Στη Λαίλαπα


Θα μου ήταν πολύ πιο εύκολο να γράψω για το Μπουένος Άιρες. Τα τελευταία τρια κομμάτια που έγραψα ήταν για αυτό: τα πολύχρωμα σπιτάκια της Λα Μπόκα, τις βάρκες στον Ελ Τίγκρε, τη Ρεκολέτα και τις τεράστιες κοινωνικοοικονομικές διαφορές ανάμεσα στη μια μεριά της γέφυρας και την άλλη. Στα μάτια μου είχε καεί η εικόνα του μικρού κοριτσιού -ολότελα γυμνό πέρα από ένα φούξια, φωσφοριζέ βρακάκι- που καθόταν κατάχαμα και έπαιζε με ένα πλαστικό μπουκάλι. Ο οδηγός είχε περάσει βιαστικά, μια κι όλα έμοιαζαν να τρέχουν σε κείνη την πόλη, αλλά δεν είχα πάψει να το σκέφτομαι. Και, το πιο βασανιστικό, δεν μπορούσα να βρω τις λέξεις για να γράψω για αυτό. Τα κόκκινα πυρότουβλα, οι πλαστικές σακούλες στη θέση της κουρτίνας και της πόρτας, οι μανάδες, παιδιά Γυμνασίου με την κοιλιά τούρλα κάτω από τις κοντές μπλούζες τους κι οι βολβώδεις αφαλοί, τεντωμένοι από σκουλαρίκια-πεταλούδες με στρας, τα μπουκάλια πάνω στο τραπέζι παρά την εμφανή και προχωρημένη εγκυμοσύνη, τα πιτσιρίκια, τρια-τρια και, με κάποιο μαγικό τρόπο, όλα γελαστά, αρνούνταν να μπουν σε γράμματα. Ήταν σαν αίσθηση, σαν διακριτική μυρωδιά ή ένα σωματικό, διάχυτο πόνο. Η προσπάθειά μου να την αναπαράγω απέτυχε παταγωδώς. Έψαξα για τις εικόνες στο ίντερνετ και βρήκα λαμαρίνες και παραγκουπόλεις, μα όχι αυτές που είχαν παγιδευτεί πίσω από τους αμφιβληστροειδείς μου. Όποτε επιχειρούσα να το αποτυπώσω, δυσανασχετούσα: αισθανόμουν σαν να διψούσα, αλλά να μπούκωνα μια πάστα αντί για νερό, με αποτέλεσμα να υποφέρω περισσότερο και να αηδιάζω αντί να απολαμβάνω.

 Όχι, αποφάσισα να γράψω για εκείνη. Ήταν απόφαση της στιγμής, λένε πως, αν βιώσεις μια παρόρμηση να κάνεις κάτι, το μυαλό σου σού παραχωρεί πέντε δευτερόλεπτα πριν αρχίσει να παράγει δικαιολογίες, επιχειρήματα για να μην το κάνεις. Εγώ πρόλαβα να βάλω μια τεκίλα με ένα παγάκι, γιατί τα άλλα είχαν τελειώσει και ήδη ζαλίζομαι.


'Πέντε χρόνια!' Τα χέρια έψαχναν κάτω από το κολάρο του πουκαμίσου μου. 'Πέντε χρόνια.' Την είχα ξαναδεί, τη μικρή Κάτια, όταν τη γνώρισα δεν είχε κλείσει τα δεκαπέντε. Τα μαλλιά της είχαν μακρύνει και είχε βγάλει τα σιδεράκια -φορούσε εξωστοματικό για χρόνια κι αυτό, αν μη τι άλλο, την έκανε ντροπαλή κι απλησίαστη περισσότερο από τον κλειστό χαρακτήρα της.
 'Είσαι ίδια η αδερφή σου!' αναφώνησα όταν την είδα και περίμενα τις συνήθεις αντιδράσεις της, να τραβηχτεί και να υψώσει τον τοίχο που έβαζε πάντοτε ανάμεσα στον εαυτό της και τον κόσμο. Με κοίταξε στο πρόσωπο, δε γέλασε μα δεν συνοφρυώθηκε.
 'Έχεις καιρό να τη δεις', αναγνώρισε. Αντιστάθηκα στην παρόρμηση να ρωτήσω που ήταν η Νίνα, μα απάντησε μοναχή της. 'Λείπει, είναι στη Σουηδία. Για το Πανεπιστήμιο. Γυρνάει στην αρχή του εξαμήνου της.'


