Το Νοημα
Ξέρεις, προσπάθησα, αληθινά προσπάθησα. Προσπάθησα να σου το πω, αλλά δεν ήταν εύκολο κι εσύ μάλλον προτιμούσες να μην ξέρεις κι έτσι παράτησα την προσπάθεια, γρήγορα ή αργά. Έξυνε την πόρτα πολύ καιρό με τα νύχια της κι έκανα πως δεν άκουγα -πώς να μην ακούσω, εγώ, που ακουμπώ το αυτί μου στη γη και μπορώ να μιλήσω με τα λουλούδια; πρέπει να αστειευόσουν, δεν υπάρχει τρόπος άλλος να το πίστεψες- και τελικά άνοιξα. Ίσως επειδή δεν άντεχα άλλο. Ίσως να είχα βάλει τα δυνατά μου. Ίσως και όχι.
Παράτησα την προσπάθεια σημαίνει, δεν περιμένω πια. Δεν περιμένω τίποτα. Τίποτα δεν έχει νόημα. Κι όταν είναι πέντε το απόγευμα και παγώνω στο σαλονάκι μου, μισή κάτω από την κουβέρτα στο σούρουπο, μόνη, δεν θα στεναχωριέμαι πια. Γιατί να στεναχωριέμαι πια, αν είναι όλα μάταια; Πριν δεν ήταν μάταια;
Δεν ήταν το μόνο που θα σου έλεγα. Αν με άκουγες, μπορεί να το ψιθύριζα. Την ώρα που κοιμάσαι κι αφήνεις αυτή την τεχνητή φωνή στο κομοδίνο, βγάζεις τα ψεύτικα μάτια σου σαν γυαλιά και τα ξαναβάζεις το πρωί για να αντικρίσεις ξανά τον ψεύτικο κόσμο που βλέπεις και, για λίγη ώρα μόνο, μπορείς να δεις την αλήθεια, θα είχα γλιστρήσει δίπλα σου. Θα το είχα πει στο αυτί σου κι ίσως με αγκάλιαζες και όταν ξυπνούσες θα ήταν σαν όνειρο, έτσι που σχεδόν δεν θα το θυμόσουν. Μήπως για μένα δεν είναι σαν όνειρο; Θα σου μιλούσα για τις παγίδες που φτιάχναμε, τα μεγάλα μάτια της Μελίνας, για τη μέρα που η κυρία Βάσω με τράβηξε στο γραφείο για να μιλήσουμε. Θα σου έλεγα για τις εργατικές, για το σπιτάκι στην άκρη του δρόμου. Για τα καλώδια, το μεγαλύτερο μυστικό μου. Λιώναμε μαζί, μέρα με τη μέρα, σφιχτά κρατημένες από το χέρι σαν αδερφές στη θυσία. Σαν δυο μικρά πρόβατα στους ώμους του Εσταυρωμένου.
Κάθε άνθρωπος έχει μια ιστορία, λένε. Οι ιστορίες είναι η ειδικότητά μου. Τις μαζεύω σαν ομοιόμορφα πλακουτσά βότσαλα. Όταν μιλάμε μετά από μήνες ή χρόνια, κάνω πως έχω ξεχάσει για να σε βοηθήσω να λυθείς και να πεις πιο πολλά. Μα τα θυμάμαι όλα. Εκείνο τον τσακωμό με τον αδερφό σου, εκείνη την αρρώστια της αδερφής σου, το βράδυ για το οποίο μίλησες μονάχα μια φορά. Κι εγώ με θαυμάζω, γιατί εκατοντάδες άνθρωποι σημαίνουν χιλιάδες ιστορίες. Είμαι καλά εξασκημένη. Ξέρω ακριβώς τί να ρωτήσω, τί να πω και πώς να σε κοιτάξω για να συνεχίσεις. Λες πως μ'αγαπάς γιατί έχω απαλά χέρια και μιλάω με μεγάλες λέξεις, όμως ξέρω πως αυτά είναι μαλακίες. Με αγαπάς επειδή ξέρω ολες αυτές τις ιστορίες και, πρωτίστως, τη δική σου. Επειδή ξέρω να ακούω. Μια κοπέλα μου είπε πως η θεραπεύτριά της τής φώναξε, "πες μου ένα προσόν σου πέρα από την τρυφεράδα και τη συμπόνια σου, ένα προσόν σου που δεν έχει να κάνει με το πόσο καλά έχεις διδαχθεί να αγαπάς τους άλλους!" Η δική μου θεραπεύτρια θα είχε αυτοκτονήσει.
Κάποτε το είδα γραμμένο σε έναν τοίχο. "Γράφω γιατί, όταν μιλάω, δεν με ακούν." Έβαλα τα γέλια. Πώς να κρατηθώ; Το προσπάθησα μα, στο είπα, δεν έχει νόημα. Τίποτε δεν έχει νόημα.


Comments