Απο Ερωτα
Είναι φορές που εύχομαι να είχα γεννηθεί πουλί, για να μπορούσα να πετάξω μακριά από αυτό τον τόπο. Κι αν όχι πουλί, έστω ψάρι: θα κολυμπούσα. Είναι προτιμότερο να είσαι πουλί παρά ψάρι, γιατί ο βυθός έχει πάτωμα, ενώ ο ουρανός δεν έχει ταβάνι. Μα, στην δική μου κατάσταση, δεν δύνασαι να προτιμάς.
Τα χαζεύω με τις ώρες, τα πουλιά, μέσα από το φεγγίτη. Καμιά φορά νταλντίζω και τρυπώ τα δάχτυλά μου μαντάροντας. Δαγκάνω τα χείλια μου για να μη βγάλω μιλιά. Η Ευτέρπη τσιρίζει, όποτε με πιάνει να ρουντίζω το χέρι μου από ατύχημα. Είναι από κείνους τους ανθρώπους με την εύθραυστη κράση, που νταρντανίζονται με το τίποτα. Σαν τη Μεταξούλα, που σκούζει όταν αντικρίσει ποντικό ή καμιά κουστερίτσα κι ανεβαίνει στην καρέκλα και σηκώνει τα φουστάνια της, σάματις η σαύρα θα γραπωθεί από κανέναν φραμπαλά. Από τα μικράτα μας ήταν έτσι, σιχασιάρα κι αλαφρωϊσκιωτη. Όταν ζούσε ο Πατέρας, τη μάλωνε που'καμε σαματά απο το κάθε τι. 'Πώς θα γίνεις μάνα', της έλεγε, 'αν δεν μπορείς να σφάξεις μια κότα, αν φοβάσαι όλα τα ζωντανά; Αν δεν μπορείς να δεις μια στάλα αίμα;' Μα η Μεταξούλα έγινε μάνα, ας μην την είδε ο Πατέρας κι είναι ακόμη ίδια κι απαράλλαχτη και τρέμει όποτε κανένα από τα τρία μου ανήψια βγάλει μια κοκκινίλα ή ένα εξάνθημα. Ως κι ο κουνιάδος μου, ο Γιωργής, την αποπαίρνει, μόλο που κι ο ίδιος μπλέκεται κι ανησυχεί για την ανατροφή των παιδιών. Η μεγαλύτερη κλείνει τα τρια -η Μεταξούλα γκαστρώθηκε δυο φορές απανωτά μόλις παντρεύτηκε κι είναι ξανά μωρομάνα- και με το ζόρι την αφήνουν να βαδίσει μονάχη και την παρακαλούν να κατεβάσει ένα πιάτο φαγί.
'Έλα, τζιέρι μου', ψιθυρίζει η αδελφή μου με το ένα από τα δίδυμα στον ώμο και το κουτάλι στο χέρι. 'Έλα, γαλιάντρα μου, φάγε λιγάκι' κι είναι τόσο ωχρή και κουρασμένη, με μαύρα στεφάνια γύρω από τα σκούρα μάτια της που ξεχνώ όλες τις παραξενιές, τις γκρίνιες και τις υστερίες της. Κι ενθυμούμαι πως το ίδιο μονάχη είναι με μένα, ας έχει άντρα και παιδιά. Οι φιλενάδες μας μείναν πίσω, κάποιες χαθήκαν και δεν ξανακούσαμε από δαύτες, ελπίζουμε να βρίσκονται κάπου στα αντίσκηνα των καταυλισμών κάτω στον Πειραιά ή να τρέξαν προς τα βουνά, όποτε το συζητάμε. Η Ξανθή μένει στην Κοκκινιά, έμαθε τη διεύθυνσή μας τυχαία, ρωτώντας εδώ κι εκεί γιατί θυμόταν το πατρικό του Γιώργη κι ήρθε να επισκεφτεί μια μέρα με μουστοκούλουρα στα χέρια. Ήταν κουρελιασμένη, πρέπει να μην είχε δεύτερη αλλαξιά κι αναρωτήθηκα -ντροπή μου!- ποιόν απαρακάλεσε για να πήρε τα μουστοκούλουρα, αφού ήταν φως φανάρι πως δεν θα μπορούσε να τα έχει αγοράσει. Εκείνοι μείναν όλοι μα έγερναν σε κάτι στρώματα καμωμένα πρόχειρα από τζίβα που είχαν πετάξει τα καράβια στη στεριά. Βρωμούσαν, έλεγε η Ξανθή κι επειδή κοιμόσαντε τόσο καιρό απάνω τους, από το μαλλί δεν ξεβγαζόταν η μπόχα κι η ψαρίλα. Δεν υπήρχε πουθενά νερό, πέρα από δυο πηγάδια και λούζονταν ένας ένας σε μια αυλή με μιαν αντλία, με τα μισοφόρια τους κι έπειτα ξεντύνονταν πίσω από μια λινάτσα που βαστούσαν δυο γυναίκες, σαν κουρτίνα. Μα γλίτωσαν κι η Ξανθή φαινόταν να το έχει κρυφή χαρά, παρόλο που καταφανώς λυπήθηκε όταν άκουσε για τη Μάνα και για το Λενάκι κι αναγνώρισα στο βλέμμα της πως σκεφτόταν το ίδιο που βολόδερνε βδομάδες στο μυαλό μου, πως είχαμε μείνει πια ορφανές.