 Η Νίνα και η Κάτια ανέκαθεν έμοιαζαν με δίδυμες, μόλο που η Νίνα ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερη της Κάτιας κι ένα μικρότερη από εμένα. Ήθελα όσο τίποτα να δω πώς ήταν τώρα. Την είχα ψάξει απεγνωσμένα, μα είχε κλείσει όλα τα μέσα δικτύωσης- ή με είχε μπλοκάρει, ή χρησιμοποιούσε άλλο όνομα. Για να μην τη βρίσκουν οι εργοδότες; Ίσως για να μην τη βρω εγώ. Δε θα την αδικούσα. Υπήρξα μαλάκας, πολύ μαλάκας, στο παρελθόν. Είμασταν μαζί περισσότερα από δύο χρόνια δυο χρόνια, εκείνη στο σπίτι των γονιών της, εγώ για σπουδές. Ήταν μαλακή, τρυφερή σαν γατάκι, η Νίνα. Έκλαιγε με το τίποτα, μεθούσε με ένα ποτό, δεν άντεχε να δει ταινίες με πιστολίδι, ιατρικές επεμβάσεις ή ανίατες ασθένειες. Τα βράδια κρεμόταν στη γραμμή και μου έλεγε πως της λείπω.
 Ο πρώτος καιρός ήταν θαυμάσιος- μου έλειπε εξίσου, η ζεστασιά της στο κρεβάτι, οι διαρκείς αγκαλιές, η παραπονεμένη δήθεν φωνή όταν ζητούσε την προσοχή μου, το κατσούφιασμά της και τα γελάκια της. Ωστόσο, περνώντας ο καιρός, οι εναγκαλισμοί ξεκίνησαν να μου φαίνονται ασφυκτικοί, τα μπράτσα γύρω από το σώμα μου με έπνιγαν, το αίτημά της για ατελείωτες ώρες στο τηλέφωνο δεν ήταν πια βιώσιμο -όχι όσο λαχταρούσα μια φυσιολογική κοινωνική ζωή, μετά από ένα χρόνο σχεδόν με ελάχιστες εξόδους πέρα από το Πανεπιστήμιο και το σούπερ μάρκετ- και δυσκολευόμουν να απαντώ στα κλάματά της με συμπόνοια αντί για εκνευρισμό. Ο συγχρονισμός μας δεν ήταν καλός: εκείνη μόλις είχε μπει στο Πανεπιστήμιο. Ο συγκάτοικός μου κι εγώ γνωρίσαμε μια παρέα από κορίτσια.
Μια από αυτές, η Μέλια, έμοιαζε να είχε φυτρώσει από το πλευρό μου. Όλα της τα χούγια: οι άγρυπνες νύχτες, η συλλογή από διαφορετικές μπύρες στο σπίτι της, η μουσική που άκουγε, το ξύπνημα το μεσημέρι κι οι βόλτες στην παραλία, έμοιαζαν να συμπληρώνουν τα δικά μου. Βγαίναμε όλοι μαζί κι έπειτα ξεμέναμε οι δυό μας κι όλες μας οι συζητήσεις, ο χρόνος μας μαζί, έμοιαζαν να συγκλίνουν σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Ή, καλύτερα, σε μια γραμμή, στο μήκος της οποίας τα πάντοτε σαφή, μέχρι τότε, όριά μου συγχέονταν και τα συναισθήματά μου θάμπωναν, θόλωναν το ένα μέσα στο άλλο ή αμβλύνονταν τρομακτικά. 
 Σύντομα οι ομαδικές έξοδοι κατέληξαν σε προσωπικές και το ένα δεν άργησε να φέρει το άλλο. Η πρώτη φορά έγινε δεύτερη, η δεύτερη τρίτη και μετά από λίγο, συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να το πω στη Νίνα. Την πήρα τηλέφωνο: δεν επρόκειτο να τη δω μέχρι το τέλος του μήνα, παρόλο που είχε αγοράσει ήδη εισητήρια για να έρθει να μείνει μαζί μου εκείνο το σαββατοκύριακο. Δεν μπορούσα να περιμένω. Της τα μάσησα -εξαρχής, η αντίδρασή της δεν ήταν καλή- και στο τέλος το έφτυσα. Το χειρότερο δεν ήταν οι φωνές, οι βρισιές μήτε τα κλάματα. Όχι- το χειρότερο ήταν πως η Νίνα, αφού καταλάγιασε το ξέσπασμά της, επέμενε πως ήθελε να είναι μαζί μου. 'Θα το ξεχάσω', έκλαιγε. 'Θα το ξεχάσω. Σ'αγαπάω.'  Έπρεπε να την πείσω, στην κυριολεξία, πως δεν έκανα για εκείνη. Πως δεν έπρεπε να συνεχίσουμε. Πήρε μέρες. Έγινα παρακλητικός, έγινα σκληρός. Την απέφυγα για βδομάδες, δεν το σήκωνα ή της έλεγα πως δεν μπορούσα να μιλήσω. Στο τέλος πήρε το μήνυμα. 'Δεν θα σε ξαναπάρω', μουρμούρισε άχρωμα ένα σούρουπο, στο ακουστικό. 'Δεν ξέρω τι να κάνω, άλλο. Υποθέτω πως αυτό ήταν.' Μέσα σε μέρες, εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Από τα σόσιαλ, από τα πάντα. Την έψαξα δυο-τρεις φορές, εκείνη τη χρονιά μα δε βρήκα τίποτα.
 Όσο για τη Μέλια, τα κοινά μας έμειναν στο περιστασιακό σεξ και τις κουβέντες μας κι οι ομοιότητές μας κράτησαν λίγο περισσότερο από ένα πασχαλινό βεγγαλικό. Τέσσερα-πέντε πηδήματα ακόμα, κανένα τσιγάρο και φάσεις σκόρπια, σε κάποια πάρτι κι ύστερα δεν ξαναμιλήσαμε για φιλοσοφία, για μουσική, τελικά για τίποτε.


Μα αυτά άνηκαν πια στο παρελθόν κι όταν είδα την Κάτια στο δρόμο, τα χαρτιά για την πρακτική μου ήταν ήδη έτοιμα κι ο λογαριασμός μου γέμιζε. Είχα βάλει μυαλό στο κεφάλι μου -έτσι ήθελα να πιστεύω, τουλάχιστον- κι η επιστροφή στο πατρικό δεν ήταν όσο ασφυκτική περίμενα με την προοπτική πως με περίμεναν μήνες στο εξωτερικό, ίσως και χρόνια. Δεν είχα τίποτα να χάσω, ή τουλάχιστον, η αίσθηση ήταν αυτή. Καινούργια ρούχα, καινούργιο σώμα, καινούργιο μούσι, καινούργια τσέπη. Καινούργια ηρεμία, σιγουριά. Δεν ήμουν πια παιδάκι.
 Την ξαναείδα το βράδυ, κατά διαολεμένη σύμπτωση κι ήταν βαμμένη και ντυμένη στην τρίχα -η Κάτια, μπότα ως το γόνατο, τώρα κι αν δεν έμοιαζε στη Νίνα που απέφευγε αυτά τα ρούχα, αποστρεφόταν ο,τιδήποτε φανταχτερό ή 'βραδινό', καθώς τα χαρακτήριζε- με εκείνο το βαμμένο χάλκινο κεφάλι, μαλλιά που έφταναν ως τη μέση: γαμώ την καταδίκη μου, είναι η πρώτη φράση-σκέψη που αναβοσβήνει στο κεφάλι μου όποτε σκέφτομαι πίσω σε εκείνη τη βραδιά. 'Δεν θα με κεράσεις κάτι;' με ρώτησε σε τόνο που παρερμήνευσα ως φιλικό κι εγώ της πήρα ένα Ζόμπι, δεν περίμενα να πίνει Ζόμπι, η Μπέμπα, αλλά, γάμησέ το κι ύστερα υποβρύχια και πιο ύστερα ήμουν στο τραπέζι της και μιλάγαμε για κάτι κι ύστερα έξω.

