Αβέρωφ 13


 Το Κορίτσι ήταν το μικρότερο από τους πέντε και το μοναδικό θηλυκό κι αυτός ήταν ο λόγος που τη φώναζαν έτσι, μολονότι το όνομά της ήταν Δάφνη Εφραιμία Μαύρου, ολάκερο. Ήταν επίσης το μόνο ξανθό, πέρα από το Βάγγο και το μόνο ψηλό, εκτός του Μανόλη. Καμιά φορά ο Πατέρας την κοιτούσε και μουρμούριζε, ψηλή κόρη βρήκα να κάνω, από τέσσερις γιούς και καταλάβαινε από τα σμιγμένα του φρύδια πως θα την προτιμούσε κοντή και λεπτεπίλεπτη, σαν τη Μαμά. Είχε σχεδόν φτάσει τη Μαμά στο ύψος, ας μην ήταν δύσκολο: την είχε ακούσει να λέει ότι ψήλωνε μέχρι τα έντεκα, και το Κορίτσι είχε περάσει τα δέκα. Σίγουρα θα την ξεπέρναγε, εκτός αν έπαυε κι αυτή στα έντεκα. 'Όταν γίνεις γυναίκα', έλεγε η Θεία, 'δεν ψηλώνεις πια πολύ.' Η ίδια η Θεία πρέπει να έγινε γυναίκα πολύ αργά, γιατί ήταν μεγαλοκαμωμένη και νταρντάνα.
 'Πήρατε από την οικογένεια τη δική μου, εσύ κι ο Μανόλης', έλεγε η Μαμά.

 Η οικογένεια της Μαμάς έμενε όλη μακριά, στα Δυτικά, στην Οδό Αβέρωφ 13. Το είχε γράψει μια φορά σε μιαν έκθεση κι είχε πάρει Άλφα. Το Άλφα ήταν καλός βαθμός, όχι σαν το Άλφα με ένα ή και δύο, αραιά και πότε, συν, στο πλάι του, αλλά καλός. Είχε κάνει δυο λαθάκια, είχε πει η Κυρία της, μα το άφησε έτσι, δίχως μείον, γιατί η έκθεσή της ήταν πολύ καλή και δημιουργική. Είχε γεμίσει δυο ολάκερες σελίδες για τη Θεία και το Θείο και τη Γιαγιά, τα Ξαδέλφια, τη Νονά και το Νονό και τους Κοτζακοπουλαίους, τα παιδιά της Νονάς και του Νονού που ήταν μεγάλα γιατί η Νονά κι ο Νονός κλέφτηκαν, λέει, όταν ήταν μικροί. Η Νονά της είχε πει πως έμενε στο Χωριό, που είχε παράξενο όνομα, Μαλούνι, Μιλούνι ή κάτι τέτοιο κι είχε γνωρίσει τον Νονό, που τον λέγαν Εφραίμ -για αυτό και το όνομά της, τελειώσαν τα ονόματα από τα σόγια και της δώσαν το όνομα του νονού- όταν ήταν δεκατεσσάρων. Τα δεκατέσσερα δεν έπρεπε να είναι πολλά, μα δεν ήταν λίγα. Ο Αντώνης ήταν πιο μεγάλος από δεκατέσσερα, ήταν δεκαέξι και μισό και δεν φαινόταν καθόλου έτοιμος για γάμους και κλεψίματα. Από την άλλη, δεν ήταν και μικρός: θα μπορούσε να έχει μωρά, γιατί είχε γένι και σήκωνε βαριά πράγματα. Τα μωρά ήταν βαριά.

 Η Θεία είχε μωρό: όχι αυτή η Θεία, η Αλεξία, που έμενε στην Οδό Αβέρωφ 13 μαζί με το Θείο, τα ξαδέλφια και τη Γιαγία. Η Θεία Νατάσα, που έμενε στη Λιβαδειά κι ερχόταν μόνο τα Χριστούγεννα. Είχε μια μικρή μπέμπα και μια πιο μεγάλη, που όμως ήταν κι αυτή μικρή και δεν μπορούσαν να παίξουν. Μόνο ένα κορίτσι ξαδέλφη είχε, τη Ναστάζια, που ήταν πιο μεγάλη κι ο λόγος που δεν έβγαλαν κι εκείνη Αναστασία, σαν τη γιαγιά και τη θεία. Πήγε να το γράψει κι αυτό στην Έκθεση, και για τη Θεία Νατάσσα και το Θείο Πάνο, αλλά ο Μανόλης της είπε πως πλατείαζε και της έσβησε με μολύβι, βάζοντας σε αγκύλες, τις δυο αυτές παραγράφους. Κι έκατσε να ξαναγράψει το Σκέφτομαι και Γράφω από την αρχή, παρόλο που της πήρε πολύ χρόνο και στο τέλος πιάστηκε το χέρι της από την προσπάθεια να κάνει καλά γράμματα. Άξιζε, όμως, τον κόπο, γιατί πήρε Άλφα και μόνο η Φιλομήλα την πέρασε, που πάντοτε έγραφε τους καλύτερους βαθμούς. Στήθος με στήθος, έλεγε ο Μανόλης, που σήμαινε ότι είχαν ανταγωνισμό μεταξύ των αλλά καμία δεν έβγαινε καλύτερη: όχι ακόμη, τουλάχιστον, αφού πάντοτε έπαιρναν σχεδόν όμοιους βαθμούς. Η Φιλομήλα έγραφε πιο καθαρά, έκανε τα πιο καλά γράμματα και η Κυρία πάντα έδειχνε τα τετράδιά της στην τάξη.
 'Εσύ είσαι πιο έξυπνη', έλεγε ο Μανόλης, 'από τη Μηλίτσα. Φαίνεται, γιατί στην Αριθμητική εσύ έχεις Άλφα ενώ η Μηλίτσα Βήτα. Όλοι μπορούν να γράψουν ωραία, αν προσπαθήσουν, με καθαρά γράμματα και καλό γραφικό χαρακτήρα. Μονάχα οι έξυπνοι, όμως, καταλαβαίνουν Μαθηματικά.'
 'Δεν είν'έτσι', διαφωνούσε η Μαμά, όταν τους άκουγε. 'Θα τα διαβάζει όλα, το κορίτσι. Έτσι πρέπει. Δες το Μπαμπά που σπούδασε Δικηγόρος. Δεν χρειάστηκε τα Μαθηματικά σε τίποτε.'

 Ο Πατέρας εργαζόταν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, μονάχα αυτό γνώριζε, το κορίτσι κι η Μαμά στο Μεσιτικό Γραφείο. Φεύγαν πρωί για τη δουλειά και γυρνούσαν νύχτα. Είχαν βγάλει κλειδιά στους μεγαλύτερους, μόνο, γιατί οι μικροί μπορεί να τα έχαναν μα τώρα γύρευε κι ο Μανόλης που ήταν δεκατριών να του κάνουν δικά του. 'Γιατί να έχουν ο Αντώνης και τα δίδυμα κλειδιά, μα όχι εγώ;' αντιπαρατίθετο. 'Δεν γίνεται να μη μπορώ να μπώ στο ίδιο μου το σπίτι.'
 'Εσύ θα πρεπε να γίνεις δικηγόρος', του ανταπαντούσε ο Πατέρας. ' Κι άφηναν μετέωρη μια υπόσχεση για ένα ζεύγος κλειδιά που όμως δεν είχε φτάσει ακόμη.