Το τουλάχιστον, παλεύω να λογίζομαι, εμείς είμαστε παστρικές και τιποδεμένες. Το τουλάχιστον έχω εργασία και σπίτι κι Αρραβωνιαστικό. Δεν είμαστε στιβαγμένες στα αντίσκηνα, ανάμεσα στα πλεμάτια και τις ακαθαρσίες, με την ίδια φορεσιά εδώ και σχεδόν δυο μήνες και δίχως χαϊρι και φράγκο στην τσέπη, σαν την Ξανθή και τους γονείς και τον αδερφό της. Δεν εξαναγκάζομαι από την προσφυγιά να ανέχομαι χέρια ξένων αντρών να ψαχουλεύουν τα ποδάρια μου, ανάμεσα σε εκατό κατσιβέλια που ψάχνουν τις τσέπες μου για κέρματα, ακιντέδες κι ο,τιδηποτε άλλο από τα προσωπικά μου υπάρχοντα μπορούν να ξετρυπώσουν. Μήτε περιμένω στην ουρά για το συσσίτιο για να τρώω νερόβραστη σούπα στο τσίγκινο κιούπι που σκουριάζει απέξω και δεν αλλάζει την μουχλιασμένη μυρωδιά του, με όση δύναμη κι αν το τρίψω. Είναι αυτό που θα πίστευε η Μάνα, αυτό που θα ήθελε η Μάνα να σκέφτομαι κι εγώ προσπαθώ και εργάζομαι σε κάθε κόμπο του λογισμού μου με πείσμα, σαν να είναι οι χάντρες ενός βραχιολιού, την ώρα που εργάζομαι ή όταν ξαγρυπνώ. Μα τη στιγμή που ξεκινώ την προσπάθεια, θαρρείς το αίμα στις φλέβες μου γίνεται μολύβι και βαραίνει αβάσταχτα ολάκερο το κορμί μου, τόσο που δε μένει δύναμη για την παραμικρή σκέψη. Θαρρείς η ανάσα μου σβήνει πριν βγει και δεν μπορώ να τραβήξω ούτε μια παρήγορη ιδέα από τα μέσα μου για να αισθανθώ την παραμικρή ανακούφιση. Τους τελευταίους δυο μήνες, η καρδιά μου βρίσκεται πάντοτε στο υπόγειο, ακόμα κι όταν το σώμα μου δεν είναι εκεί. Αλλά εκεινο το υπόγειο δεν έχει παράθυρα και πόρτες και φεγγίτη, κι ο αέρας είναι πνιγηρός και δεν μπαίνει μήτε μια αχτίδα φως, δεν υπάρχει μια χαραμάδα.
Η μόνη χαρά μου, πέρα από τη Μεταξούλα, το Γιώργη και τ'ανήψια μου, αν και κρυφή, είναι οι επισκέψεις του Γιάννου στο εργαστήρι. Κλωστοϋφαντουργία, ο Μεταξοσκώληξ, γράφει με καλλιγραφικά κόκκινα γράμματα η πινακίδα στην είσοδο του ημιυπογείου και χαμογελώ από μέσα μου, γιατί μου φαίνεται αστείο που ένα κατάστημα έχει βαπτιστεί από ένα μαμούνι. Δεν το παραδέχομαι ούτε στον εαυτό μου μα, όταν έρχεται ο Γιάννος, είναι λες και το φως δεν είναι τόσο πενιχρό και τα δάχτυλά μου κουράζονται, για λίγο, ας μην εξαντλούνται με τίποτε όταν βρίσκομαι μόνη μου, ας έχουν ήδη γεμίσει ρόζους. Ξαποσταίνω, τότε. Βρίσκω ευκαιρία να πούμε δυο κουβέντες, αν και μου φαίνεται πρόστυχο να συζητώ με το μέλλοντα άντρα μου μπροστά σε εκείνες τις άγνωστές μου γυναίκες που κοιτούν με μισό μάτι, ταυτόχρονη περιφρόνηση και συγκαλυμμένη ζήλια τον καφέ που μου φέρνει σε χάρτινο ποτηράκι από το ζαχαροπλαστείον 'Αθηναϊς'. Πού ακούστηκε, σκέφτονται, άντρας να επισκέπτεται την αρραβωνιαστικιά του στον χώρο της εργασίας της και μάλιστα όταν είναι ράφτρα και να της φέρνει και καφέ; Κανένας άλλος δεν το κάνει, καταπώς φαίνεται, από τις λοξές ματιές τους. Να πω την αλήθεια, κι εγώ σεκλετίστηκα, την πρώτη φορά που συνέβη. Δεν τον επερίμενα και ξαφνιάστηκα, ντράπηκα και μαζεύτηκα πίσω από τον πάγκο μου. Δεν φάνηκε να τον στεναχωρεί. Γέλασε, μου τον άφησε κι έφυγε κι έμειναν ξωπίσω του οι υπόλοιπες εργάτριες και με λοξοκοιτούσαν.