 Θα το ομολογήσω, η συναναστροφή με την Κάτια είχε κάτι νοσταλγικό, ρομαντικό που μου θύμιζε μια εφηβεία σε ροζ και μενεξελιές ταράτσες, όταν ακόμη ταΐζαμε τις γάτες στο δρόμο με κονσέρβες του ενός ευρώ, καημένες γάτες, και μπαφάραμε συνθήματα της ακροδεξιάς στο δρόμο για το σχολείο. Είχε την αίσθηση από τις καινούργιες μου αρβύλες, όταν τις είχα πρωτοαγοράσει και τις φορούσα καθημερινά για ενάμισι χρόνο, τις άλλαζα μόνο στη Γυμναστική του σχολείου κι όταν έπαιζα μπάλα, ή του να φτάνει Κυριακή μεσημέρι, να αφήνω τα μισοτελειωμένα μαθήματα που θα ολοκληρώνονταν το πρωί, ανάμεσα στα διαλείμματα και να ξεκινάω για το σπίτι της Νίνας, ξέροντας πως θα πέρναγα όλο μου το απόγευμα στο κρεβάτι της με το χέρι μου μισοστουμπωμένο ανάμεσα στη μπανέλα του σουτιέν της και το ζεστό στήθος της. Κι ειλικρινά, μου είχε λείψει εκείνος ο εαυτός, ο πιο μικρός, που εντυπωσιαζόταν πιο εύκολα, που έκανε φιλοσοφικές συζητήσεις κι ήλπιζε να φύγει για το Πανεπιστήμιο που ήταν μια ενθουσιώδης κι αόριστη έννοια κι όχι βρώμικα αμφιθέατρα με μισοδιαλυμένα καθίσματα.

 Κι ο Θεός ξέρει πως δεν υπάρχει ισχυρότερος, μονιμότερος μαγνήτης από τη νοσταλγία.


Η Νίνα πέρασε στην Αρχιτεκτονική. Το ήθελε όσο τίποτε άλλο. Σχεδίαζε μανιασμένα, από χρόνια κι είχε ολόκληρους φακέλους με φωτογραφίες κτηρίων που τράβαγε η ίδια. Το έμαθα από ένα φίλο μας, από τη γειτονιά. Εγώ γύρισα για να κάνω την πρακτική μου και, όσο κι αν είχα τριγυρίσει στην πόλη μας -δεν ήταν δα και μεγάλη- δεν την πέτυχα ποτέ. Με την εξήγηση της Κάτιας, κατάλαβα γιατί.

 Αυτό που δεν καταλάβαινα ήταν πώς η Κάτια, που κάποτε ντρεπόταν να με κοιτάξει στα μάτια και χαιρετούσε κοιτάζοντας τυχαία αλλού, με έπεισε να την κεράσω τρεις σφηνάκια -τα οποία ήπια μαζί της- κι ύστερα να τη γυρίσω στο σπίτι σε μια κατάσταση αμφίβολης συνείδησης. Θυμόμουν ακριβώς το δρόμο, την πράσινη καγκελόπορτα με το κιγκλίδωμα σαν κυψέλες: είχα περιμένει δεκάδες, ίσως εκατοντάδες φορές κάτω από αυτό το σπίτι παρατηρώντας τα κάγκελα, παίζοντας με τα χέρια μου. Την βοήθησα να βγει από το αυτοκίνητο- δεν ήμουν μεθυσμένος, ούτε καν ζαλισμένος κι η παρουσία της σε συνδυασμό με τον δροσερό νυχτερινό αέρα είχε βοηθήσει να παραμείνω ξύπνιος. Εκεί, ίσως καταλάθος, ίσως επίτηδες, τύλιξε το χέρι της γύρω από το λαιμό μου κι έκανε μια κίνηση για το πρόσωπό μου, ποτέ δεν θα μάθουμε. Κι εγώ, ωσαν καλός σαμαρίτης, την κατέβασα απλά και μαλακά στην εξώπορτα και την άφησα εκεί, βεβαιώνοντας πως μπήκε στο σπίτι τους.

 Μήτε γιατί την ξαναπέτυχα κατάλαβα, και πήρε τον αριθμό μου και μου είπε να βγούμε για μια μπύρα κι εγώ δεν έδωσα πολλή σκέψη στο θέμα, οι πιο πολλοί φίλοι μου είχαν τελειώσει κι είχαν φύγει ή έμεναν στην πόλη των σπουδών μου και δεν είχαν πάρει ακόμη τα πτυχία τους. Πήγαμε στη Λαίλαπα, ένα μπαράκι με πολύχρωμα φανάρια που θεωρείτο κάτι ενδιάμεσα σε στέκι για μεσήλικες και αποδεκτό μέρος να βγει κάποιος και μοιραστήκαμε πατατάκια, χαχάνιζε, είχε περάσει όλα τα μαθήματά της, στερέωνε τα γυαλιά της στη μύτη της. Ο σκελετός θύμιζε μεγαλύτερη γυναίκα μα η επιλογή έμοιαζε εύστοχη παρά τυχαία και πήγαινε καλά στο πρόσωπό της, που ήταν αχνό στις άκρες, σαν της Νίνας. Μπορούσα να ρωτήσω πολλά πράγματα μα ήξερα ήδη αρκετά για εκείνη, τις δουλειές των γονιών της, την παιδική της ηλικία. Πολλές ιστορίες τις είχα ακούσει από μια διαφορετική πλευρά, με τη Νίνα στο κέντρο, είτε ως θύμα, είτε ως θύτη. Εκείνη τη νύχτα έμαθα πώς είχε σπάσει πραγματικά το χέρι της και για τον παιδικό τους ανταγωνισμό στην κατασκήνωση. Η Νίνα ισχυριζόταν πως η Κάτια προσπαθούσε να τρυπώνει παντού αλλά η Κάτια προσέφερε μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας, με τη Νίνα να τη διώχνει από τις παρέες τους γιατί πίστευε ότι την έκανε ρεζίλι. Η Κάτια ήταν διαφορετική. Η Κάτια ήταν ίδια. 

