Διπλωμα οδηγησης


Στην αρχή οι μέρες δεν περνούσαν με τίποτα και τα βράδια ήταν σκέτο μαρτύριο. Τώρα πια, όμως, φεύγουν σαν νερό κι αυτό από μόνο του δε με φοβίζει όσο το ότι, αντί να τρομάζω, χαίρομαι. Αισθάνομαι μια άγρια, βίαιη ευθυμία, ικανή να σκίσει τον ουρανό, να σαρώσει τα δέντρα. Με ανακουφίζει το ξύπνημα ενώ ακόμα είναι νύχτα έξω, με μουδιασμένα άκρα και διάφανο δέρμα που κολλάει κάτω από τα μάτια, με ανακουφίζει να κουλουριάζομαι στη σόμπα, να ξαπλώνω με την πλάτη μου κολλημένη στο ίδιο πάντοτε σημείο του στρώματος και να κρύβω τα ακροδάχτυλά μου στο κενό που δημιουργείται όταν ανασηκώνω τα πλευρά μου με τα χέρια μου. Με ανακουφίζει που το βουνό είναι χιονισμένο -σημαίνει ότι κάτι, τουλάχιστον, αλλάζει, ακόμη κι αν αυτό είναι οι εποχές- ακόμα κι αν οι εικόνες που έρχονται από την επόμενη κι όλας στιγμή είναι πικρές και μια-μια βουτηγμένες σε έναν ηλίθιο, παιδιάστικο φόβο. Ξέρεις, προσπάθησα να ξεκόψω, αληθινά προσπάθησα. Σχεδόν τα κατάφερα, πολλές φορές. Αλλά πάντα πέφτω πίσω. Ίσως αυτή να είναι η τελευταία φορά. Ίσως να τα καταφέρω ή να τα καταφέρει, και να με σκοτώσει. Ποιός ξέρει;


Πες στον αδερφό σου πως δεν θα του μιλήσω μέχρι να το κατορθώσω. Ως τότε, θα κάθομαι στις σκιές. Κατάλαβα πολλά πράγματα, αυτούς τους μήνες: κατάλαβα πόσο ανόητοι είμασταν, όλοι μας, πόσο μικροί, όταν βγάζαμε τα χέρια μας από τα παράθυρα του αυτοκινήτου κι έπιανα εκατόν σαράντα στους άδειους δρόμους και πίναμε τη βροχή απευθείας από τον ουρανό με τις γλώσσες μας, γεμάτη τοξικά χημικά. Μας έδιωχναν από τα μαγαζιά κι εμείς επανεμφανιζόμασταν, ευθαρσώς, μια βδομάδα αργότερα, με τα ίδια ρούχα και την ίδια όρεξη να γυρίσουμε με τα τελευταία μεταμεσονύκτια λεωφορεία, εκεί που ο χρόνος διαθλάται και η πραγματικότητα αλλοιώνεται. Στο διάδρομο του σούπερ-μάρκετ. Σε κοίταξα. Με κοίταξες. Το καλάθι μου είχε μέσα μόνο μια ντουζίνα αβγά κι ένα κουτί πικρό, σκέτο κακάο.

Νομίζαμε πως ξέραμε, τότε, μα τελικά δεν ξέραμε τίποτε. Κι όσο μεγαλώνω, τόσο λιγότερα συνειδητοποιώ πως ξέρω. Πονάει το στομάχι μου. Έπρεπε να είχα βρει το θάρρος να σου το πω όσο ήταν καιρός, γιατί τώρα είναι αργά. Δε φοβάμαι τη μοναξιά, φοβάμαι την τάση μου να βρίσκομαι σε δωμάτια όπου όλοι κοιτάνε τα παράθυρα και κανένας τους τοίχους. Είναι δύσκολο να με καταλάβεις, έχω ένα κάρο παράξενες συνήθειες- το ξύπνημα από το άγριο χάραμα, τη διαρκή υποθερμία μου, το προκλητικό μου χιούμορ. Ψάχνουμε βενζινάδικο. Είναι αργά τη νύχτα -δύο; τρείς; δεν θυμάμαι ποιοί είμαστε στο αυτοκίνητο. Πηδάω έξω, βάζω μόνη μου με την αντλία. Πού το έμαθα αυτό; Εγώ με το ζόρι ήξερα να οδηγώ. 

Όταν πήρα πρώτη φορά το αυτοκίνητο, η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που πίστευα με σιγουριά πως θα έκανα εμετό πάνω στα πόδια μου ξεπαρκάροντας. Γνώριζα αυτή την αίσθηση -καταστροφή, επερχόμενη, το θυμόμουν καλά, ήμουν παιδί με έντονα προαισθήματα που δεν βγήκαν ποτέ λάθος και σε θυμάμαι να μου το λες στην κηδεία, να ζητάς συγγνώμη που με κορόιδεψες- και με βεβαιότητα περίμενα να γίνει, σπρώχνοντας τη μέση μου πάνω στη θέση του οδηγού, σαν να περίμενα να με αγκαλιάσει πίσω. Δεν ήρθε, όμως. Πήρα το αυτοκίνητο και το γύρισα ακέραιο, όπως ακριβώς έφυγε από τη θέση κάτω από το σπίτι μας. Η πραγματική καταστροφή συνέβη δυο μήνες μετά, αφού είχα φύγει κι ήμουν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι. Σε πήρα τηλέφωνο και ούρλιαζα, θυμάσαι; Ο πατέρας μου πρέπει να νόμιζε πως διέλυσα τα πόδια μου, όπως εκείνος στα τριάντα του, πως είχε δίκιο τελικά. Μα εγώ περπάτησα και το ίδιο βράδυ, τρέμοντας ακόμα, εν μέρει από το τσίπουρο και τη βαλεριάνα που ανακάτωσα. Δεν ορκίστηκα πως δε θα ξαναοδηγήσω, γιατί είχα αρχίσει να μαθαίνω, τότε: η καταστροφή δεν σημαίνει τίποτα. Είναι, όπως όλα τα υπόλοιπα, αναπόφευκτη. Δεν χρειάζεται να τη φοβάσαι, τη στιγμή που τόσο χειρότερα πράγματα σέρνονται εκεί έξω και γδέρνουν με τα νύχια τους το ξανθό κεφαλάκι σου. Μου πήρε μέρες, όμως, να ξανακοιτάξω το δίπλωμα οδήγησης. Ως τότε ήμουν περήφανη, το είχα στη διάφανη θήκη του πορτοφολιού: μετά το ατύχημα, το καταχώνιασα στην μικρότερη τσέπη, ώστε να μην χρειάζεται μήτε εγώ να το κοιτάω.

Comments

Popular Posts