Το Πεπόνι (2)
Το κορίτσι ήρθε σπίτι ένα πλάσμα ξανθό σαν κλωσσόπουλο, με ολάνοιχτα μάτια και βελούδινα παλαμάκια. Πάντοτε πειθήνιο, με ελάχιστες εξαιρέσεις- κι όσο πλήθαιναν οι εξαιρέσεις, πλήθαιναν οι τιμωρίες, κι οι τιμωρίες ήταν σκληρές, η ζώνη ή η βρεγμένη σανίδα ή, στην καλύτερη περίπτωση, να σταθεί στη γωνία για ώρα, ώρα αρκετή για να βαρεθεί κανείς, αρκετή για να αρχίσει να ρίχνει το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο και να θέλει να στηριχτεί στον τοίχο. Φυσικά, δεν έπρεπε: θα ήταν ασέβεια, προς το λόγο της Μητέρας, πρώτα από όλα, που πάντοτε όριζε τι ήταν το σωστό - "δε θα ρωτάς", καταδείκνυε βλοσυρά η νεαρή γυναίκα. "Γιατί το είπα εγώ, για αυτό."
Ύστερα ήρθαν τα αγόρια, με ένα χρόνο διαφορά μεταξύ τους και κεφάλια εβένινα, σαν της μάνας τους κι επιδερμίδα αναιμική, με κηλίδες και τα ίδια λιλά ποτάμια στα βλέφαρα και τα μάγουλα με την αδερφή τους, φακίδες πανομοιότυπες με του πατέρα τους, σκορπισμένες σε δίδυμους ωχρούς αστερισμούς ψηλά στα μήλα του προσώπου και τη μύτη. Ενώ η αδερφή τους είχε ίριδες σε χρώμα χλωμό, σχεδόν γκρίζο και φρύδια αραιά, τα μάτια των αγοριών έμοιαζαν κάρβουνα, τα φρύδια τους ήταν τοξωτά, πυκνά και σκούρα. Όλοι τους νόμιζαν δίδυμους. Η αδερφή τους δεν τους μπέρδευε ποτέ.
Η Μιμίκα μπορούσε να αποκωδικοποιήσει πάντοτε τί ζητούσαν τα μωρά, είτε εκείνο ήταν κάποιο παιχνίδι, είτε ένα συγκεκριμένο φαγί, μια βοήθεια να φτάσουν κάτι, ένας έκτοπος πόνος. Ο Πατέρας της συνήθιζε να της ζητά βοήθεια. "Μιμή", μουρμούριζε αφηρημένα, "δες τι θέλει ο αδερφός σου", όποτε έσκουζαν ή κλαψούριζαν. Η Μητέρα δεν ασχολιόταν πολύ, έλεγε πως όλα τούτα ήταν σκέρτσα κι ένας άντρας δεν μπόρηγε παρά να κόψει αυτά τα ανόητα νάζια όσο ήταν ακόμη νωρίς και πως δεν έπρεπε κανένας να ενδίδει στα καπρίτσια αυτά των μωρών. Κι αν επρόκειτο για έναν οδυνηρό πονόδοντο ή μια ιλαρά, έναν κοκκύτη, όπως είχε τύχει, σαφώς, να αποδειχθεί κάποιες από κείνες τις φορές, αυτό θα το καταλάβαιναν στην ώρα τους κι αν κολλούσαν το ένα το άλλο, δεν θα πάθαιναν. Ίσα ίσα, θα γίνονταν πιο γερά με τον καιρό, θα αντιμετώπιζαν ευκολότερα τις ασθένειες και τους πυρετούς. Η ίδια η Δασκάλα είχε περάσει τον Τύφο όταν ήταν κορίτσι, και την είχε αφήσει με ένα αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα κι ένα σφύριγμα στο βήχα κι ένα σκαρί που δεν έπιανε με τίποτα κρέας πάνω του μα παντρεύτηκε κι έκανε παιδιά και δούλεψε, κι ήταν μια χαρά.