 Τα δίδυμα έφταναν πρώτα σπίτι, γιατί είχαν εφτάωρο αλλά δε μέναν στο Λοήμερο -Ολοήμερο, τη διόρθωνε πάντοτε η Μαμά, μίλα σωστά- ενώ το Κορίτσι έμενε, γιατί είχε πεντάωρο, ακόμη κι έφευγε όταν ερχόταν να την πάρει ο Μανόλης που πήγαινε σχολείο πλάι της. Άνοιγαν και λίγο πιο μετά ερχόταν ο Αντώνης κι έβαζε να φάνε, τα δίδυμα συνήθως έφτιαχναν τοστ, γιατί βαριόσαντε να μάθουν κι ο Μανόλης και το Κορίτσι ήταν μικροί ακόμη για να μπλέκονται με μαγειρικές κι ιστορίες. Ο Αντώνης ζέσταινε το φαΐ από τη χτεσινή μέρα ή έβαζε σνίτσελ ή ψαροκροκέτες -τί τις τρώτε αυτές τις αηδίες; ρώταγε ο Πατέρας μα συνέχισε να τις αγοράζει από τη Φροστέλ, το μαγαζί με τα Κατεψυγμένα. Μια φορά, ο Αντώνης είχε πει, όταν έβαζε ψαροκροκέτες στο φούρνο, πως ο μπαμπάς παράγγελνε ακόμα από εκεί γιατί είχαν κάτι μικρά μπουγατσάκια με γέμιση κρέμα και κανέλα που του άρεζαν μα είχε Ελάχιστη Παραγγελία (τούτο σημαίνει πως πρέπει να αγοράσεις αρκετά πράγματα κι όχι μονάχα ένα κουτί, της είχε εξηγήσει ύστερα) κι αυτά ήσαν πολύ φτηνά και δεν μπορούσε να αγοράσει δέκα κουτιά μπουγατσάκια.

Με αυτή την ιδέα -μετά την εξήγηση- το Κορίτσι είχε πνιγεί από τα γέλια, καθώς σκεφτόταν τον Πατέρα να γεμίζει τα ντουλάπια με κουτιά κουτιά μπουγατσάκια και το επικριτικό βλέμμα της Μαμάς, όπως πάντοτε που πήγαινε για ψώνια ο Πατέρας, γιατί αγόραζε, λέει, ένα κάρο πράγματα που δεν ήταν χρήσιμα. Η Μαμά δεν έλεγε ποτέ Άχρηστο ή Ψέμα, έλεγε πάντα Δεν Είναι Χρήσιμο ή Δεν Είναι Έτσι. Κι ο Πατέρας νευρίαζε κι έλεγε πως δε δούλευε όλη μέρα σα σκυλί για να μη μπορεί να αγοράσει αυτό που θέλει κι η Μαμά ανταπαντούσε ότι κι εκείνη δούλευε κι ο Πατέρας έλεγε πως αν ήθελε μπορούσε να μην είχε γυρίσει στη δουλειά και τότε δε θα τον στραβοκοιτούσαν όλοι της οι συγγενείς λες και δε μπορούσε να παρέχει για αυτούς μονάχος του. Κι η Μαμά έλεγε, Δεν Είναι Έτσι, αν ήθελε να μείνει σπίτι και να κάθεται να μην της έκανε τέσσερα παιδιά κι ο Πατέρας έλεγε ότι κι άλλοι είχαν τέσσερα παιδιά κι έπειτα φώναζε, Γαμώ το Κέρατό μου -δεν είχε, όμως, κάποιο κέρατο στο κεφάλι του ή πουθενά αλλού στο σώμα του ή εκτός του και το Κορίτσι δεν καταλάβαινε που ήταν, τέλος πάντων, εκείνο το κέρατο και μια φορά που είχε ρωτήσει τη Μαμά της είχε αγριέψει πως αν την ξανάκουγε να λέει βρωμόλογα θα της έβαζε σαπούνι στο στόμα. Κι επειδή η Μαμά δεν έπαιζε με αυτά και την είχε δει να το κάνει στον Κοσμά, μια φορά και φαινόταν μεγάλη αηδία, δεν το είχε ξαναναφέρει.

 Γαμώ το Κέρατό μου, φώναζε ο Πατέρας κι ήταν εκείνες οι φορές που νευρίαζε, δεν συνέβαιναν πολύ συχνά, ίσως μια φορά το μήνα, ή κάθε δυο μήνες, από ότι είχε υπολογίσει το Κορίτσι. Η Μαμά έλεγε, σώπα, παιδί μου, δυο φορές έχει γίνει. Μα είχε γίνει παραπάνω από δυο φορές και κάποτε που το Κορίτσι πήγε να διαφωνήσει, τη μάλωσε, της είπε, σώπα, παιδί μου, θα νομίζουν ότι σκοτωνόμαστε εδώ μέσα, μή σε ξανακούσω να λες ότι τσακωνόμαστε, κατανοητό; Το ίδιο που είχε πει όταν το Κορίτσι της είπε, παλιά, όταν ακόμη την έκανε η Μαμά μπάνιο στη σκάφη και δεν έκανε μόνη της, ότι σήμερα η δασκάλα είπε στο Νικολάκη ότι δεν γινόταν να δέρνουν οι γονείς τα παιδιά τους κι ήταν αντιπαιδαγωγικό, κακοποιητικό κι απαράδεκτο (είχε, βέβαια, ξεχάσει αυτές τις λέξεις κι έτσι είπε πως ήταν Πολύ Κακό όταν το εξηγούσε στη Μαμά). Κι η Μαμά κατσούφιασε και την έτριψε ακόμη πιο δυνατά με το σφουγγάρι, έτσι που το Κορίτσι έσκουξε και τραβήχτηκε κι είπε πως του Νικολάκη οι γονείς μπορεί να τον κάνανε μαύρο στο ξύλο με τη σανίδα μα εκείνη δεν ήταν έτσι και πως θα μπορούσε να είναι, θέλανε να δούνε; γιατί την είχανε τρελάνει εδώ μέσα, τόσα χρόνια, μεγάλωσε τέσσερα αγόρια σχεδόν δίχως βοήθεια και πολύ θα ήθελε να δει τη δασκάλισσα να κάνει το ίδιο κι ύστερα να αγορεύει για μοντέρνα παιδαγωγική και κουραφέξαλα.

  Η αλήθεια είναι πως το Κορίτσι δεν τις έτρωγε ποτέ με τη σανίδα κι ούτε την είχε ξανακούσει μέχρι που ρώτησε τη Μαμά και τον Πατέρα και της είπαν κι οι δυο πως τα δικά τους χρόνια, τα παιδιά τα χτυπάγανε, λέει, με πράγματα κι όχι με το χέρι κι έτσι στρώνανε χαρακτήρα, γιατί πόναγε πραγματικά -Μπαμπά, εσένα σε χτυπούσε με τη Σανίδα ο Παππούς Γιάννης; είχε ρωτήσει τον Πατέρα κι ο Πατέρας είχε πει, πώς, και με τη σανίδα, και με τη ζώνη, και καλά μου έκανε- κι έτσι τα παιδιά δεν κάνανε ζημιές, μήτε αντιμιλούσαν κι έβγαζαν γλώσσα. Στο δικό τους σπίτι, τους χτυπούσαν μόνο με το χέρι, που πόναγε άμα είχε πάνω τη βέρα, τόσο που, καμιά φορά, τους λυπούνταν και τη βγάζανε, ή με το σκοτόνι, που έτσουζε μα δεν πόναγε αληθινά.
