Η Νύχτα που Γνωριστήκαμε
Η Νύχτα που Γνωριστήκαμε ήταν πανομοιότυπη με όλες τις άλλες νύχτες του χρόνου, από την αρχή του μέχρι και την αποψινή, που θα βαρύνει στον ορίζοντα ύστερα από το δείλι. Έχω πολλές φορές προσπαθήσει να πείσω τον εαυτό μου πως τα άστρα ήταν διαφορετικά, αλλόκοτα ευθυγραμμισμένα κι οι γραμμές του σύμπαντος μέριαζαν για εμάς, μα μέσα μου ξέρω πως γελάω τον εαυτό μου. Ξέρω πως, στο ξεκίνημα κείνης της νύχτας, κοιτούσα τον ουρανό και μου ήταν οικείος και συνηθισμένος κι οι γαλαξίες μοιάζαν ίδιοι με πάντοτε. Λένε, ο άνθρωπος δεν φοβάται τίποτα αληθινά, πέρα από το απρόβλεπτο. Πέρα από την ιλιγγιώδη ταχύτητα με την οποία τα γεγονότα κυλούν σε διάσταση στο χώρο, σαν χάρτινα λουλούδια στην κορδέλα, που πληθαίνουν και πνίγουν το ένα το άλλο ή σκίζονται άγρια, τσαλακώνονται και χάνονται.
Ήταν απρόβλεπτη, η Νύχτα που Γνωριστήκαμε, όπως κάθε νύχτα που συμβαίνει το κάθε τί, όπως κάθε νύχτα που δεν συμβαίνει τίποτα. Έχω προσπαθήσει αμέτρητες φορές να γυρίσω πίσω, να καταλάβω πού πήγα λάθος. Να σκαρώσω τρόπους που θα μπορούσα να είχα μεταθέσει τα ουράνια σώματα διαφορετικά, να άλλαζα σειρά στους πλανήτες. Ίσως να έπρεπε να το είχα μαντέψει, ήταν τόσο ήσυχα: βιαζόμουν, τα μαλλιά μου είχαν λυθεί κι ήταν ανάκατα, η μπλούζα μου κολλούσε στην πλάτη, το πρόσωπό μου είχε φουντώσει. Δεν σκεφτόμουν τίποτε. Παλεύω να με πείσω πως είναι άσκοπο και πότε πότε τα καταφέρνω - μα δε με αφήνει η γνώση πως είδα όλα τα σημάδια και δεν το σταμάτησα.
Κι έπειτα, ήταν μικρά χέρια στο ταμπλό κι ο μόλος σαν ένα απέραντο γαλακτερό ποτάμι που άστραφτε κι ένα φεγγάρι σαν τραγανό μπισκότο, έτοιμο να το βουτήξεις μέσα. Ήταν πύρινα ηλιοβασιλέματα τα οποία προσποιούμουν πως δεν με έκαναν να θέλω να βάλω τα κλάματα και σούρουπα παχιά, βελουδένια, που δεν τελείωναν. Ήταν πόδια που δεν πατούσαν στα σκαλιά κι αργά βήματα, που έσερναν και τραβούσαν όλο μου το κουράγιο. Η ανοιχτή πόρτα του αυτοκινήτου κι εσύ να με κοιτάζεις με αυτά τα μάτια: τέτοια μάτια, είχες πει. Τέτοια μάτια, τα δικά σου. Είχες πει πολλά πράγματα. Αν ήταν η Νύχτα που Γνωριστήκαμε, απόψε, θα έλεγα στον εαυτό μου, ηλίθια, μην μπεις στο αμάξι. Μην οδηγήσεις. Δεν υπάρχει δρόμος.
Δεν υπάρχει δρόμος για σένα.
Όταν ακόμα σε είχα, η Νύχτα που Γνωριστήκαμε με τρόμαζε και συνάμα με γοήτευε, γιατί δεν θυμόμουν πώς ήταν πριν με ακουμπήσεις, μα σήμερα θα γύριζα και θα τραβούσα την παλάμη μου από τη δική σου.
'Δε φτάνει μόνο αυτό', είχες πει.
'Και τι θα έφτανε;' σε ρώτησα.
Ακόμα δεν έχω καταλάβει. Όλες οι συνθήκες ήταν ενάντιά μου, τότε, κάθε άγρια νύχτα, κάθε ωμό ξημέρωμα, σαν συρματόπλεγμα γύρω από τους καρπούς και πάλευα με λύσσα, έλεγα, δεν με νοιάζει. Εγώ θα το κάνω, θα τα κάνω όλα. Μα ο τροχός γύρισε -πάντα γυρίζει- κι όλα ήρθαν όπως τα ήθελα και δεν είχα πια θάρρος μήτε διάθεση να πολεμήσω. Ίσως αυτή είναι η μεγαλύτερη παράπλευρη απώλεια του πολέμου που γίνεται έξω : όταν σε είχα κάθε μέρα, δεν σε γύρευα μα τώρα που δε μπορώ να σε κρατήσω, διψάω.
ΜΥΡΤΩ ΖΑΡΑ


Comments