Έτσι, από νωρίς αφιερώθηκε στη φροντίδα των αδερφών της. Μετά, μέρα με τη μέρα, κατά τις επιθυμίες της μητέρας της, άρχισε και μάθαινε το νοικοκυριό, πλάι στη Σταματούλα. Κι η Σταματούλα τότε είχε δουλειές με φούντες κι όλη μέρα έπλενε πάνες και στέγνωνε σαλιάρες πάνω στη σόμπα και μαγείρευε δυο κατσαρόλες φαγί, γιατί ο μικρός ήταν αναιμικός κι έπρεπε να τρώει συκώτι κι ο κύριος Σπύρος δεν ήθελε το κρέας, παρά μόνο το κοτόπουλο και τη γαλοπούλα, που κατ'εκείνη ήσαν τα πιο άνοστα κι αδιάφορα κρέατα. Κι ούτε μπόρηγαν να έχουν κάθε μέρα κρέας, ας ήταν από τις πιο εύπορες οικογένειες στο Μαύρον Όρος, γιατί μύριζε έξω από την καμινάδα και δεν ήταν σωστό να το βλέπουν οι γείτονες ότι εκμεταλλεύονταν το χέρι που τους δόθηκε. Κι ήταν ένα γενναίο χέρι, αυτό.
Έπειτα, έπρεπε να ψήνει Πρόσφορο, για να πηγαίνει με τη Δασκάλα στην Εκκλησία και να ξαναζεσταίνει τα αποφάγια που ήταν πάντοτε άφθονα κι όταν κάτι έμενε και δεν επρόκειτο να καταναλωθεί, να τα μοιράζει στους εργάτες που δούλευαν στα κτήματα για τις οικογένειές τους. Η Δασκάλα ήθελε η Μιμίκα να μάθει όλες τούτες τις δουλειές από νωρίς. Πρώτα της έδωσε ζυμάρι, ύστερα γουδί κι όταν έγινε εφτά, έπιασε μαχαίρι κι έμαθε να δουλεύει το φούρνο, μα πιότερο τα κάρβουνα γιατί το ρεύμα ήταν πανάκριβο. Σ'όλες αυτές τις δουλειές, το κοριτσάκι τα κατόρθωνε χάρμα- κι η Σταματούλα δεν χόρταινε να έχει αυτή τη μικρή παρέα στην κουζίνα. Η μεγαλύτερη χαρά της ήταν οι φορές που ο Κωστής δεν είχε σχολείο και τον έπαιρνε μαζί της, έπαιζε με τα μικράκια κι έπλαθε κουλούρια μαζί τους στην κουζίνα. Ήταν σχεδόν έξι χρόνια πιο μεγάλος από τη Μιμή κι εκείνη τον ντρεπόταν και δεν τον κοιτούσε πότε στο πρόσωπο. Ας είχε εκείνη ρούχα από καλό ύφασμα, αγορασμένο κάτω, στο Μεγαλοχώρι, με τ'αρχικά της κεντημένα πάνω, ενώ εκείνος φορούσε τα ίδια δύο λινά πουκάμισα που ήσαν αμφότερα αποφόρια του μακαρίτη του Θόδωρου, κομμένα και μαζεμένα από τη μοδίστρα κι όλο τρίβονταν στους αγκώνες κι η μάνα του τον εκυνηγούσε γιατί έπαιζε άγαρμπα και τα χάλαγε. Τα παιδιά δεν γνωρίζουν τούτες τις διακρίσεις.
Το απόγιομα, η Δασκάλα τα κάθιζε μαζί και τα διάβαζε. Ο δικός της ήταν καλύτερος στην αριθμητική. Έκοβε το μυαλό του, έλεγε η κυρά Ευρυδίκη, τα έπιανε πολύ γρήγορα. Η Μιμίκα ήταν ήδη στο Νήπιο, στη Βαγγελίστρα: η Σταματούλα δεν είχε ξανακούσει τα παιδιά να πηγαίνουν Νήπιο, μα Εκείνη έλεγε πως με τα χρόνια θα γινόταν υποχρεωτικό, γιατί έμπαιναν στο σχολείο δίχως να ξέρουν να μετρούν και να γράφουν ή έστω να μιλούν στον πληθυντικό, ούτε καν στους δασκάλους τους.