 Η μονάδική φορά που είχε βγει ζώνη ήταν τότε που ο Κοσμάς έσπασε τη τζαμαρία των Βανετσιάν, τότε ο πατέρας τον είχε κάνει πού σε πονεί και πού σε σφάζει, παρόλο που η Μαμά Βανετσιάν, η Νουβέρ που στο κουδούνι τους τη λέγανε Δώρα και πάντα Δώρα συστηνότανε, μα η Μαμά έλεγε πως δεν τη λέγαν έτσι στα κανονικά, είχε πει πως δεν πείραζε καθόλου και πως ήταν ατύχημα. Κι ύστερα τον είχε σούρει δαρμένο και κλαμμένο, σπάνιο για τον Κοσμά, παρόλο που έκανε όλες τις σκανταλιές κι έτρωγε πάντα ξύλο, ποτέ δεν έκλαιγε ούτε τσίριζε όταν τον έδερναν, σαν τους υπόλοιπους, να ζητήσει συγγνώμη και να πει πως θα το πλήρωνε από το χαρτζιλίκι του. Κι επέμεινε, μέχρι που η Νουβέρ δέχτηκε, καταβεβλημένη από την επιμονή του και το αυστηρό βλέμμα του Πατέρα, που δεν είχε πει λέξη, μονάχα κοίταζε βλοσυρά: οι άλλοι τέσσεροι παρακολουθούσαν μουδιασμένοι από το παράθυρο της κουζίνας, που έβλεπε στην αυλή των Βανετσιάν.
  Την άλλη μέρα, η Αλίς είχε γυρέψει το Κορίτσι και της είχε δώσει κάτι μπισκότα που μυρίζανε παράξενα και της είχε πει πως η Μαμά της, η Νουβέρ, τα έδινε για τον αδερφό της κι ο Κοσμάς τα δέχτηκε σοβαρός, ίσως επειδή δεν ήθελε πολλά-πολλά από φόβο να μην το μάθει ο Πατέρας και τιμωρηθεί κι άλλο. Αλλά δεν τα έφαγε μονάχος του, τα μοίρασε ακριβώς στα μικρά, το Μανόλη,το Κορίτσι και τον αδερφό του, που ήταν λίγο μικρότερος, μια ώρα, μα μέτραγε για μικρότερος από τον Κοσμά στην ιεραρχία της οικογένειας κι εκείνος πήρε μόνο ένα και το μασούλησε αμίλητος. Το Κορίτσι το οσφράνθηκε, πριν το φάει και σκέφτηκε πως είχε αληθινά παράξενη μυρωδιά και πως ήταν Αρμένικο μπισκότο μα ντράπηκε να το πει γιατί ίσως ήταν ανόητη σκέψη και την κορόιδευαν και για αυτό το δάγκωσε απρόθυμα. Μα ήταν πεντανόστιμο, παρά την παράξενη μυρωδιά του, είχε γεύση βούτυρο, σαν αυτά από το περίπτερο, μα πιο ωραία.
 Είχαν μάθει, για το λόγο αυτό, να αποφεύγουν το θυμό του Πατέρα γιατί όταν είχε μπουρίνια δεν ήθελες να βρεθείς στο διάβα του, αυτό ήταν αλήθεια. Γιατί έβριζε, καμιά φορά βροντούσε το χέρι του στο τραπέζι κι έλεγε της Μαμάς πως είχαν πάρει πολύ αέρα και ξεχνούσαν ποιός ήταν η Κεφαλή του Σπιτιού κι αν ήθελε, μπορούσε να τους κλείσει όλους μέσα κι η Μαμά δεν έτρεμε καθόλου, μήτε ύψωνε τη φωνή, μονάχα στένευε τα μάτια της μέχρι που γίνονταν δυο μικρές-μικρές σχισμές. Κι έλεγε πως χωρίς εκείνη δεν ήταν η Κεφαλή κι αν ήθελε να το ανακαλύψει, μπορούσε να σηκωθεί να τους παρατήσει, η Μαμά και τότε θα Βλέπανε -το Κορίτσι, τα αγόρια κι ο Πατέρας, εννοούσε- αν μπορούσαν να ζήσουν μια μέρα δίχως εκείνη.
 Ο Πατέρας τότε πετούσε κάτι βρισιές, δεν ήθελε το Κορίτσι να τις πει ξανά, γιατί φοβόταν μην την άκουγε ο Θεός ή, χειρότερα, η Μαμά που πάντα καταλάβαινε αν σκεφτόσουν κάτι κακό και σε μάλωνε, ούτε που τις θυμόταν πολύ καλά κι όλας. Και αποκρινόταν πως χωρίς εκείνον, δε θα είχανε τίποτα και θα κοιμόντουσαν στα σανίδια, όχι αυτά που δέρνεις τον άλλονε ή ίσως ήταν τα ίδια; δεν ήξερε, το Κορίτσι, και πως η Μαμά δεν τον σεβότανε και δεν είχαν όλοι τις γυναίκες τους τόσο λάσκα κι έλεος, επιτέλους, με αυτούς τους νεωτερισμούς κι αν ήθελε, μπορούσε να την πάρει τώρα με το αμάξι και να την πάει να κάψει το σουτιέν της στο Σύνταγμα. Αυτό φαινόταν στο Κορίτσι λίγο αστείο μα η Μαμά δε γέλαγε καθόλου κι έλεγε πως δεν τη σπούδασαν με αίμα και ιδρώτα οι γονείς της Πολιτικό Μηχανικό για να υπακούει σε έναν άντρα και να κάνει τη δούλα κι αν ήθελε τέτοια γυναίκα μπορούσε να είχε πάρει την Καιτούλα και να έμενε στο Αγρίνιο. Τότε ο Πατέρας δεν απαντούσε τίποτα, μόνο έσμιγε τα φρύδια του που ήταν χοντρά και μαύρα και έριχνε κανένα αντικείμενο, όπως εκείνο το άσκημο καφέ βάζο, και το έσπαζε δίχως λέξη. Κατόπιν, η Μαμά τακτοποιούσε τα ψώνια εντελώς αθόρυβα, δεν ακουγόταν τίποτα, ούτε το τσίκι-τσίκι της σακούλας ή, αν δεν είχαν τσακωθεί για τα ψώνια,  καταπιανόταν με κάποια άλλη δουλειά. Στο τέλος, αν είχε σπάσει κάτι ο Πατέρας, το μάζευε και τα πράσινα μάτια της με τις μικρές, λεπτές γραμμούλες γύρω γύρω, σχεδόν πετούσαν μικρούς κεραυνούς. Κι αν τη διέκοπτες, ουέ κι αλίμονό σου, για αυτό εκείνες τις φορές έφευγαν και πήγαινε ο καθένας στο δωμάτιό τους και καμώνονταν πως διαβάζανε ή διαβάζανε αληθινά, ιδίως ο Κοσμάς κι ο Μανόλης ή παίζανε παιχνίδια.

