η Μιμίκα κληρονόμησε όλα τούτα τα χαρακτηριστικά της, τα άσαρκα χείλη, την ίσια μύτη, τον βαρύ σκελετό. Το μόνο που δεν πήρε από τη μάνα της ήταν το χρώμα των μαλλιών- τα μαλλιά της Δασκάλας ήταν εβένινα, ενώ της Μιμίκας πυρόξανθα, σαν του πατέρα της. Κι ούτε της έμοιαζε στην κοφτερή άρθρωση, στην σοβαρότητα και στη σπανιότητα του γέλιου της.
Η Μιμίκα έφτασε στο σπίτι ένα γελαστό πλάσμα, ήσυχο και πειθήνιο θαρρείς από τη μήτρα. Φασκιωμένη στο μεταξωτό σάλι με τα κεντημένα αρχικά της, Δ.Α.Τ, Δήμητρα Ακριβή Τσακώνη, περνούσε τις περισσότερες ώρες της στα χέρια της Σταματούλας ή στο πλάι της μητέρας της. Έκλαιγε αραιά, έτρωγε αργά, περπάτησε αργά και μίλησε ακόμα αργότερα. Μέχρι τα δύο της, σχεδόν δεν έβγαζε άχνα: μονάχα όταν κάτι την τρόμαζε ή την εξέπληττε, ψέλλιζε ένα "μαμά" ή "μπαμπά" ή το όνομα κάποιου αντικειμένου, σπάνια περισσότερες από τρεις λέξεις. Αυτή της η αποκριτικότητα ήταν που καθησύχαζε τους γονείς της πως το παιδί ήταν φυσιολογικό, δίχως κάποια ανωμαλία, κάποια καθυστέρηση. Η πρώτη φορά που άρθρωσε κάτι περισσότερο από ένα νήμα λέξεων ήταν στα τέσσερά της: η Δασκάλα πάλευε να την ταϊσει λίγο πεπόνι, μα το μωρό γυρνούσε το κεφάλι του από την άλλη πλευρά. Η γυναίκα σύντομα έχασε την υπομονή της κι έφτασε να χτυπά το χέρι της στο τραπέζι δυνατά, κάνοντάς το να κουδουνίσει καθώς το ξύλο ερχόταν σε επαφή με τη βέρα της. Το κορίτσι σήκωσε ήρεμο το κεφάλι του και την κοίταξε. "Σας ευχαριστώ, Μαμά", είπε. "Αλλά δεν θέλω να φάω πεπόνι."
Η Δασκάλα αγαπούσε τους τύπους, την τάξη και διοικούσε τη δική της με γροθιά από σίδηρο. Κοπέλες σχεδόν συνομήλικές της, δεκαέξι και δεκαεπτά ετών, γόνοι οικογενειών ευκατάστατων, με πατεράδες εισαγγελείς ή μεσίτες και μητέρες σπουδαγμένες, συνήθως ενασχολούμενες με τα οικιακά, τα οικονομικά του σπιτιού, τη φιλανθρωπία, την εκκλησία και τα κοινωνικά δρώμενα. Η Βαγγελίστρα ήταν ακριβό σχολείο, για γονιούς παραπάνω από εύπορους. "Αποσκοπούμε να καλλιεργήσουμε τας συνειδήσεις των νεαρών αυτών γυναικών, να τις πλάσουμε σε συζύγους και μητέρες καλές, ευαίσθητες, λογικές Χριστιανές, υπάκουες στους γονείς κι έπειτα στους άνδρες τους μα δυναμικές κι άφοβες." Η Δασκάλα ακολουθούσε κατά γράμμα τις εντολές της Διευθύντριάς της. Στην τάξη της, δεν χάριζε κάστανα. Οι τιμωρίες έπεφταν βροχή κι οι έπαινοι ήταν σπάνιοι, μα ακριβοί. "Μπράβο, παιδί μου", έλεγε καμιά φορά, κι η μαθητριούλα μπροστά της κορδωνόταν όλο περηφάνεια, γνωρίζοντας πως αυτά ήταν τα σπανίοτερα και καλύτερα λόγια που θα άκουγε από τη Φιλόλογό της, την κυρία Ευρειδίκη Τσακώνη.
Μα και στο σπίτι της, τηρούσε το ίδιο πρόγραμμα. Έμαθε στα παιδιά της από νωρίς τους πληθυντικούς, τις σωστές λέξεις, την πρέπουσα στάση του σώματος -"όχι οι αγκώνες στο τραπέζι!" σφύριζε αιχμηρά μέσα από τα δόντια της. "Μη σταυρώνεις τα πόδια!" Την τάξη από την ακατάστασια, έτσι που, ακόμα και τα αγόρια στρώναν το κρεβάτι τους το πρωί, κι όλοι ήταν ακριβείς στην ώρα τους, όλοι άψογοι στα μαθήματα και τις υποχρεώσεις τους, στους εσπερινούς και την Κυριακάτικη λειτουργία, στις δουλειές και τις επισκέψεις. Δύσκολα έλεγε καλή κουβέντα και πολλές φορές μάλωνε τη Σταματούλα άμα την έβλεπε να κανακεύει τα παιδιά. "Θα ξεμυαλιστούν άμα τους λέμε τέτοια! Μπράβο, παιδί μου, συνέχισε να προοδεύεις", επαινούσε τυπικά, κι έσφιγγε τα λεπτά χείλια της.


Comments