Η Δασκάλα δούλευε ακούραστα, τότε. Οι εγκυμοσύνες την άφηναν ολοένα και πιο λιπόσαρκη, τις αρθρώσεις της πιο φουσκωμένες και τους τένοντες και τα νεύρα σχεδόν να κολλούν στα κόκκαλα. Στερέωνε ένα ζευγάρι τεράστιους φακούς από ταρταρούγα στη μύτη της και διόρθωνε γραπτά μέχρι αργά το βράδυ στο μικρό γραφείο πλάι στο σαλόνι. Δεν ήθελε τα μωρά να της χτυπούν την πόρτα και να την ενοχλούν, γιατί είτε είχε απογευματινό μάθημα και γύριζε αργά, είτε πρωινό και προετοίμαζε το υλικό της επόμενης ημέρας. Ο κύριος Σπύρος έλειπε σχεδόν ολόκληρη την ημέρα και γυρνούσε με το σούρουπο, ήθελε να καθίσουν να φάνε όλοι μαζί, να παίξει λίγο τα παιδιά στα γόνατά του, να διαβάσει την εφημερίδα του και, πιο αργά, να ρίξει μια ματιά στα οικονομικά τους ώστε να μπορεί να τα συζητήσει με τον επιστάτη το επόμενο πρωινό. Πολλές φορές έπιναν ένα ποτηράκι μπράντι στην κουζίνα, οι δυο τους, συζητούσαν για τις όποιες περικοπές, τους μισθούς, τους φόρους και την Κυβέρνηση. Κατά κόρον, ηχούσε η φωνή εκείνης, γοργή και συχνά κατασιγασμένη, ενώ εκείνος ακουγόταν σπανιότερα, μα πάντα τελευταίος.
Η Μιμίκα είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα τότε, είχε πιάσει μολύβι κι ύστερα πένα, οι τιμωρίες άλλαζαν, έγιναν λιγότερο σωματικές και περισσότερο πνευματικές, γιατί πια ήταν μεγάλο κορίτσι κι έπρεπε να ασκεί το πνεύμα της και την ψυχή της, κι έτσι έγραφε δέκα φορές το Σύμβολο της Πίστεως, το Πάτερ Ημών και τα Μεγαλυνάρια. Ωστόσο, δε διαμαρτυρόταν, επειδή τελικά τα Μεγαλυνάρια της Θεοτόκου έγιναν ο αγαπημένος της Ύμνος και τον ήξερε όλο νεράκι πριν κλείσει τα δέκα.
Ανήμερα της Παναγίας, η Μάνα τα σήκωνε πριν χαράξει ο ήλιος. Τα είχε λούσει αποβραδίς, για να μπορούν να βάλουν τα καλά τους. Τα αγόρια είχαν δυο λευκά πουκάμισα που τα είχε φέρει η αδερφή του Σπύρου, από την Αυστραλία και η Μιμίκα μια τούλινη φούστα κι ένα ζευγάρι λουστρίνια που γυάλιζαν περισσότερο από ο,τιδήποτε είχε αντικρίσει ως τότε στη ζωή της. Η Σταματούλα ακολουθούσε, πάντα μαυροντυμένη, με τα γκρίζα μαλλιά της δεμένα στον κότσο στη βάση του λαιμού της, κρατώντας ένα πτυσσόμενο καρεκλάκι σε περίπτωση που κάποιο παιδί δε βάσταγε όρθιο στην Αυγουστιάτικη ζέστη. Μα αν άντεχαν οι μεγάλες κυρίες, θα έπρεπε να αντέχουν κι αυτά, που ήταν μικρά και γερά κι έτσι κανένα δεν καταδεχόταν να καθίσει χάμω, ακόμα κι όταν τα πόδια λύγιζαν από τη ζέστη, το δέρμα κόλλαγε και τραβούσε τις μύγες σαν το μπαγιάτικο φαγί.
"Άλαλα τα χείλη των ασεβών, των μη προσκυνούντων την εικόνα Σου, τη σεπτή.."
αντιλαλούσε η ένρινη φωνή του ηλικιωμένου ψάλτη πάνω από τον Οικισμό, κι η Μιμίκα έγερνε το κεφαλάκι της προς τα πίσω, μισόκλεινε τα μάτια κι έβλεπε τα πρόσωπα να θαμπώνουν, τις αχτίδες του ηλίου να αμβλύνονται. Καμιά φορά, σχεδόν σφάλιζε τα βλέφαρα, για μερικές μονάχα στιγμές προκειμένου να μη γίνει αντιληπτή, να μη φανεί πως βαριέται ή τεμπελιάζει. Τότε, υπήρχε μόνο η Λειτουργία, το ογκώδες μα ελαφρύ φουστάνι της που ανέμιζε ανεπαίσθητα και τα χέρια της που έψαχναν να βρουν τις τρυπίτσες από το τούλι.