 Η Μαμά κι ο Πατέρας, να λέμε την αλήθεια, δεν μάλωνανε και τόσο πολύ και όταν μαλώνανε, πάντα σμίγανε κι ήταν όλα κανονικά. Δε συμφωνούσαν σε όλα- στα ψώνια, στα λεφτά, που ήταν κουβέντα για μεγάλους και δεν την καταλάβαινε, στις Εκλογές και στην οικογένεια της Μαμάς δεν τα βρίσκανε. Ίσως αν ο Πατέρας είχε οικογένεια να μην τα βρίσκανε ούτε στη δική του, αλλά ο μπαμπάς και η μαμά του είχαν πεθάνει πολύ παλιά και δεν είχε αδέρφια και πάντα γκρίνιαζε για αυτό στη Μαμά κι η Μαμά του απαντούσε ψυχρά και με κάποια περιφρόνηση. Τότε ο Πατέρας κοίταζε ευθεία μπροστά και δε μιλούσε και το Κορίτσι σκεφτόταν από μέσα του πως ήταν λίγο άσκημο που του κάκιωνε η Μαμά επειδή ήταν ορφανό, ας ήταν μεγάλο και πως εκείνης θα της έλειπαν ο Πατέρας κι η Μαμά ακόμη κι όταν πήγαινε εκατό χρονών και δεν έπρεπε ποτέ να πεθάνουν.
  Δεν ήξερε κανέναν που είχε πεθάνει, εκτός από τον Παππού, πολύ παλιά αλλά ακόμη μπουσουλούσε, με το ζόρι το θυμόταν και οι γονείς είχαν πάρει στην κηδεία μόνο τον Αντώνη κι είχαν αφήσει πίσω τα δίδυμα και το Μανόλη και το Κορίτσι με τη Θεία Νατάσσα που ήταν πολύ έγκυος και δε μπορούσε να πάει στη Λιβαδειά γιατί περίμενε να γεννήσει κι έμενε στο δωμάτιο των ξένων στο σπίτι της Θείας Αλεξίας μαζί με το Θείο, που πήγε στην Κηδεία. Αυτή την ιστορία της την είχε πει ο Βάγγος, εκείνη δεν είχε καμία μνήμη πέρα από τη Μαμά να κλαίει και τον Πατέρα να την βαστάει και να της λέει, σώπα, Αμαλάκι μου κι αυτό επειδή της είχε κάνει εντύπωση, γιατί τη Μαμά τη φωνάζανε πάντοτε Λιλή και ποτέ Αμαλία, γιατί δεν της άρεζε. Ήταν από τις φορές που μονιάζανε,  υπήρχαν κι αυτές: μονιάζανε για τις ταινίες και, πότε πότε, για τη μουσική, μόλο που δεν του έκανε και πολλή αίσθηση του μπαμπά η μουσική κι όλο έλεγε πως ήταν κουρασμένος και να κλείσουν αυτή τη φασαρία γιατί του είχαν ζαλίσει το κεφάλι και δε δούλευε όλη μέρα για να ακούει τέτοιο σαματά. Μονιάζαν στα ταξίδια, όταν πήγαιναν στο χωριό κι έπαιρναν το εφταθέσιο αυτοκίνητο και στρίμωγναν τους πάντες μέσα μαζί με τις βαλίτσες και αν ήταν πολλές οι ώρες, όπως τότε που πήγαν στον Κουμπάρο, στη Θάσο, η Μαμά τάιζε τον Πατέρα κι  ο Πατέρας άκουγε τη μουσική της χωρίς να γκρινιάζει. Κι υπήρχαν θέματα στα οποία πότε συμφωνούσαν και πότε όχι, όπως τα παιδιά και το σπίτι. Σε αυτά περνούσε συνήθως της Μαμάς, μόλο που ο Μπαμπάς φώναζε πιο πολύ ενώ η Μαμά τον κοιτούσε και τα μάτια της έπαιρναν αυτό το παράξενο, σταθερό βλέμμα, σαν παγωμένη λίμνη και έσφιγγε τα χείλη της.
 Το παιδί ό,τι φόρεσε χαράμι, ό,τι έφαγε χαλάλι, έλεγε η Γιαγιά Αναστασία. Το Κορίτσι δεν πολυκαταλάβαινε αυτό το γνωμικό. Όταν έκαναν τις παροιμίες στο σχολείο και η Κυρία τους είχε ζητήσει να πάνε από δέκα και να τις διαβάσουν στην τάξη, ντράπηκε να ρωτήσει. Ο Αντώνης έλεγε πως σημαίνει πως είναι δύσκολο το να μεγαλώνεις παιδιά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το άκουγε, η Μαμά το ανέφερε συνέχεια, όταν έκανε δουλειές κι αν ποτέ άφηνε το δωμάτιό της τσαπατσούλικο, έλεγε, κάλλιο να'χα κάνει πέντε αγόρια και το Κορίτσι στεναχωριόταν. Μα μετά θυμόταν πως η Μαμά διαμαρτυρόταν και για τα τόσα αγόρια και τις μπουγάδες και τα ασπρόρουχα και την τουαλέτα, που ήταν μια για τόσα άτομα και ήθελε συνέχεια πλύσιμο. Ο Πατέρας ζήταγε χρόνια να πάρουν γυναίκα μα η Μαμά πάντα παρεξηγιόταν κι έλεγε πως τη θεωρούσε ανίκανη και πως, αν κουνούσε κι εκείνος λίγο το χεράκι του, θα τα προλάβαινε πιο καλά. Και τότε ο Πατέρας έλεγε πως μαγείρευε κι έφερνε τα ξύλα και σφουγγάριζε τόσες φορές κι η Μαμά έλεγε, δεν αρκεί κι ο Πατέρας σκοτιζόταν, απαντούσε ένα, άσε μας, ρε Λιλή.
Η αλήθεια ήταν, όμως, πως το Κορίτσι είχε πάει σε άλλα σπίτια και τα παιδιά δεν έκαναν απολύτως τίποτα, δεν έφτιαχναν το κρεβάτι τους κι ούτε ήξεραν να κάνουν μόνα πρωινό και περίμεναν τη μαμά τους. Όταν πήγε στο σπίτι της Έλσας, πέρσι κι έμεινε τη νύχτα και είδαν πολλές ταινίες, μια με κάτι σκιουράκια και τη Μικρή Γοργόνα, η Έλσα είχε πετάξει παντού τα ρούχα της πριν κοιμηθεί αντί να τα διπλώσει και να τα βάλει στο ράφι και το πρωί περίμενε τη μαμά της να της βάλει γάλα με δημητριακά. Η Έλσα ήταν μοναχοπαίδι, σαν τη Μηλίτσα και την Αλίς, δίπλα, πράγμα σπάνιο. Σχεδόν όλοι που ήξερε είχαν δύο, τρία, σαν τις Θείες, ή και περισσότερα παιδιά. Η Έλσα κι η μαμά της λέγανε πως ήθελαν να έχουν ένα παραπάνω παιδάκι στο σπίτι, εκείνη τη μέρα κι η μαμα της Έλσας ρωτούσε πώς τα έφερνε βόλτα η δική της μαμά. Η Έλσα ζήλευε λίγο, έλεγε μα το Κορίτσι ήταν σίγουρο πως αυτό ζήλευε περισσότερο εκείνους που δεν είχαν αδέλφια.