 Στο τέλος εκείνης της εξόδου, η Κάτια πλησίασε πολύ, πάρα πολύ κι εγώ είπα στον εαυτό μου, θα σε αγκαλιάσει, θα σε φιλήσει σταυρωτά και θα ξεμακρύνει μα εκείνη με κοιτούσε με αυτά τα μάτια, σαν να περίμενε και στο τέλος, αφού η φαινομενική αυτή αναμονή δεν έδειξε να της εξασφαλίζει κάτι άλλο, σφράγισε το στόμα της στο δικό μου.
 'Τι κάνεις;'
 'Τι κάνω;'
 ' Όχι, όντως, τι κάνεις;'
 'Τι κάνω;'
 'Κάτια, κατέβα κάτω! Πήγαινε σπίτι σου.'
 'Δεν θες;'
 'Τι να θέλω, παιδάκι μου; Είσαι αδερφή της πρώην μου.'
 Με κοίταξε με δυσπιστία. 'Αλήθεια τώρα;'
'Αλήθεια, ναι.'
 Η έκφρασή της παρέμεινε κάτι ενδιάμεσα σε παγερή και ψυχαγωγημένη, κι αυτό με έβγαλε εκτός εαυτού. 'Πρέπει να μάθεις να σέβεσαι κάποια πράγματα', την επέπληξα πνιχτά.
 Έβαλε τα γέλια. Με είχε εξοργίσει. Σηκώθηκα να φύγω, μα με κράτησε από το πουλόβερ.
 'Δεν έχεις καταλάβει, μου φαίνεται.'
 'Τι να έχω καταλάβει;' σάστισα.
'Η Νίνα θα γυρίσει σε τρεις μήνες και, ακόμη κι αν έρθει, σε διαβεβαιώ ότι δεν της καίγεται καρφί για εσένα.'
Άουτς.
'Πού το ξέρεις;' ρώτησα αυθόρμητα.
'Το ξέρω επειδή την κεράτωσες και την παράτησες πριν τρία χρόνια.'
'Ναι, αλλά.. Την έχεις ρωτήσει;'
'Τι να τη ρωτήσω;' γέλασε πάλι. 'Έχεις σκοπό να αρραβωνιαστούμε;'
'Τίποτα δεν έχω σκοπό να κάνω μαζί σου.' Σχεδόν τίποτα, σκέφτηκα ένα μισάωρο αργότερα, ξεκολλώντας από πάνω της. Προσπάθησα να της κουμπώσω το πουκάμισο. Ήταν αναψοκοκκινισμένη.
'Απλώς ήπιαμε λίγο παραπάνω, ξέφυγε το πράγμα', σχεδόν μονολόγησα. 'Δε συνέβη τίποτα.'
'Όλα καλά', συμφώνησε μαζί μου. Έβγαλε ένα τσιγάρο: από πότε κάπνιζε; Το στερέωσε στο στόμα της και βγήκε από το αυτοκίνητό μου σχεδόν βιαστικά μα, καθώς ξεμάκραινα, μου έκλεισε το μάτι. Στα μάτια της, έλαμπε μια περιπαικτική σπίθα. Φούντωσα.


 Αυτό που δε συνέβη, συνέβη ξανά και ξανά, μετά από μεταμεσονύκτια τηλεφωνήματα και βιαστικές, παρορμητικές αποφάσεις. Κάθε φορά, έμοιαζε να μην τη νοιάζει, θαρρείς ήταν σίγουρη πως αυτό που έπραττε δεν ήταν διόλου μεμπτό ή παράξενο. Και ποιός ήμουν εγώ για να αντιταθώ; αναρωτιόταν το διαβολάκι μέσα στο κεφάλι μου. Μα το αγγελάκι με κοίταγε ανήσυχο, όπως έκανε η μάνα μου, σαν να ρωτούσε, τι πας να κάνεις;

'Κάτια', τη ρώτησα κάποια στιγμή, 'δεν πιστεύεις πως αυτό που γίνεται δεν είναι σωστό;'
'Τι λάθος έχει;'
'Ξέρεις τι λάθος έχει.'
'Εγώ πιστεύω πως δε θα την ενοχλήσει.'
'Μήπως να της μιλήσεις;'
'Εγώ να της μιλήσω. Θα αλλάξει κάτι, όμως;'
'Έχεις δίκιο.' Κούνησα το κεφάλι. 'Δεν πρέπει να μάθει τίποτα.'
'Από εμένα δεν θα μάθει. Από εσένα να μην μάθει.'
'Θα έλεγα εγώ κάτι στη Νίνα;'
'Στη Νίνα όχι, στον υπόλοιπο κόσμο όμως, ναι. Δεν πρέπει να το μάθει κανείς.'
'Κανείς', συναίνεσα.
'Ούτε οι κολλητοί σου. Ούτε οι φίλοι σου.' Με κοίταξε επίμονα. Η φωνή της ήταν σταθερή. 'Κανείς.'
'Κανείς, σου λέω. Δεν θα το πω σε κανέναν.'
'Καλώς', απάντησε ξερά και, ξαφνικά, ήμουν εκνευρισμένος.

 Πράγματι, δεν το είπα σε κανέναν. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως αυτό που έκανα δεν ήταν ανήθικο, πως θα μπορούσα να το μοιραστώ με οποιονδήποτε φίλο, οποιαδήποτε στιγμή κι απλώς το απέφευγα από διακριτικότητα. Δεν το είχαμε συζητήσει και δεν ήμουν σίγουρος πως ήθελα να το συζητήσουμε. Κάπου, όμως, το στομάχι μου σφιγγόταν, αισθανόμουν ένα πλάκωμα στο στήθος. Δεν ήθελα να το παραδεχτώ, αλλά δεν κοιμόμουν πια τόσο γαλήνια.