Εκείνες οι στιγμές ήταν οι πιο ευτυχισμένες: γαρνιρισμένες με το βάναυσο δάγκωμα του παγωμένου νερού και τις πνιχτές τσιρίδες στο βραδινό μπάνιο, συχνά υπό την απειλή της βρεγμένης παλάμης, με τη νηστεία και το πρωινό γάλα στο άδειο στομάχι μετά τη μεταλαβιά, τον ήλιο να υψώνεται πάνω από τα χωράφια με τα στάχυα και να φωλιάζει στα πολύχρωμα παράθυρα στο μικρό ξωκλήσσι. Κοιτώντας πίσω, δεκαετίες μετά, η Σταματούλα σχεδόν μύριζε το πρωινό αγιάζι, το νοτισμένο χώμα και το φρεσκοψημένο αντίδωρο που μοιραζόταν στο ποίμνιο κι ένιωθε ένα γλυκό πόνο να σφίγγει την καρδιά της, σαν μικρή παιδική παλάμη.
Έπειτα γύριζαν στο σπίτι κι η Σταματούλα έστρωνε το τραπέζι για το δεκατιανό, γιατί είχε πάει σίγουρα δέκα ώσπου να κοινωνήσουν, να χαιρετήσουν και να μιλήσουν με όλους και τα μικρά να ξεστρατίσουν λίγο και να παίξουν στο προαύλιο της Εκκλησίας κι η Μάνα να ζητήσει άπο το Μπαμπά να τα μαζέψει, παρατηρώντας χαμηλόφωνα πως δεν είναι όμορφη εικόνα να φαίνεται πως δεν είναι υπάκουα, γιατί έχει αντίκτυπο στην οικογένεια, η διαγωγή τους. Συνήθως έρχονταν με άλλη μια ή δύο οικογένειες κι έπειτα τους επισκεπτόταν ο Δέσποτας, που τελείωνε ακόμη πιο αργά. Οι Καραλήδες είχαν δυο παιδιά, μια κοπέλα κι ένα αγόρι, και τα δύο μαζεμένα και σοβαρά. Οι Υφαντοπουλαίοι είχαν τρια, σαν και του λόγου τους, μα ήσαντε ζωηρά κι άτακτα κι όλο χαλάγανε το σπίτι. Μα, είχε να το παραδεχτεί αυτό, η Σταματούλα, τούτα τα παιδιά είχαν σκέρτσο κι ας μην καθόσαντε με τα ποδαράκια τους σταυρωμένα και τους αγκώνες πάντοτε κάτω από το τραπέζι, μέχρι να υποφέρουν από κράμπες της ωμοπλάτης και κάναν τη φτωχή τη μανούλα τους, ένα νέο κορίτσι, νεότερο κι από την Ευρυδίκη Τσακώνη, με καταφανή την επαρχιακή της καταγωγή και πρόσωπο φεγγάρι, να κοκκινίζει και να τα μαλώνει στα σιγανά. Πολύ πιο διασκεδαστικές ήταν οι επισκέψεις των Υφαντοπουλαίων, που είχαν στο όνομά τους τα δύο μεγάλα εργοστάσια έξω από την πόλη κι ο Υφαντόπουλος, ένα γελαστό παλικάρι επίσης νεότατο, παιδί σχεδόν, με πρασινωπά μάτια σαν γάτας, είχε δουλειές με τον πατέρα και τα κτήματα, από των Καραλήδων. Τα παιδιά των δεύτερων ήταν άνοστα, άχρωμα, με το ζόρι τους έβγαζες δυο κουβέντες.