 Πέρσι, όταν είχε κάνει πάρτι η Μηλίτσα κι είχε καλέσει όλη την τάξη, ο Αντώνης την είχε πάει στο σπίτι της που ήταν μονόπατο κι είχε έναν μικρό κηπάκο μπροστά κι είχε κούνια και τσουλήθρα και όλα ήταν καταδικά της. Κι ακόμα, στο δωμάτιό της που ήταν ροζ και μεγάλο, όχι σαν του Κοριτσιού, που της έφτιαξαν πέρσι το πλυσταριό με ένα κρεβατάκι και διάβαζε στην κουζίνα, για να μην κοιμάται πια με τα αγόρια τώρα που ήταν κοτζαμάν γυναίκα κι ήθελε, όπως έλεγαν οι γονείς, το δικό της χώρο. Είχε ένα σωρό κούκλες και την παλετίνα κι όλα τα κορίτσια είχαν μαζευτεί τριγύρω και παίζαν και τη Μηλίτσα δεν την πείραζε- τόσα παιχνίδια είχε, άλλωστε, γιατί να την πειράξει; Και τα αγόρια κάναν κούνια ο ένας τον άλλο και έπαιζαν μπάλα στην αυλή και μετά η μαμά κι ο μπαμπάς της Μηλίτσας τους φώναξαν και τους μοίρασαν καπελάκια και πίτσα και παιδική σαμπάνια που είχε γεύση μήλο χυμό με φουσκίτσες. Κατόπιν, έκοψαν την τούρτα της Μηλίτσας που ήταν κι αυτή μεγάλη, όπως όλα στο σπίτι της, το σαλόνι και οι κρεβατοκάμαρες, ακόμη και τα έπιπλα κι είχε πάνω ζαχαρωτό γλάσσο με μια μάγισσα πράσινη και μια κολοκύθα. Το γλάσο δεν ήταν τόσο νόστιμο όσο η αφράτη γέμιση με παντεσπάνι και ροζ κρέμα, μα δεν ήταν αυτό που πείραξε το Κορίτσι.
 Όταν πήγε στο δωμάτιο να συνεχίσει το παιγνίδι με τις άλλες, είχαν πιάσει όλο το Κουκλόσπιτο και την παλετίνα και τις άλλες Μπάρμπι και τις Μπίμπι Μπο και για εκείνη είχαν μείνει μόνο κάτι μωρουδίστικα λούτρινα. 'Θέλω κι εγώ να παίξω', είπε στα κορίτσια.
 'Τα έχουμε πάρει όλα', είπε η Νάσια, που ήταν γλωσσού, χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει.
Το Κορίτσι κοίταξε τριγύρω για να βρει τη Μηλίτσα και να τη ρωτήσει αν έμενε καμία κούκλα για να παίξει και η ίδια. Ντρεπόταν, μεν, γιατί δεν ήταν και πολύ φίλες: πιο πολύ ανταγωνίζονταν, στους βαθμούς και στα παιχνίδια και ποτέ δε διάλεγαν η μια την άλλη στην ομάδα για το Γερμανικό και παίζαν πάντοτε αντίπαλες. Μα η επιθυμία της να παίξει με όλα αυτά τα ωραία παιχνίδια, που δεν θα τα είχε σε λίγες ώρες ήταν ισχυρότερη από τη συστολή της. Κι έτσι πήγε στο σαλόνι και την έψαχνε ώρα μα δεν τη βρήκε πουθενά και τρύπωσε ξανά στο δωμάτιο, κατάπιε τη ντροπή της και γύρεψε πάλι της Νάσιας να της δώσει καμιά κούκλα, να παίξει και αυτή.
 'Τι θες;' γύρισε η Νάσια απότομα, 'αφού δεν ξέρεις να παίξεις εσύ κούκλες, όλο αγόρια είστε. Να πας έξω να παίξεις, με τα αγόρια.' Το Κορίτσι ένιωσε σαν να έφαγε χαστούκι. Οι λέξεις, 'να πας έξω να παίξεις, με τα αγόρια' βούιζαν στα αυτιά της για ώρα. Ήθελε να μαζευτεί σαν κουβαράκι και να εξαφανιστεί. Σκεφτόταν πως μπορεί όλα τα κορίτσια αυτό να πίστευαν, ακόμη και η Έλσα και η Μαρούλα, που ήταν φίλες της. Δεν ήθελε να κάτσει άλλο στο δωμάτιο και να είναι ανεπιθύμητη, μα δεν ήθελε ούτε με τα αγόρια να πάει να παίξει, γιατί δεν ήταν αγόρι, αλλά ούτε κανονικό κορίτσι μπορούσε να είναι, αν δεν έπαιζε με τα κορίτσια. Έτσι, βρήκε μια γωνίτσα κι έκατσε και σκεφτόταν πως, όταν έρχονταν τα Χριστούγεννα, θα ζήταγε μια κούκλα καινούργια και δεν θα μπορούσαν να πουν όχι, η Μαμά κι ο Πατέρας γιατί δεν είχε πάρει κούκλα δώρο από πρόπερσι που της είχε φέρει η Νονά. Για αυτό είχε ξεχάσει να παίζει, παρηγόρησε τον εαυτό της με κάποια ένταση, επειδή δεν έπαιζε πια πολύ. Αν έπαιζε πάλι λίγο, θα θυμόταν και θα μπορούσε να παίζει με όλους και να μην κάθεται μόνη της στα πάρτι. Κι έμεινε εκεί μέχρι να έρθει ο Αντώνης να την πάει, και τη ρώτησε με καλοσύνη αν ήθελε να παίξει άλλο λιγάκι και να την περιμένει έξω, δέκα λεπτά
-θα κάπνιζε, σε αυτά τα δέκα λεπτά, ο Αντώνης. Το Κορίτσι το ήξερε γιατί τον είχε δει μια φορά αλλά αυτός την όρκισε να μην το πει σε κανέναν, να είναι το μυστικό τους και το Κορίτσι ήξερε πως ήταν κρίμα μεγάλο να ορκίζεσαι ψεύτικα και για αυτό δεν το είπε σε κανέναν-

μα αυτή ένευσε αρνητικά κι ο Αντώνης σήκωσε τα φρύδια κι ευχαρίστησε που την είχαν τη μαμά της Μηλίτσας και χαιρέτησε τη Μηλίτσα και τους γονείς της και το κορίτσι ευχαρίστησε κι αυτό μουρμουρητά, ας σκεφτόταν από μέσα του πως προτιμούσε να μην είχε πάει και, από όλη τη μέρα, άξιζε μονάχα η τούρτα. Ύστερα βγήκαν οι δυο τους στο δρόμο κι ο Αντώνης ρώτησε πώς πέρασε κι εκείνη είπε ξερά, καλά και ο Αντώνης αποκρίθηκε, σκέτο καλά; Και της έπιασε το πηγούνι, όπως συνήθιζε να κάνει, έστρεψε το πρόσωπό του προς εκείνη κι είδε τα μάτια της, που είχαν πλυμμηρίσει δάκρυα.