 Η Κάτια με έπαιρνε τηλέφωνο, ζητούσε να με δει με μια φωνή κι ένα βλέμμα που δεν είχα ξαναακούσει και, όταν τελειώναμε, έφτιαχνε καφέ ή έπινε κρασί μαζί μου. Το Σαββατοκύριακο που έλειπαν οι δικοί μου, έμεινε δύο μέρες και μιλήσαμε για τα πάντα, χαζεύοντας τα αστέρια από το μπαλκόνι μέχρι ο ουρανός να νοτίσει μενεξελί και σχεδόν να αποκοιμηθούμε στις ξύλινες καρέκλες. Ζητούσε να ανέβουμε στο βουνό με το αυτοκίνητο και κούρνιαζε ήσυχη στον ώμο μου. Όποτε έστρεφα το βλέμμα μου σε εκείνη, τα σχιστά, μεγάλα μάτια της ήταν ανοιχτά κι αντανακλούσαν σαν φωτεινός καθρέφτης το σκοτάδι, όπως της γάτας. Όταν τη γύριζα σπίτι τους, πάντοτε με φιλούσε στο λαιμό, ανάμεσα στο σαγόνι και το μήλο του Αδάμ. Οι εβδομάδες περνούσαν.

 Κάποτε, έκρινα σοφό να την ενημερώσω για την πρακτική μου. 'Με πήραν με υποτροφία', της είπα, 'το εβδομήντα τοις εκατό πληρωμένο. Θα πάω στην Αργεντινή.' Περίμενα για την αντίδρασή της. Εκείνη με κοίταξε μέσα από τις βλεφαρίδες της.
 'Αργεντινή, ε;' γουργούρισε. 'Θα πάμε ταξίδι;'
 Για κάποιο λόγο, αισθάνθηκα μια ζέστη να απλώνεται μέσα μου, όπως το μελάνι ποτίζει στο νερό. Αντί για αυτό, στράφηκα στη λογική μου. 'Ξέρεις πόσο κάνουν τα εισιτήρια για Μπουένος Άιρες;' τη ρώτησα.
 'Ναι, αμέ.' Με κοιτούσε με μάτια που θα μπορούσαν να ανήκουν σε κουτάβι. Συγκρατήθηκα.
'Νόμιζα πως δεν κάναμε τίποτα.'
'Κάνουμε κάτι;' Το βάρος στη φωνή της ήταν απροκάλυπτο. 'Είμαστε κάτι;'
Δεν ήξερα να απαντήσω.
 Εκεί, ξεκίνησε η αγωνία.
Ξέρεις, η Κάτια μπορεί να ακούγεται συνηθισμένη, ως εδώ, μα δεν ήταν καθόλου. Μπορεί να μην είναι πειστικό το επιχείρημά μου: ποιός ερωτευμένος βλέπει το αντικείμενο της αγάπης του ως κοινότυπο κι ανιαρό; Αλλά εγώ ξέρω πως δεν είναι έτσι.

 Η Κάτια είχε έναν τρόπο να σε γαληνεύει. Όταν την έβλεπα μετά από έναν καβγά με τους δικούς μου ή ένα βουνό χαρτούρας για την πρακτική, μια διαφωνία με τους φίλους μου, όταν πήγαινα κουβά ή έμενα χωρίς λεφτά, πάντοτε μπορούσε να με ηρεμήσει. Καθόταν στα πόδια μου, βολευόταν καλά πάνω μου, έτσι που θα νόμιζες ότι ήταν εκείνη που χρειαζόταν να την καθησυχάσουν κι όχι εγώ και πάντοτε κατέληγα να αισθάνομαι ανακουφισμένος. Δυο ή τρεις φορές που τιναζόμουν στον ύπνο μου, καθώς κοιμόμασταν στο άδειο μου σπίτι, μέσα σε έναν εφιάλτη, είχε σηκωθεί, είχε φέρει νερό και με χάιδευε στην πλάτη ώσπου να κοιμηθώ. Δεν ξέρω τί περισσότερο ή λιγότερο περιμένουν οι υπόλοιποι μα για εμένα, που η συζήτηση για ορισμένα θέματα μου ήταν πάντοτε εξαναγκασμένη, άβολη και προτιμούσα να λύνω μονάχος τα προβλήματά μου, η σιωπηλή κατανόηση της ανάγκης μου για στοργή έλυνε τον κόμπο στο λαιμό μου. Με άφηνε πιο ελαφρή, πάντοτε. Μου δημιουργούσε μια αίσθηση αθέατης ασφάλειας με την παρουσία της, όσο διακριτική κι αν ήταν. Τα καστανοκόκκινα μαλλιά της μπλέκονταν παντού κι έμεναν στα ρούχα, το αυτοκίνητο και τα σεντόνια. Σύντομα, βρισκόταν παντού.

Ο διάβολος, λένε, έχει πολλά ποδάρια. Δεν έφτανε το όλο θέμα με τη Νίνα, τα οικονομικά μου, που πήγαιναν τρισάθλια-βοηθούσα στο μαγαζί μα δεν κατόρθωνα με τίποτα να μείνω μέσα στο μπάτζετ μου και έπρεπε να μου συμπληρώνουν οι γονείς ή να δουλεύω τα Σαββατοκύριακα- η προσαρμογή στο πατρικό μου, οι φίλοι μου που ήταν διασκορπισμένοι σε όλη τη χώρα κι η επικείμενη στρατιωτική θητεία. Όχι,  βέβαια: είχα αρχίσει να σκέφτομαι την Κάτια, όλη την ημέρα, κάθε μέρα. Να αποζητώ τη συντροφιά της, κουρασμένος, το απόγευμα ή να θέλω να μοιραστώ μαζί της οποιοδήποτε καλό νέο έφτανε στα αυτιά μου. Να μετράω ανάποδα τις μέρες, αυτή τη φορά με απέχθεια αντί για ανυπομονησία- δεκατρείς εβδομάδες, ίσα να τελειώσει το καλοκαίρι και θα χαιρετούσα την παλιά μου ζωή, θα την έσπρωχνα σε ένα σκονισμένο κουτί μαζί με ο,τιδήποτε πολυκαιρισμένο με είχε κουράσει, όλα αυτά τα χρόνια και θα ξεκινούσα ξανά. Ήλπιζα, κάπου βαθιά, να υπήρχε κάποια απάντηση έξω την οποία αδυνατούσα να εντοπίσω μέσα. Να στέριωνα: η δυσφορία που αυξανόταν εκθετικά όλα αυτά τα χρόνια φούσκωνε, με κίνδυνο να ξεχειλίσει.