Οι Καραλήδες ήταν μεγαλύτεροι σε ηλικία, τόσο μεγάλοι, για την ακρίβεια, που ακουγόταν πάντα η απορία κάποιου καλοθελητή περί της σπανιότητας μιας τέτοιας σύλληψης, με την αντίστοιχη σκωπτική αναφορά στη Σάρα του Λωτ. Κάποτε το είχε υποδείξει στην Κυρία της, με αποτέλεσμα να λάβει τη συνηθισμένη σοβαρή παρατήρηση που συνόδευε τις ερωτήσεις αυτού του είδους. 'Σταματίνα! Ντροπή', είχε επιπλήξει υπερήφανα. 'Δεν είναι δουλειά μας'. Κι όμως, από την έκφρασή της καταλάβαινε πως κι η ίδια είχε διερωτηθεί, μόλο που δεν θα παραδεχόταν πως έστω για μια στιγμή υπέκυψε σε όσα έλεγαν οι κακές γλώσσες.
Καλοθελητές υπήρχαν πολλοί, στο Μαύρον Όρος - πάραυτα, η Σταματούλα ήταν βέβαια πως τα παιδιά ήταν της Κυρίας, γιατί είχαν ολόιδια σχιστά μάτια και μαλλιά στο χρώμα της γούνας του ποντικιού κι έμοιαζαν και στον πατέρα, ενός άντρα κοντά στα εξήντα, με στενούς ώμους και στραβισμό. Ζαχαρίας Καραλής ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο κι έχαιρε σεβασμού στην περιοχή και μόνο για την άρτια, ολοκληρωμένη μόρφωσή του. Η Δασκάλα αγαπούσε να συζητά μαζί του, όταν τα θέματα αφορούσαν τις Φυσικές Επιστήμες και τις μεθόδους διδασκαλίας, μολονότι ακόμα κι η ίδια παραδεχόταν πως ο άντρας ήταν πέραν του δέοντος συντηρητικός στις απόψεις του. Ο σύζυγός της, ωστόσο, τον απέφευγε σχεδόν απροκάλυπτα. Άλλαζε μερικές κουβέντες κι έπειτα απευθυνόταν στη γυναίκα του, παρά το ασυνήθιστο της χειρονομίας αυτής, προκειμένου να παρακάμψει την επιβεβλημένη συναναστροφή τους. Αρχινούσε συζητήσεις για την κηπουρική ή την αρχιτεκτονική του τόπου. Εκεί, η Κυρία είχε κάποια γνώση να προσφέρει, για το μπαρόκ, τους αναγεννησιακούς ρυθμούς, ίσως κάποια υποθάλπουσα καλλιτεχνική φλέβα που κυλούσε βαθιά μα είχε θαφτεί κάτω από το γάμο της με έναν τέτοιο άνθρωπο και τον ασφυκτικό κορσέ της κοινωνικής θέσης και του περιγύρου της. Οποιαδήποτε συζήτηση με την Δόμνα Καραλή ξεστράτιζε από το θέμα της τέχνης ή της μουσικής ήταν ποτισμένη από το στυγνό πνεύμα και τις αντιλήψεις του συζύγου της, καθιστώντας την αυτομάτως από πληκτική εως δυσάρεστη.
Μολαταύτα, ενώ τα Υφαντοπουλάκια συνιστούσαν μια πιο ψυχαγωγική παρουσία κατά κοινή παραδοχή, με την πάροδο του χρόνου γινόταν εμφανές πως η Μιμίκα έκλινε προς τη συντροφιά της Αλεξίας Καραλή. Ήταν μια κοπέλα πάντα ήσυχη, με τοξωτά φρύδια και βλέφαρα βαριά, νωχελικό βλέμμα. Ένα κορίτσι που θα χαρακτήριζε κανείς όμορφο, αν δεν επρόκειτο για έναν άνθρωπο τόσο συνεσταλμένο, κλειστό σαν στρείδι, έτσι που μετά βίας της έβγαζε κανείς κουβέντα. Συντρόφευε τη Μιμίκα στο Κατηχητικό της και μελετούσαν μαζί. Η Αλεξία πήγε για πρώτη φορά σχολείο στο Γυμνάσιο. Ως τότε, διδασκόταν στο σπίτι από τους γονείς της, γεγονός που μοναχά συνέβαλλε στην οικοδόμηση ενός χαρακτήρα ήπιου και αποτραβηγμένου.
