Μονοι
Τα μάτια μας συναντιούνται στο μακρύ διάδρομο του σταθμού του Μετρό και κοιτάς από την άλλη κατευθείαν. Βλέπω το σπίθισμα στο βλέμμα σου, την τελευταία στιγμή που το κάνεις. Ξέρω πως γελάς με τους φίλους σου και θέλω να σε ρωτήσω, κοιτάζεις κάτι αστείο; Έχω έρθει στο σχολείο μόλις δυο μήνες, εσύ είσαι όλη σου τη ζωή στο ίδιο μικροσκοπικό Αθηναϊκό προάστιο. Δυο συνομήλικα παιδιά, με παράλληλες ζωές, δυο ιστοριογραμμές σε διαφορετικό χρώμα. Είμαι κλεισμένη στον εαυτό μου, δεν μιλάω σε κανέναν. Αδυνάτισα πάλι. Το μήνα που μετακομίσαμε, έχασα πέντε κιλά. Τώρα πιπιλάω μόνο τσιγάρα, αδιάκοπα και κατά συρροή. Ίσως αυτό είναι που βρίσκεις τόσο κωμικό. Μείναμε εγώ, ο πατέρας μου κι η αδελφή μου. Μάνα δεν υπάρχει. Αλλά πού να το ξέρεις εσύ αυτό; Μέσα μου βράζω, θέλω να σε κολλήσω στον τοίχο -μα είμαι σαραντα-δύο κιλά και όταν περπατάω σκοντάφτω συνέχεια μοναχή μου- και να το γρυλίσω μέσα στη γελοία μούρη σου, πού να ξέρεις εσύ από χειμώνες, σπίτια και βάσανα;
Ένα χρόνο μετά, ένα παιδί από την παρέα σου χάνει τη μητέρα του. Καρκίνος, τελικό στάδιο. Ήταν καιρό στο νοσοκομείο. Είμασταν στην ίδια τάξη. Μέχρι την κηδεία, δεν καταλάβαμε τίποτα. Στις εξετάσεις ήρθε στο σχολείο φορώντας μαύρα γυαλιά, μα δεν τις έχασε, παρόλο που θα μπορούσε. "Υπάρχει κατανόηση", φανταζόμουν τον διευθυντή να εκμυστηρεύεται εγκάρδια, σφίγγοντας τα χέρια του με συγκαλυμμένη αμηχανία, "βεβαίως και υπάρχει." Αυτό είχαν πει και σε μένα, όταν στεκόμουν στο Γραφείο. Με φώναξαν μπροστά σε όλη την τάξη. Αισθανόμουν ένοχη, παρόλο που ουδέποτε έκανα κάτι κακό. Μετακινούσα το βάρος μου από το ένα πόδι στο άλλο. Χάζευα τα -πολυάριθμα, τολμώ να παραδεχτώ- βραβεία στον τοίχο. "Είμαστε δίπλα σας σε ό,τι χρειαστείτε, παιδιά." Ήθελα να πω στο διευθυντή να μή συγκινείται, πως τον τελευταίο καιρό δεν συγκινούμουν μήτε εγώ, μόνο που πολύ θα ήθελα να έχω την πολυτέλεια. Φυσικά και δεν το έκανα. Είμασταν τυχεροί που μέναμε στα Βόρεια Προάστια.