  Όταν μας παρουσίασαν τις επιλογές για την πρακτική, κι ανάμεσά τους εκείνες σε χώρες του εξωτερικού, εστίασα στην πιο μακρινή. Άλλος ένας ή δυο είχαν ενδιαφερθεί: δεν ήταν μονάχα γελοία απομακρυσμένη, ήταν τρομερά ακριβή. Αλλά εγώ δούλευα ήδη από χρόνια, οι βαθμοί μου πληρούσαν τα κριτήρια για την υποτροφία και η οικογενειακή επιχείρηση πετούσε. Όταν με αποδέχτηκαν, αισθάνθηκα ταυτόχρονα τη φουρτούνα της φυγής και τον εφυσηχασμό ότι είχα μια διαφυγή, πέρα από την πόλη μας και τα μεγάλα αστικά κέντρα. Αλλά τώρα, όλα αυτά είχαν κάνει φτερά. Είχαν γίνει, Κάτια, Κάτια, Κάτια και, μόλο που προσπαθούσα να ξανακεντρίσω τα κίνητρα και τα όνειρά μου, αποκρίνονταν χλιαρά στην καλύτερη περίπτωση. Ήθελα να την πάρω, να πάμε διακοπές, να εξαφανιστούμε.

Το πιο κρυφό κομμάτι των ανικανοποιήσιμων αυτών φαντασιώσεων (εγώ και η Κάτια στο Μπουένος Άιρες, πλάι πλάι στο αεροπλάνο, γυμνοί σε ένα μικρό δωμάτιο, καταδικό μας) το βαστούσα μονάχα για τον εαυτό μου. Ήξερα -δεν ήξερα, διορθώνω τώρα, απλώς υπέθετα. Φανταζόμουν, κυλιόμουν στους ευσεβείς μου πόθους- πως κι εκείνη, μέσα της, λαχταρούσε να το πει. Σίγουρα πιο πολύ από μένα: εκείνη με έψαχνε πρώτη, εκείνη ρωτούσε αν θα πηγαίναμε κάπου το καλοκαίρι, εκείνη έστελνε γλυκόλογα και με φώναξε πρώτη, μωρό μου, εκείνη είχε ανοίξει την κουβέντα περί πρακτικής. Εγώ, ως πιο διακριτικός, ήμουν ασφαλής.

 Ή δεν ήμουν; Κοιτάζοντας πίσω, προσπαθώ να βρω τα σημάδια πως κάτι πήγαινε στραβά. Έχω εντοπίσει δύο ή τρία σημαιάκια μα τίποτα περισσότερο, ίσως να χρειάζονται περισσότερο χρόνο, δεν μπορώ να το πω με σιγουριά. Το μόνο σίγουρο είναι πως από τότε καταλάβαινα, μέσα μου, πως κάτι δεν θα δούλευε. Ξέρεις, πριν από ένα τσουνάμι, η θάλασσα τραβιέται. Πάει πίσω, πίσω, για χιλιόμετρα κι έχεις ελάχιστο χρόνο να τα μαζέψεις και να φύγεις πριν το νερό καλύψει τα πάντα. Πρέπει να είσαι βλάκας, να κοιτάς τη θάλασσα να έχει υποχωρήσει ολότελα και να μην κάνεις κίνηση να τρέξεις. Έλα μου, όμως, που ο έρωτας και η βλακεία συνδέονται άμεσα. Ξαφνικά, άρχισα να αναρωτιέμαι αν μιλούσε με άλλους. Αν έβλεπε άλλους: ποιός ήταν ο δήθεν φίλος στον οποίο αναφερόταν, που θα πήγαινε ντυμένη έτσι, αργότερα, γιατί βαφόταν τόσο; Στη σχολή της -Ψυχολογία, μόνο γυναίκες, ή μήπως όχι; Μήπως από τα διπλανά τμήματα, το Οικονομικό, την καλόβλεπαν και τη ζαχάρωναν, μια και ήταν πιο όμορφη από τις περισσότερες, αν όχι η πιο όμορφη; Είχε αυτές τις λευκές γαμπίτσες, τα μάτια αιλουροειδούς, το γεμάτο μπούστο μα μια μέση δαχτυλίδι, χωρούσε στο χέρι σου, ήταν ψηλή για κορίτσι μα απαλή στις γωνίες και διόλου άχαρη, έκανε χρόνια χορό, δεν ξέρω τί άλλο να σου πω για να σε πείσω. Το μυαλό μου τριγύριζε: είχε χρόνο και χώρο να το κάνει, αν μή τι άλλο. Ξεκίνησε να μετρά ποιός καλούσε πρώτος, ποιός έστελνε μήνυμα πιο συχνά, ποιός αποζητούσε πιότερο τον άλλο. Ποιός εκφραζόταν, αγκάλιαζε, ανοιγόταν περισσότερο. Ποιός φαινόταν πιο εκτεθειμένος. Σε αυτό το άνισο ζύγισμα, έμοιαζα πάντα να είμαι στο δυσμενές μέρος της ζυγαριάς. Ένιωθα πως καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα.