 'Τι έγινε, Δαφνούλα; Σε πείραξε κάποιος;'
 Το Κορίτσι δεν κρατήθηκε και του τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι, ανάμεσα σε ρουφήγματα της μύτης και πνιχτά αναφιλητά. Ο Αντώνης την κοίταξε σκεπτικός, μισογελαστός κι ύστερα της είπε, καλύτερα που ξέρεις δυο παιχνίδια αντί για ένα. Έτσι θα μπορείς να παίζεις με όλους κι όχι μόνο με τα κορίτσια. Και πως η Νάσια ήταν τσουκνίδα. Κι  ύστερα έδωσε ένα πενηντάδραχμο και της αγόρασε ένα γλειφιτζούρι κοκοράκι και το Κορίτσι παρηγορήθηκε και το έφαγε βιαστικά βιαστικά για να μην τη δουν η Μαμά κι ο Πατέρας και την άλλη μέρα, που ήταν Δευτέρα, παίξαν κανονικά στο σχολείο. Η Μηλίτσα ήταν χαρούμενη -είχε πάρει πολλά δώρα, είπε και θα τις καλούσε σπίτι της να παίξουν πάλι όλες μαζί.
 Η Μηλίτσα, κατά βάθος, ήταν καλή. Πολύ ανταγωνιστική, την αποκαλούσε ο μπαμπάς της, όποτε το συζητούσε στο τραπέζι, μα σίγουρα έξυπνη. Το Κορίτσι αισθανόταν την αθέατη απειλή, με αυτά τα λόγια, σαν να τις έβαναν δίπλα δίπλα κια να έπρεπε να μετρηθούν, σαν να έπρεπε να αποδείξει πως ήταν κι εκείνη Σίγουρα Έξυπνη: το πολύ ανταγωνιστική δεν την ένοιαζε, δεν το είχε για καλό. Ξεχώριζαν, στην τάξη τους, οι δυο τους. Έκαναν τα καλύτερα γράμματα κι έπαιρναν τους καλύτερους βαθμούς, πάντοτε Άλφα, μονάχα Άλφα. Ο Κύριος που τους έκανε Ιστορία έλεγε, οι δυο αυτές κοπέλες έχουν ωραία, ιστορικά ονόματα, βεβαίως! Φιλομήλα, η μητέρα του Πάτροκλου, σημαίνει πουλί, χελιδόνι. Κι η Δάφνη ήταν μια νύμφη που έτρεξε κι έπεσε στο χώμα κι έγινε φυτό, και τη βάζαν τώρα στις φακές.
  Ο Πατέρας πάντοτε επαινούσε το Κορίτσι κι έλεγε πως ήταν η καλύτερη, σε όλους. Την ευχαριστούσε, βέβαια, αυτό. Ο Πατέρας δεν παίνευε όλα τα παιδιά το ίδιο. Με τον Αντώνη ήταν πιο αυστηρός, γιατί τώρα θα έδινε τις Πανελλήνιες και τον δασκάλευε πως έπρεπε να διαβάσει πραγματικά αν ήθελε να μπει στο Πολυτεχνείο. Τον Μανόλη επίσης τον παίνευε, γιατί ήταν ο πιο διαβαστερός από τους πέντε και διάβαζε και το Κορίτσι, άμα είχε κέφια, παρόλο που τελευταία συχνά βαριόταν και την απόπαιρνε, της έλεγε πως είναι κοτζάμ γαϊδάρα κι έπρεπε να διαβάζει μοναχή της, τόσο μεγάλο παιδί. Με τον Κοσμά εύκολα αγρίευε, γιατί ήταν έξυπνος κι ενώ δε διάβαζε πολύ, έπαιρνε πάντα καλούς βαθμούς αλλά έμπλεκε συνέχεια σε μπελάδες. Έβγαινε πιο πολύ από όλους, αργούσε να γυρίσει, έπινε μπύρες, τσακωνόταν για τα πολιτικά κι είχε αποκαλέσει έναν καθηγητή του Φασίστα και Νεοναζί, με αποτέλεσμα να πάρει αποβολή.
'Δεν έφταιγα, μπαμπά!' είχε διαμαρτυρηθεί. 'Είπε πως ο τόπος είναι για τους Χριστιανούς κι όποιος δε θέλει το Χριστό, να γυρίσει πίσω στη χώρα του κι έχουμε δυο μουσουλμάνους στην τάξη!' Ο Πατέρας ξεφύσηξε, γέλασε κάτω από τα μουστάκια του κι είπε, μην ξανααντιμιλήσεις, σε παρακαλώ πολύ. Και τέλος ήταν ο Βάγγος, το δεύτερο από τα δίδυμα, ολόξανθος και με λεπτά, γυναικεία χαρακτηριστικά. Ο Βάγγος ήταν η επιτομή του, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια, έλεγε ο ίδιος. Με το ζόρι περνούσε τις τάξεις και, μικρότερος, τις έτρωγε με τη βέργα γιατί τα γράμματά του δεν διαβάζονταν. Ύστερα η Μαμά, που νευρίαζε που τον έδερναν στο σχολείο κι έκανε παράπονα στο διευθυντή, τον πήγε σε έναν ειδικό γιατρό που είπε ότι έχει Δυσλεξία. Ο κακομοίρης, προσπαθούσε αλλά ήταν σαφές πως δεν θα τελείωνε, είχε ακούσει τον Πατέρα να λέει μια φορά, όταν νόμιζε πως δεν τους άκουγε κανένας, μαζεύοντας τα πιάτα.
 'Κι αν τελειώσει, θα τελειώσει με δεκάρι, πάλι', είχε συμφωνήσει η Μαμά κι η στεναχώρια βάραινε τη φωνή της. Ύστερα, σαν να μετάνιωσε την τελευταία στιγμή, ψιθύρισε βιαστικά 'ησυχία τώρα, θα μας ακούσουν' και βγήκε βιαστικά έξω να τινάξει το τραπεζομάντιλο. Ο Βάγγος έβλεπε νηφάλια τηλεόραση, με τον αγκώνα του στα ξανθά μαλλιά του να στηρίζει το κεφάλι του. Έπαιρνε τα μετάλλια στο στίβο τρια τρια, όμως, το πουλάκι της, καμάρωνε η Μαμά, λίγο κουρασμένα. Ο Βάγγος σίγουρα το ήξερε πως σκέφτονταν έτσι για εκείνον, συλλογιζόταν το Κορίτσι, νιώθοντας ένα αγκάθι να τρυπά την καρδιά της. Ήταν τόσο καλός, όμως, που σίγουρα δεν θα τον πείραζε. Από τους τέσσερις, ήταν εκείνος που έπαιζε πάντα μαζί της, της είχε φτιάξει ένα σπιτάκι από κασόνια, στο χωριό και της έδινε το ποδήλατό του να κάνει.
 'Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο', μουρμούριζε ο μπαμπάς και της ανακάτωνε αφηρημένος τα μαλλιά. 'Εσύ θα κοιτάς να παίρνεις πάντα Άλφα.' Και λοξοκοιτούσε τον καναπέ, όπου κάθονταν τα αγόρια, δίχως να λέει κουβέντα.
