Οταν το παρτι τελειωνει

Όταν το πάρτι τελειώνει, μαζεύω το χάρτινο καπελάκι μου, το διπλώνω στη μέση κι ύστερα στα τέσσερα και το σπρώχνω βαθιά στην τσέπη μου και νιώθω γελοία. Όταν το πάρτι τελειώνει, το πάτωμα κολλάει με χυμένη σαγκριά και μυρίζει ξινίλα από το φτηνό κρασί του περιπτέρου, ένα σνίτσελ από κονφετί και μεταλλιζέ, πολύχρωμες κορδέλες και αηδιάζω να ακουμπήσω τα πόδια μου στο έδαφος από τότε που έκλεισα τα δεκαπέντε. Όταν το πάρτι τελειώνει, ξεμένουμε οι δυο μας στον καναπέ και δε σκέφτομαι τα μαλλιά μου που θα μυρίζουν τσιγάρο, μπάφο κι ιδρώτα, ούτε τις θερμίδες του αλκοόλ, ούτε καν τους λεκέδες ιδρώτα κάτω από τις μασχάλες μου, στη δανεική μπλούζα. Με κοιτάς. Τα μάτια σου είναι θολά, δεν εστιάζουν.
Όταν το πάρτι τελειώνει, θυμάμαι ότι κάποτε είχα αυτοεκτίμηση. Θυμάμαι τον καβγά στη γέφυρα και το αυτοκίνητο κάτω από το φροντιστήριο και την ναυτία, εμένα να ξερνάω στην τουαλέτα δίπλα στη γραμματεία, βογγώντας σιωπηλά για να μην ακουστώ. Θυμάμαι τους άντρες μπροστά από τη μπάρα, να κοιτάνε τον κώλο μου όταν γυρίζω να βάλω ποτά από το σημαδεμένο μπουκάλι. Το δικό μου είναι πάντα νερό, πίνω μόνο καφέ σκέτο και νερό στο όνομά κάποιου, καταπώς φαίνεται: δυστυχώς, είπαν, ήταν εξαρχής μια κακή συμφωνία. Παίρνω το μεροκάματό μου, το κάνω ένα μικρούτσικο χαρτάκι και το χώνω στο μπουφάν μου, το κάνω πάντα, αν ανοίξω τις τσέπες μου θα ξεχυθούν τα κακά της Πανδώρας, οι διάολοί μου. Δεν έχει καμία αξία για μένα, η ψωροπερηφάνειά μου. Δεν το χαλάω ποτέ. Το έχω ακόμα στο γραφείο μου, μαζί με τα ημερολόγια. Δεν θα το ήξερες.
Δεν ξαναπατάω ποτέ στο μαγαζί.
Όταν το πάρτι τελειώνει, σκέφτομαι πως έχω σιχαθεί να πηγαίνω σε πάρτι, έχω σιχαθεί να χορεύω πανομοιότυπα με κάθε μουσική, να μετανιώνω το ντύσιμό μου μόλις η πόρτα κλείσει πίσω μου, να ξεμένω σε ξένα σπίτια, να τραβάω τα πόδια μου από τα μποτίνια μου και να μη μπορώ να περπατήσω ολάκερη την επόμενη μέρα. Αναρωτιέμαι αν όλοι εσείς δεν έχετε- μήπως επειδή δε φοράτε μποτίνια; Ακόμα και τα μποτίνια σιχαίνομαι. Βλέπω τον εαυτό μου από τώρα, να τρεκλίζει στον ανοιχτογάλανο δρόμο -πέντε και σαράντα, μην ελπίζεις, να είσαι σίγουρη- βλέπω τον εαυτό μου να κλείνει την πόρτα πίσω του όταν το σπίτι ήταν ακόμα και μύριζε μπογιά, ανάκατο στομάχι από τον άτσαλο μεσημεριανό ύπνο και μπερδεμένα όνειρα. Δεν ήξερα τίποτα, το συνειδητοποιώ τώρα. Άραγε τώρα ξέρω κάτι;
Κοιτάω τον καθρέφτη γενναία: κινείται λίγο πιο γρήγορα από εμένα, μα δεν με πειράζει. Δεν με νοιάζει που σέρνω τον εαυτό μου, με νοιάζει που ξέρω πως τα σιχαίνομαι. Ίσως του χρόνου σταματήσω να έρχομαι. Ίσως τρίτη-και-φαρμακερή, να το ξέρεις, μια μέρα θα σταματήσετε να με βλέπετε και αντί για ανάμεσά σας, να αναρωτιέμαι αν εσείς ξέρετε τον εαυτό σας τόσο λίγο όσο εγώ, θα είμαι στον καναπέ μου με τα πόδια στηριγμένα στον τοίχο και θα διαβάζω Προυστ. Ξέρω πως θα σηκωθώ και θα την κάνω, πάω σπιτάκι μου, γειά σας, δεν είμαι ανάμεσά σας πια. Δε δουλεύω στο μαγαζί, δεν πατάω στο φροντιστήριο, δεν τσακώνομαι για ένα τσιγάρο κι ένα ηλίθιο απόγευμα, όταν χαρακτηρίστηκα ψεύτρα και το αρνήθηκα, μην ξέροντας πως είμαι, ολότελα κι αληθινά, βαθιά, πραγματικά ψεύτρα. Απέναντί μου, απέναντί σας δεν με ενδιαφέρει τί είμαι. Δεν οφείλω σε κανέναν σας τίποτα, το αποφάσισα. Και γυρίζω σπίτι μου.