 Προσπάθησα να τραβήξω την προσοχή μου, αληθινά προσπάθησα. Προσπάθησα να σκεφτώ άλλα πράγματα, να κοιτάξω άλλες γκόμενες- όχι να μιλήσω σε καμία, με είχαν κουράσει και βαριόμουν θανάσιμα, απλά να τις βρω ενδιαφέρουσες και συγκινητικές. Προσπάθησα να της δείξω πως δεν είχε το πάνω χέρι. Μα δεν δούλευε, γιατί το είχε. Κι όσο πέρναγε ο καιρός, έπιανα τον εαυτό μου να είναι ο πρώτος που μιλάει, εκείνος που έβαλε τα κλάματα σε έναν καβγά, εκείνος που είπε, 'σ'αγαπώ' μια νύχτα στην παραλία, κάτω από τα αστέρια και πάλευε να αποδείξει στον εαυτό του πως ήταν ισότιμη θυσία με τη δική της, ένα απαλό, 'κι εγώ' στο αυτί μου και μια αγκαλιά στο πάνω μέρος του σώματος. Συνειδητοποιούσα πως την εξέταζα όταν παρατηρούσε το περιβάλλον, όταν γέλαγε, τα κλειστά της ματάκια και τα μικρά χέρια, πως έπιανα πολύ συχνότερα τον εαυτό μου να τη χαζεύει από όσο εκείνη εμένα. Η αίσθηση ανασφάλειας στο στομάχι μου δεν υποχωρούσε πια ποτέ. Αντιστρόφως ανάλογα, πρόσεχα πως η Κάτια μιλούσε λιγότερο, τηλεφωνούσε πιο αραιά, έλεγε λιγότερα. Το πρόσεχα γιατί δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Το πρόσεχα δίχως να ξέρω.


 Τούτες οι προφητείες βγαίνουν πάντοτε αληθινές. Δε γνωρίζω το λόγο, ίσως επειδή όταν πιστεύεις κάτι πολύ, αυτό συμβαίνει. Μια Παρασκευή, μετά από διακοπές κι εκδρομές κι αμέτρητα βράδια, δυο βδομάδες πριν την αναχώρησή μου, κάλεσε λέγοντας πως είχε κάτι να μου πει.
 'Πες το μου από εδώ', γύρεψα.
 'Δε μπορώ από εδώ.' Το στομάχι μου σφίχτηκε δυσάρεστα.
 'Γύρισε η Νίνα;'
 'Όχι. Δεν γύρισε η Νίνα.' Η φωνή της ήχησε παράξενη.
 'Πες μου', επέμεινα.
 'Βρες με κάτω από το σπίτι σου στις τέσσερις.' Και στις τέσσερις, άκουσα πως δεν ήθελε να το συνεχίσει. Ο καιρός πλησίαζε, δεν μπορούσε να αντέξει την απόσταση, ήξερε πως δεν θα το κρατούσε. Κι άλλα πολλά, που χάθηκαν στο βούισμα των αυτιών μου και το φλογισμένο δέρμα μου. 'Ξανασκέψου το', της απάντησα.
 Τα τηλέφωνα ξεκίνησαν μέσα στην εβδομάδα. Το πρώτο έφτασε από τον κολλητό μου από το σχολείο. Είχαμε μια βδομάδα να μιλήσουμε, όταν με πήρε και με ρώτησε, πας καλά; Στέκεις; Κι εγώ αναρωτιόμουν σε τι αναφερόταν, μέχρι που μου είπε, με την αδερφή της πρώην σου;
 'Πού το ξέρεις;' ρώτησα αποσβολωμένος.
 'Όλοι το ξέρουν. Είδα και τις φωτογραφίες.'
 'Ποιές φωτογραφίες;'
 'Την φωτογραφία που ανέβασε η Κάτια. Γιατί δεν μου είπες ότι είστε μαζί;'
 'Δεν.. Είχαμε πει ότι δεν θα το λέγαμε.' Η καρδιά μου βροντούσε στα αυτιά μου. 'Χωρίσαμε. Δεν..' Ξεροκατάπια. 'Πρέπει να βρω τη Νίνα.'

 Σχεδίαζα όλη την εβδομάδα τί θα της έλεγα μόλις κατόρθωνα να τη βρω. Πως είχε βγει βρώμα, πως με παρέσυρε εκείνη, πως έκανα ένα λάθος, πως το γούσταρα, γαμώτο, για αυτό το έκανα. Δεν άντεχα να έχει εκείνη την εικόνα για εμένα. Ο πρώτος της φίλος, τρία χρόνια μετά, πάει και την πέφτει σε ένα εικοσάχρονο που έχει βγει, στο κάτω κάτω, από την ίδια μήτρα με εκείνη. Είχα φρίξει.

  Ήμουν σίγουρος πως η αδερφή της τής είχε πει τα χειρότερα. Εκτός αν ακόμη δεν το ήξερε- μα ήταν δυνατόν να μην το ξέρει, αν υπήρχαν φωτογραφίες; Κι όμως, καμία φωτογραφία δεν ήταν ορατή. Έπρεπε, διαπίστωσα με οργή, να την είχε κλειδώσει, για να μην τη βλέπω ο ίδιος. Της τηλεφώνησα ξανά και ξανά. Δεν το σήκωσε ούτε μια φορά. Σκέφτηκα να πάω στο σπίτι της, αλλά ήξερα ότι μπορούσε να με αποφύγει, ακόμη και με αυτό τον τρόπο. Ούτε ήθελα να αναστατώσω τους γονείς της. Αρκετό χάος είχε προκληθεί, στην οικογένεια, εξ'αιτίας μου. Ντρεπόμουν για τον εαυτό μου. Πώς την είχα πατήσει έτσι;