 Το Κορίτσι σκεφτόταν όλα τούτα γυρίζοντας σπίτι με το Άλφα της να ανεμίζει. Ο Μανόλης δεν είχε έρθει να την πάρει- πράγμα περίεργο! κι επειδή πείνασε, είπε του Φύλακα, ενός νυσταλέου, χοντρού μύωπα με κάτι μεγάλα γυαλιά πως την περίμενε απέξω η Μαμά της, να, αυτήν εκεί, κι έδειξε μια τυχαία κυρία που έψαχνε το δικό της παιδί κι εκείνος της έδειξε την πόρτα σαν να λέει, φύγε. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη και το Κορίτσι βγήκε έξω και πήγε στο σπίτι, ήξερε το δρόμο κι άλλωστε ήταν πολύ κοντά, το σπίτι με το Σχολείο και χτύπησε το κουδούνι πολλές φορές, πρώτα με μούτρα, γιατί ο Μανόλης την είχε ξεχάσει, μετά με απορία κι ύστερα απλά με πείνα. Η κοιλιά της γουργούριζε. Έπειτα έκατσε κατάχαμα έξω από την πόρτα μα σύντομα αποφάσισε να ξαναχτυπήσει. Κόλλησε το δάχτυλό της στο κουδούνι, τιν-τον,τιν-τον, τιν-τον, τρεις φορές. Τίποτα, καμία απόκριση.
'Κορίτσι', άκουσε μια φωνή από το διπλανό σπίτι. 'Κορίτσι!' Γύρισε κι είδε την Κυρία Δώρα-Νουβέρ να της μιλά από το παράθυρο της κουζίνας τους. 'Δεν είναι οι δικοί σου σπίτι;'
 'Όχι', αποκρίθηκε αυθόρμητα το κορίτσι, πριν θυμηθεί πως δεν έπρεπε ποτέ, έλεγε η Μαμά, να λέει σε έναν Ξένο πως είναι μόνη της. 'Δεν είναι ξένος, η κυρία Νουβέρ', διόρθωσε με αυτοπεποίθηση τον εαυτό της από μέσα της. 'Μένει τόσα χρόνια πλάι μας.'
 'Μου ανοίγουν τα αδέρφια μου', έκανε με μια ανάσα, μη νομίσει η ξένη γυναίκα πως την είχαν παρατημένη. Οι γονείς της πάντα το έλεγαν αυτό. 'Αλλά σήμερα μάλλον δεν έχουν έρθει.'
 'Έχουν περίπατο, πήγε κι ο Χάρης μου', την ενημέρωσε η κυρία Νουβέρ. 'Όλο το Λύκειο και το Γυμνάσιο. Και σε αφήσανε απέξω, κακομοιρούλα μου; Έλα σπίτι να σου βάζω να φας.'
 Το Κορίτσι κοίταξε την κλειστή εξώπορτα, δαγκώνοντας τα χείλια της. Ντρεπόταν να δεχτεί, ντρεπόταν και να αρνηθεί. 'Έλα, έλα', την παρακίνησε η γυναίκα. Ζύγωσε το ξένο σπίτι. Η κυρία Νουβέρ χάθηκε από το παράθυρο και μετά από λίγες στιγμές, το Κορίτσι την άκουσε να ξεκλειδώνει την πόρτα.
'Έλα μέσα', η γυναίκα στένεψε τα μάτια για λίγο κι ύστερα θυμήθηκε, 'Δάφνη, έ; Δαφνούλα, είστε και πολλοί, εγώ τα έχω μόνο δύο.' Πήρε τη σάκα της και την άφησε στο χωλ. 'Βγάλε τα παπουτσάκια σου. Είναι η Αλίς μου μέσα, Αλίς! Έλα εδώ να πεις γειά της φίλης σου.' Η Αλίς έπαιζε μαζί της, καμιά φορά. Ήταν ένα χρόνο πιο μικρή μα πολύ έξυπνη, με ολόλευκα δόντια και μεγάλα, σκούρα φρύδια σαν τόξα πάνω από ολόμαυρα μάτια. Η Αλίς μπήκε στο χωλ κρατώντας μια ζωγραφιά.
 'Κοίτα, μαμά!' έδειξε χωρίς να κοιτάξει το Κορίτσι. Η ζωγραφιά ήταν ένα άλογο σε ένα στάβλο. Φαινόταν προχωρημένη για την ηλικία της, θαύμασε το Κορίτσι κρυφά. 'Γειά', είπε κατόπιν, 'θες να έρθεις μέσα να παίξουμε;'
 'Πάτε να παίξετε', είπε η κυρία Νουβέρ, 'θα σας φωνάξω σε λίγο για φαΐ.' Το Κορίτσι ακολούθησε διστακτικά την Αλίς.
 Το σπίτι της κυρίας Νουβέρ δεν ήταν μεγάλο: ήταν ακόμη μικρότερο, για την ακρίβεια, από το δικό τους, που μετά βίας χωρούσαν, μα η κυρία Νουβέρ είχε μονάχα δυο παιδιά.
'Παράξενο', είχε ακούσει τον Πατέρα να λέει της Μαμάς, 'συνήθως κάμουν πιο πολλά.'

 Ο κύριος Βανετσιάν κι η κυρία Νουβέρ κι η Αλίς κι ο Χάρης ήταν Αρμένηδες, είχαν έρθει από κάπου μακριά, δεν το καταλάβαινες με την πρώτη ματιά γιατί δε φορούσαν μαντίλα, σαν τη συμμαθήτριά της, την Αμίνα, ούτε τίποτα περίεργα ρούχα. Το Κορίτσι το είχε ρωτήσει στα αδέρφια της κι ο Μανόλης της είχε πει, είναι Χριστιανοί, χαζή, δεν είναι Μουσουλμάνοι. Ο Πατέρας έλεγε πως τα τελευταία χρόνια έρχονταν όλο μετανάστες στην Ελλάδα κι έπρεπε κάποτε να κλείσουν τα σύνορα, δεν ήταν κατάσταση αυτή, μα ήταν πάντοτε ευγενικός με τους Βανετσιάν και τους πήγαινε τα γλυκά της Μαμάς και καμιά φορά πήγαινε την Αλίς στο σχολείο μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά, όταν δεν προλαβαίνανε. Η Μαμά έλεγε, δεν φταίνε αυτοί που ξεριζώνονται -η Γιαγιά Αναστασία ήταν από τον Πόντο και πάντοτε μιλούσε για αυτό και βούρκωνε, και παρόλο που βούρκωνε κάθε φορά δεν έπαυε να το συζητά, πράγμα παράξενο- από τον τόπο τους, μα, πραγματικά, δε φτάνουν για όλους οι δουλειές μήτε η γη και κάτι πρέπει να κάνει, τέλος πάντων, η κυβέρνηση. Μα ήταν κι εκείνη υπέρ του δέοντος ευγενική και πάντα όταν τους έπιανε να λένε καμιά αγένεια έλεγε, θα τις φας, για αυτό το Κορίτσι δεν ανέφερε τίποτα από όλα αυτά και πήγε στο δωμάτιο της Αλίς και του Χάρη.
 Η Αλίς είχε απλώσει τα σύνεργα της ζωγραφικής της κατάχαμα και έφτιαχνε κάτι κατασκευές. Να, δες, της είπε, θα σου δείξω να κάνεις γερανό, και πήρε μια κόλλα χαρτί και τη δίπλωσε κι έφτιαξε ένα πουλί.
 'Αυτό είναι γερανός;' απόρησε το Κορίτσι.
 'Ναι', απάντησε με σιγουριά η Αλίς, 'κι αν φτιάξεις χίλιους, μπορείς να κάνεις μιαν ευχή, το μάθαμε στο σχολείο.' Το Κορίτσι είχε κάνει την τάξη της Αλίς αλλά δεν θυμόταν να το λένε πουθενά αυτό, ίσως να είχαν αλλάξει τα βιβλία. Παρακολούθησε πώς δίπλωνε το χαρτί η Αλίς και το μιμήθηκε, με αποτυχία τις δυο πρώτες φορές κι ύστερα το κατόρθωσε.