Αλλά σηκώνεσαι από τον καναπέ, τα μάτια σου εστιάζουν, έστω για λίγο και λες, θες να σε πάω σπίτι; Κι εγώ αναρωτιέμαι αν συνειδητοποιείς πού μένω, πού μένεις εσύ, έστω πού βρίσκεσαι τώρα, κάτι αλλά επιμένεις, ας λέω πως δεν χρειάζεται. Μου φοράς τη ζακέτα σου και τρεκλίζω έξω και μαζεύω το πόδι μου, να μη φανεί, σαν κουτσό γατί. Όταν το πάρτι τελειώνει, μη με πάρεις τηλέφωνο, ούτε εσύ, ούτε κανένας άλλος. Θα πάω στο σπίτι μου, με τα γατιά μου, με το ξεροψημένο, σχεδόν καμένο φαγητό και το βρώμικο, ζεστό μπαλκόνι και την υπομονή που έκανα μόνη μου αυτά τα χρόνια. Δεν θα το σηκώσω, ας είναι τέσσερις και μισή το πρωί, δε θα χρειάζεστε τίποτα, ούτε εσύ, ούτε κανένας άλλος. Ούτε εσύ, ούτε κανένας άλλος, γιατί θα φύγετε ακόμα κι αν είναι χαράματα και δεν θα μείνει τίποτα και εγώ θα κάνω πως δεν με πειράζει να μαζέψω όλα τα τασάκια και να σκουπίσω τα πατώματα και να πετάξω τα σπασμένα γυαλιά, θα σηκωθώ να φύγω. Δεν θα ξαναβοηθήσω σε κανένα πάρτι, θα κλείσω το κωλοτηλέφωνο, αυτό ήταν. Δεν θα πω στον εαυτό μου πως αντέχω. Δεν θα πω στον εαυτό μου τίποτα. Μπορεί να αφήσω τον εαυτό μου να μιλήσει, για αλλαγή.
Μάλλον ξεμεθάς στο δρόμο, θέλω να κλείσω τα μάτια μου και να σωριαστώ κάτω κι όταν φτάνουμε κάτω από την πολυκατοικία αποφασίζω πως δεν θα ξαναγίνει, δεν θα ξαναγίνει ποτέ τίποτα από όλα όσα έγιναν πέρσι. Βγάζω το καπέλο από την τσέπη -δεν ξέρω γιατί, ελπίζω να μην το θυμάσαι την επόμενη μέρα γιατί ήδη θέλω να χτυπήσω τον εαυτό μου που το έκανε, και πέφτουν αποδείξεις και υποσχέσεις και κονφεττί κι ένας Γενάρης με καρφιά στα πέλματα. Πέφτουν δύο πακέτα τσιγάρα και οι τελευταίες μου προσπάθειες να πείσω τον εαυτό μου πως άλλαξα, είμαι ίδια και απαράλλαχτη με τότε, ίδιο κορόιδο, ίδια εγωίστρια, ίδιο παιδάκι. Δεκαπέντε χρονών. Ποιός θα το έκανε αυτό σε ένα δεκαπεντάχρονο;
Όταν τελειώνει το πάρτι, με αφήνεις στην είσοδο της πολυκατοικίας μου και μετά, τι στο διάολο κάνεις, σκύβεις και με φιλάς στο στόμα; Κάνω ένα βήμα πίσω και λες, ήσουν η πιο όμορφη, πάντα ήσουν. -Βαρέθηκα να τσακώνομαι, δεν εννοώ τίποτα κι αυτό δεν πρέπει να το μάθει κανένας κι εκείνη η ελιά, ήταν πάντοτε εκεί;- Και σου λέω πως δεν θα ανέβεις πάνω, ούτε εσύ, ούτε κανένας και εσύ λες πως θα πάρεις αύριο, για να δω πως δεν είσαι σαν τους άλλους κι εγώ πάω για ύπνο και δεν ακούω το τηλέφωνο που χτυπάει, γιατί το έχω κλείσει κι ούτε που το θυμάμαι.

Comments