Έτσι, κατέβασα μια άλλη ιδέα- άνοιξα το παλιό μου κινητό και βρήκα το σταθερό τους τηλέφωνο. Κάλεσα αργά το απόγευμα, την ώρα που, φανταζόμουν, όλοι θα βρίσκονταν στο σπίτι. Έπρεπε, το τουλάχιστον, να μιλήσω στην πρώην μου. Δεν ήθελα να αφήσω ανοιχτούς λογαριασμούς φεύγοντας, αυτό ήταν το βέβαιο.
 Το σήκωσε η μητέρα της.
'Καλησπέρα', είπα, προσπαθώντας να κάνω τη φωνή μου να ακούγεται πιο βαριά. Δεν περίμενα να με θυμάται- είχαν περάσει χρόνια, και δεν είχαμε ποτέ πολλά-πολλά. 'Είμαι φίλος της Νίνας από το σχολείο.' Προσευχήθηκα να μη ρωτούσε ποιός. 'Μου έκλεψαν το κινητό. Μπορείτε να μου δώσετε ένα τηλέφωνο να την πάρω, στη Σουηδία; Το δικό της το έχω, αλλά δεν πιάνει, κι έχασα τον άλλο αριθμό που μου είχε δώσει.' Σχεδόν λαχάνιαζα.
'Σουηδία;' ήχησε η φωνή της μάνας της, απορημένη, από την άλλη μεριά της γραμμής. 'Ποιά Σουηδία;'
 Όλο μου το αίμα βρισκόταν ανάμεσα στο λαιμό και το κεφάλι μου. 'Στη Σουηδία', άρθρωσα. Ακουγόμουν εντελώς ηλίθιος. 'Εκεί δεν είναι;'
'Η Νίνα δεν είναι στη Σουηδία. Είναι στη Λάρισα, στην ξαδέρφη της.'
Τί; Σφιχτόκλεισα τα μάτια, προσπαθώντας να σκεφτώ. 'Εμ, εντάξει, εντάξει', ψέλλισα βιαστικά. 'Μήπως είναι εκεί η Κάτια, να μου τη δώσετε;'
 'Ναι, μισό λεπτό', είπε η μάνα της, μάλλον παραξενεμένη. Τη φώναξε στη γραμμή. Δεν έχασα δευτερόλεπτο.
'Τί έκανες; Τί λες;'
'Τί λέω;' απάντησε βαριεστημένα.
 'Πώς το έμαθαν όλοι; Σε πόσους το είπες;'
 'Σε δυο-τρεις, μετά απλά μαθεύτηκε', απάντησε απλά. Η ανάσα μου είχε κοπεί.
'Είσαι με τα καλά σου;' τη ρώτησα αγριεμένος. 'Θα φαίνομαι σε όλους μαλάκας.'
'Μαλάκας είσαι', μου αποκρίθηκε, 'μαλάκας ήσουν πάντα. Ποιά Σουηδία, η Νίνα έχει παρατήσει τη σχολή από το πρώτο έτος, δεν περνάει τίποτα. Την τσάκισες εκείνη τη χρονιά.' Η φωνή της είχε παραμορφωθεί από το θυμό. 'Με εκείνο το τσόλι, μετά με την φίλη της από το σχολείο, νομίζεις δεν τα μάθαινα; Κι είχες το θράσος να ρωτάς για εκείνη και να κάνεις πως την ψάχνεις.'
 'Κάτια!' Ήμουν έντρομος. 'Εγώ-'
'Εσύ τί;' Συνειδητοποίησα πως, κατά πάσα πιθανότητα, με άκουγε ολόκληρη η οικογένειά της. 'Τα παράτησε όλα, εξαιτίας σου. Την τραβολόγησες τόσους μήνες. Μια της έλεγες πως την αγαπάς και μια να σε παρατήσει ήσυχο. Δεν της σήκωνες τα τηλέφωνα. Νομίζεις πως δεν το ξέρουμε;'
'Δεν ήταν έτσι', διαμαρτυρήθηκα. 'Στα.. Στα έχει πει όπως θέλει. Θα, να, θα την πάρω τηλέφωνο. Να της τα πω. Βασικά, όχι! Θα της πω για εσένα. Δεν ξέρει τίποτα το Νινάκι, ε;'
'Τα ξέρει όλα', γέλασε. 'Το ήξερε από την αρχή. Μου είπε, κάνε ο, τι θες, λίγο με νοιάζει πια. Και τώρα παράτα με και μη μας ξαναψάξεις.' Μου το έκλεισε στη μούρη.
 Αυτό ήταν. Σήκωσα τους ώμους. Αυτό ήταν.


 Χωρίς πολλά πολλά, μάζεψα τα πράγματά μου και έφυγα. Δεν είχα πολλούς να χαιρετήσω- οι φίλοι μου ακόμη έλειπαν, μονάχα δύο είχαν γυρίσει. Φυσικά, το είχαν μάθει όλοι. Άλλοι με ρώτησαν, άλλοι με είπαν μάγκα, άλλοι μαλάκα. Δεν είχα χρόνο να διορθώσω την υπόληψή μου. Οι γονείς μου δεν είχαν καταλάβει τίποτα. Δεν μιλιόμουν, μα, φαντάζομαι, υπέθεταν πως ο λόγος ήταν σχετικός με τη μετακόμιση. Δεν είχα αισθανθεί ποτέ περισσότερο μόνος.
Συνειδητοποίησα, έτσι, πως η Κάτια ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Ήταν όλα σχεδιασμένα, στρατηγικά υπολογισμένα, θα έλεγε κανείς. Δυσκολευόμουν και μόνο να το πιστέψω. Οι άνθρωποι σε απογοητεύουν, καμιά φορά.
Δεν επιχείρησα να βρω τη Νίνα ξανά. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο, πέρα από την πουτάνα την Κάτια. Ούτε την Αργεντινή, ούτε τη σχολή, την πρακτική, το νέο ξεκίνημα που ονειρευόμουν. Πουτάνα! Αυτό ήταν, αυτό περίμενα τόσο καιρό. Να κάθομαι βαριεστημένος, σαν ζαλισμένη μύγα, σε ένα αεροδρόμιο. Να σκέφτομαι αυτά τα μάτια- αυτά τα χέρια. Τα βράδια στο αυτοκίνητο και στην παραλία. Τον τρόπο που ένιωθα πάντα την καρδιά μου έτοιμη να σπάσει, την ανάσα μου να γλιστρά με βία από μέσα μου. Το κεφάλι μου να γυρίζει, το σκοτεινό, γατίσιο βλέμμα της. Χέρια κάτω από το κολάρο του πουκαμίσου: όχι πάλι την ίδια ανάμνηση. Η Λαίλαπα, εγώ κι εκείνη, στο τραπέζι πλάι στην πόρτα. Στρίβει ένα τσιγάρο. Θα σταματήσω να το σκέφτομαι. Γυρίζω την πόλη. Έχω ήδη βρει δυο φίλους. Θα τα καταφέρω.
 Θα τα καταφέρω, και νιώθω πιο μαλάκας από ποτέ. Ίσως να πρέπει να βρω τη Νίνα. Ίσως τότε δεν θα νιώθω πια έτσι, θα επανορθώσω.
 Βάζω ένα δεύτερο ποτήρι.

Comments

Popular Posts