'Δες, το έκανα!' έδειξε χαρούμενη.
'Μπράβο', επαίνεσε η Αλίς. 'Θες να παίξουμε με τις κούκλες μου;'
Οι κούκλες της Αλίς ήταν λίγο παλιές αλλά πολλές και είχε το Κουκλόσπιτο, που λιμπίστηκε στο πάρτι της Μηλίτσας μα τελικά δεν κατάφερε να παίξει και σκέφτηκε τη Θεία Δίκη, που έλεγε ο Κύριος της Ιστορίας τους στο σχολείο και πως ήταν πράγματι δίκαιο που τώρα θα έπαιζε. Κάθισαν εκεί πολλή ώρα, η Αλίς ήταν καλή φίλη για παιχνίδι κι όλο κατέβαζε ιδέες, να κάνουν την Μπίμπι Μπο γιατρό και τη Σίντη να έχει πνιγεί και να της κάνουν ανάνηψη
-ξέρω πώς, γιατί ο μπαμπάς μου είναι γιατρός, είπε η Αλίς και το Κορίτσι σάστισε, νόμιζε πως ήταν Φτωχοί γιατί ο Πατέρας έλεγε πως αυτοί που έρχονταν από άλλες χώρες ήταν συχνά λαθραίοι, στιβάζονταν σε κάτι βάρκες και δεν είχαν, λέει, στον ήλιο μοίρα, αλλά οι γιατροί δεν ήταν φτωχοί. Ο Θείος ήταν γιατρός κι είχε μεγάλο σπίτι, στην Αβέρωφ 13 και ένα τεράστιο τραπέζι, οπού γευμάτιζαν όλοι, όταν επισκέπτονταν.
Η Άλις την άφησε να παίξει με όλα κι ήταν πολύ δεκτική κι όλο τη ρώταγε αν είχε καμιά ιδέα, πράγμα που τα αδέρφια της ποτέ δεν έκαναν, ούτε όταν ήταν μικρά κι ακόμη παίζανε. Ακόμη κι ο Μανόλης, ο παντοτινός της σύντροφος στα παιχνίδια, την είχε εγκαταλείψει κι όταν, πρόσφατα, του πρότεινε να πάρει τον Κεν κι εκείνη να έχει τη Μπάρμπι και να παίξουν Αντρόγυνο, το παλιό αγαπημένο τους παιχνίδι, θύμωσε κι είπε, άσε με, καημένη, που θα παίζω εγώ με Μπάρμπι. Και ρωτούσε, ακόμη, αν το Κορίτσι ήθελε να παίξουν τίποτα άλλο κι έβγαλε κι άλλα πράγματα από μια καταπακτή στη ντουλάπα, κάτι χτενίσματα και μπογιές για τα νύχια που φεύγαν με το νερό. Το Κορίτσι θέλησε να ανταποδώσει την καλοσύνη κι έβαψε τα νύχια της Αλίς, τα έκανε πολύ ωραία και μετά η Αλίς έβαψε τα δικά της και σκέφτηκε πως, αν τη μάλωνε η Μαμά, θα κράταγε το χέρι της κάτω από τη βρύση να της δείξει πως τα χρώματα φεύγανε με το νερό. Και μετά η μαμά της Αλίς τις φώναξε να φάνε λαχματζούμ κι εκεί το Κορίτσι αγχώθηκε, σκέφτηκε πως ίσως είχαν κανένα παράξενο φαγητό που δε θα της άρεσε και θα έπρεπε να αναγκαστεί να το φάει μα τελικά ήταν μια απλή λαχανόπιτα, σαν της θείας Νατάσας.
 Η μαμά της Αλίς ρώτησε πώς πήγε το σχολείο, τι έμαθαν σήμερα κι ύστερα τις χάιδεψε στα κεφάλια και τις φίλησε κι είπε, κουκλάρες, όμορφες γυναίκες, θα γίνετε κι έξυπνες, γιατί είστε καλές μαθήτριες και καλά παιδιά. Το Κορίτσι αναρωτήθηκε αν ήξερε η μαμά της Αλίς πως αν παινεύεις πολύ τα παιδιά παίρνουν άερα, έτσι έλεγαν οι γονείς της μα δεν είπε τίποτα για να μη γίνει αγενής. Κι έπειτα η μαμά της Αλίς είπε πως είχε τηλεφωνήσει στη Μαμά για να μην ανησυχήσει και της είπε πως ήταν εδώ και θα έτρωγε και πως οι δικοί της θα γύριζαν όπου νά'ναι, πως είχαν τα παιδιά περίπατο κι είχαν ξεχάσει να το πουν, συμβαίνουν αυτά και τότε άκουσε το αυτοκίνητο απέξω, πράγμα παράξενο, που σήμαινε πως η Μαμά κι ο Πατέρας είχαν γυρίσει στο σπίτι και μάλιστα νωρίτερα. Το Κορίτσι σηκώθηκε, είπε ευχαριστώ στη μαμά της Αλίς και στην Αλίς κι ύστερα κοντοστάθηκε στην πόρτα και την προσκάλεσε να έρθει να παίξουν στο σπίτι της όποτε ήθελε. Η κυρία Νουβέρ είπε στο Κορίτσι πως ήταν ευπρόσδεκτη όποτε ήθελε και θα μίλαγε με τη Μαμά για να παίξουν ξανά και πως μπορούσε να τη λέει Δώρα, σκέτο Δώρα, σαν να ήταν κι εκείνη δέκα χρονών. Το Κορίτσι χαμογέλασε γιατί δεν ήξερε τι να πει και σήκωσε τις αφέλειές του, που είχαν πέσει μέσα στα μάτια του. Κι ύστερα πήρε τη σάκα της και βγήκε έξω. Η Μαμά τη χαιρετούσε από μακριά, φορτωμένη με ψώνια. Είχε προλάβει να βρέξει, κι ο δρόμος ήταν γεμάτος με λακούβες, μεγάλες σαν λίμνες. Φαντάσου, σκέφτηκε το Κορίτσι, να είχαν μέσα ψάρια και παπάκια, πόσο πιο ωραίο θα ήταν!
 Κι έπειτα, σαν να της ήρθε επιφοίτηση, έβγαλε από την τσέπη της την Έκθεσή της, με το μεγάλο κόκκινο Άλφα επάνω, που έλεγε για τη Μαμά και τον Πατέρα, τα αδέλφια της, το Θείο, τη Θεία, τη Γιαγιά, τους Νονούς και το σπίτι στα Δυτικά, στην οδό Αβέρωφ Δεκατρία, που την είχε προσεκτικά διπλώσει για να μην τσαλακωθεί. Έκανε τις κινήσεις, όπως τις είχε μνημονεύσει, τσουκ, τσουκ, δυο κάτω, δυο πάνω κι έφτιαξε έναν όμορφο γερανό: οριγκάμι, τον είχε πει η Αλίς, διόρθωσε τον εαυτό της. Έσκυψε, τον έβαλε στη λακκούβα και περίμενε. Κι αυτός, ως δια μαγείας, επέπλευσε δίχως να ανεμίσει, σαν να πλατσούριζε σε μια μεγάλη, γκρι λίμνη.

Comments

Popular Posts