Λες πως ερχόμαστε μόνοι και μόνοι φεύγουμε, μα εγώ σου λέω πως λες μαλακίες. Αφού μόνος έχτισες τη σκεπή πάνω από το κεφάλι σου και μόνος έπλεξες το χαλί σου, μόνος έγραψες τα βιβλία που διαβάζεις για το Πανεπιστήμιο και μοναχός θα φτιάξεις την καρδιά σου, αν μια μέρα έξαφνα χαλάσει και πάψει να δουλεύει, γιατί διαβάζεις αυτό το κείμενο; Για να ακούσεις πως τα θυμάμαι όλα, τη φίλη μου να καταρρέει στην είσοδο της εκκλησίας και τα χέρια που τη βαστήξαν όρθια, την κρατήσαν για να μην πέσει, τη γυναίκα που ζήτησε να της βάλουμε αι-λάινερ στη γραμμή της διανομής του φαγητού, την ιστορία με τα παπούτσια. Η πρώτη αγάπη μου ζει με χάπια. Δεν μιλάω πια στους δικούς μου για το πώς νιώθω. Το φαντάζεσαι; Εγώ, που έκλαιγα κάθε βδομάδα. Να σε κατηγορήσω εγώ για εγωισμό, εγώ που έχω σκουπίσει τόσα δάκρυα, που έχω στεγνώσει τόσα μάτια, στον καναπέ μου, και πάλι πιστεύω πως ο σταυρός μου είναι πιο βαρύς από των άλλων; Δεν ήξερα τότε. Έπρεπε να ξέρω. Έπρεπε να έρθω και να σταθώ δίπλα σου. Μα δεν το έκανα, και για αυτό πάντα θα ζητάω, μέσα μου, συγγνώμη. Συγγνώμη που είπα πως ερχόμαστε μόνοι και φεύγουμε μόνοι, γιατί δεν θέλω να είμαι μόνη, γιατί φοβάμαι, τελικά. Είπα ψέματα. Φοβάμαι όσο φοβάσαι κι εσύ πίσω από το ποτό σου, πίσω από το μπάφο σου, πίσω από την πληρωμή σου και τα σταθερά χέρια. Φοβάμαι και πονάει η κοιλιά μου. Σε τί διαφέρουμε από όταν είμασταν δεκαέξι;
Σε γνώρισα μόνο μια νύχτα κι έχουν περάσει κοντά δυο χρόνια, αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω πώς με έκανες να αισθανθώ. Για λίγο, το κατάλαβα, κουλουριασμένη μέσα στο ενυδρείο. Ένα σποράκι ανάμεσα σε μύρια άλλα σποράκια, ένα ψαράκι ανάμεσα σε άπειρα ψαράκια, αχνές λάμψεις στο στερέωμα του ουρανού. Κράτησες το χέρι μου και, εκείνο το βράδυ, ένιωσα το απέραντο της σκοτεινής, ατέλειωτης θάλασσας της κοινής μας ύπαρξης. Ήταν σαν να μας είδα, όλους μας, έναν-έναν, καταχωνιασμένους στην παγωμένη τάξη, κι ύστερα εμένα. Είχα μέρες να φάω, τα νώτα μου είχαν μεταλλική γεύση κι έσφιγγα πεισματικά ένα άδειο χάρτινο ποτήρι του καφέ στο οστεώδες χέρι μου. Πίστευα πως κανένας δεν το είχε καταλάβει. Έλειπα για μήνες. Έμαθα πως πολλοί μιλούσαν για μένα, πίσω από την πλάτη μου. Τους έχω συγχωρέσει. Πρέπει να έμοιαζα με όρθιο πτώμα, μόλο που δεν μπορώ να θυμηθώ και πολλά. Όλα είναι θολά.
Σήμερα έμαθα πως μια συμμαθήτριά μου έπεσε θύμα. Τόσο απλά. Θύμα, μπορείς να γίνεις μόνο αυτό, να μην είσαι μήτε ένα όνομα όταν τελειώσουν μαζί σου. Η κοπέλα ήταν μαζί μου στο σχολείο, και το φροντιστήριο. Ανταλλάσσαμε μια καλημέρα. Τη θεωρούσα πάντοτε περίεργη, με τον τρόπο που κάποια παιδιά είναι πάντοτε λίγο αποστασιοποιημένα, που τα χόμπυ τους δεν συνάβουν με των άλλων, που η εμφάνιση, η στάση κι η ομιλία τους μοιάζει παράταιρη. Δεν είχαμε πολλή υπομονή: είμαστε παιδιά κι η σκληρότητα των παιδιών συγχωρείται, γιατί είναι ακόμη δανεική. Είμαι βέβαιη πως ήταν εξίσου σκληρή μαζί μου- μιλούσα δυνατά, γελούσα δυνατότερα, έκανα τα πάντα για να ταιριάξω. Την προσέγγισε ένας μεγαλύτερος άντρας, πολύ περισσότερο από δεκαέξι χρονών. Πνιγόμασταν δίπλα δίπλα. Έχουμε να μιλήσουμε πέντε χρόνια. Η κοπέλα γλίτωσε αλλά, κρίνοντας από όσα έχω δει κι ακούσει, αμφιβάλλω αν θα ξεχάσει ποτέ.
Ξέρεις, μην ξαναπείς ότι είσαι μόνος. Με προσβάλλεις. Και ζητώ συγγνώμη που το είπα. Που πίστεψα πως είμαι κάτι το ξεχωριστό, πως το δικό μου μαρτύριο στην αγιότητα ήταν κάτι έξω από σενα. Που σε λοξοκοίταξα στο σταθμό, στο δρόμο. Αν μπορούσα, θα γύριζα πίσω, να σταθώ δίπλα σου. Ευτυχώς δεν μπορώ να γυρίσω, γιατί κρυφά μέσα μου ακόμα υποψιάζομαι πως δεν έχω τα αρχίδια να το κάνω.

Comments