Το Κατηχητικό ήταν από τους πρώτους κοινωνικούς κύκλους ενός νεαρού ή μιας νεαράς, πέραν του σχολείου: ορθώς, καθώς, σύμφωνα με τη Σταματούλα αλλά και την κυρα-Δασκάλα, αποτελούσε το καταλληλότερο περιβάλλον για την πρώτη επαφή των παιδιών με τους ετερόφυλούς τους, πέραν του κλειστού κλειού της οικογένειας. Η Μιμίκα αγαπούσε να πηγαίνει στην κατήχηση. Ξεκίνησε σε ηλικία νεαρότερη από το συνηθισμένο και παρακολουθούσε με προσήλωση, μαθαίνοντας κάθε τραγούδι, συμμετέχοντας στην χορωδία, λαμβάνοντας μέρος στις γιορτές και διαβάζοντας τις Γραφές και τα βιβλιαράκια που διένειμαν δωρεάν. Πήγαινε αδιαμαρτύρητα στην εξομολόγησή της κάθε μήνα, σε αντίθεση με τα αδέρφια της, που μάχονταν να σκαρφιστούν σφάλματα προκειμένου να γεμίσουν την ώρα με τον γέρο ιερέα που δίδασκε τότε στο Κυριακάτικο Σχολειό. Αλαφρώνω, είχε πει κάποτε απλά στη Σταματούλα, καθώς ετοιμαζόταν να επισκεφτεί τον ηλικιωμένο πνευματικό- κι εκείνη αναρωτήθηκε αν ο λογισμός των παιδιών ήταν λιτός , κοντά στην αλήθεια ή αν πράγματι τούτο το παιδί, πέρα από την αδυναμία της σε εκείνο, ήταν διαφορετικό από τα υπόλοιπα.
Έγινε πολύ γρήγορα αγαπητή, κι ήταν ίσως το μόνο επίτευγμα για το οποίο η μάνα της καμάρωσε, ακόμα και κρυφά, σε ολόκληρη τη ζωή της κόρης της. Τα παιδιά που παρακολουθούσαν της κατηχήσεις στο Μαύρον Όρος ήταν γόνοι οικογενειών τις οποίες ενέκρινε ως συναναστροφές, οικογένειες ευκατάστατες, που θα αναγνώριζαν την καλή ανατροφή της κοπέλας, όσο και των αδελφών της. Κι οι δάσκαλοι ήταν ιερείς ή καθηγητές και ποτέ δεν έπαυε να είναι σημαντικό να έχεις διασυνδέσεις και γνωριμίες, κάτι που ο σύζυγός της, προς μεγάλη της απορία και δυσαρέσκεια, δεν αναγνώριζε, παρά τη θέση και την κατάστασή τους.
Ο καλός χαρακτήρας της Δημητρούλας, που εκείνες τις μέρες μεγάλωνε, ψήλωνε, η μέση της στένευε και η λεκάνη της άνοιγε, δίνοντάς της κορμοστασιά γυναίκας πιο μεστής από την λιγνή μητέρα της παρά τα δεκατρία της χρόνια, την έκανε συμπαθή κι ευχάριστη. Συχνά την προσκαλούσαν για δείπνο ή για κυριακάτικο γλυκό, με ή χωρίς το Γιωργή και τον Ανδρέα- όπως ήταν φυσικό, δεν έβγαινε δίχως τα αδέρφια και την οικογένειά της, πέρα από τα σπίτια των πιο στενών της φιλενάδων. Μολαταύτα, εκείνη έδειχνε να προτιμά πάντοτε την Αλεξία, που με τα χρόνια γινόταν πιο σοβαρή και σκούρα κι αμίλητη. Οι δυό τους σχημάτιζαν ένα ζευγάρι σπάνιας αντίθεσης, η μια ολόξανθη, με ανοιχτόχρωμες βλεφαρίδες, μαρμάρινα μάτια και δέρμα που κοκκίνιζε μόλις το έβλεπε ο ήλιος κι η άλλη μελαμψή, σωστό μαυροτσούκαλο. Από άχαρο κορίτσι, γινόταν γυναίκα που, παραδόξως, ασκούσε μια παράξενη γοητεία στον ταλαίπωρο συνομιλητή της με την άρνησή της να αρθρώσει περισσότερες από τρεις λέξεις όποτε της απηύθηναν κάποια ερώτηση.


Comments