Τίποτα δε φαίνεται να στεναχωρεί το Γιάννο. Μήτε πως είμαι φτωχή, μήτε Σμυρνιά, μήτε ορφανή, μήτε Προσφυγοπούλα. Μήτε άπροικη- από όλα, αυτό είναι το χειρότερο γιατί λένε πως πια κανένας δεν κοιτά το σπίτι και το όνομα, μα όλοι κόφτονται η γυναίκα να έχει δυο φράγκα στην τσέπη. Η Ευτέρπη το τονίζει συνέχεια, δίχως ιδιαίτερη αφορμή, καθώς σεργιανίζει και ρονεύει κατά τη μεριά μου κι εγώ μάχομαι την παρόρμηση να μαζέψω τα μπρισίμια και τους μουαρέφες στη μεριά μου για να μη βλέπει τι κάμω. Καταλαβαίνω τι αποσκοπεί και φέρνω στη θύμησή μου τη μορφή της Μάνας που, όποτε μας πείραζαν στο σχολειό, έσκυβε πάνω μας και δασκάλευε, 'μη σικλετίζεσαι, τζιέρι μου, για κάθε φανταγμένο. Θα σε καταλάβουν, γιαβάς - γιαβάς.'
Έτσι θα έλεγε, αν έραβε πλάι μου και θα μου έσαχνε με τζιλβέ τις μπούκλες που τόσα χρόνια μαχόταν να τιθασεύσει με φιογκάκια και μαντήλια ώστε να μοιάζω ευάγωγη και καλαναθρεμμένη. Και βαστώ την πεποίθηση -ας είναι ψέμα!- πως ντεμέκ θ'αναγνωριστεί με τον καιρό η αξία μου. Κατέχω πως δεν είναι πιθανό μα συνιστά μια παρηγοριά, θαρρώ, μια αντίσταση στη λαχτάρα μου να βροντήξω τα πεμπελίδικα παιδικά πασουμάκια που διόρθωνα και να πω της Ευτέρπης να πιάσει καμιά μπροστέλα, ποδιά ή όπως αγαπά να τη φωνάζει και να αφήσει τις αρσίζικες κουβέντες για κανέναν που δε ζούλευε όσο εκείνη τους ξένους αρραβώνες. Και πως, ενώ εκείνη δεν είναι ξένη μήτε άπροικη -συνήθιζε να κορδώνεται πως ο πατέρας της είχε τόσα στρέμματα στο Μαραθώνα και τόσα σπίτια δίπατα που τα νοίκιαζαν- δεν έχει βρεθεί να την πάρει κανείς, όχι επειδής ήταν άσκημη μα γιατί είναι κακιά γυναίκα, σχολιάζει τους πάντες, η γλώσσα της στάζει φαρμάκι κι είχε για όλα άποψη.
Ωστόσο, όταν έρχομαι στα συγκαλά μου, καταλαβαίνω πως, ακόμα και για την Ευτέρπη, τα λόγια αυτά είναι βαριά. Δεν είναι πράγματι μοχθηρή κι υπάρχουν μέρες που έχει όρεξη και τρόπους κι ακούω λόγια καλά: σπάνιες, μα υπάρχουν. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να προβλέψει τις διαθέσεις της. Έχει μια κέφια και μια μπουρίνια. Μια φορά θα μπει στο Υπόγειο χαμογελαστή και θα επαινέσει το εξαιρετικό, καθώς έλεγε, στρίφωμά μου και μια θα βροντά την πόρτα και θα φωνάζει, μίλα Ελληνικά, είσαι στην Αθήνα πια! Σμυρνιά, κι έχει πάντοτε το Σμυρνιά έναν τέτοιο τόνο υποτίμησης και περιφρόνησης που με κάμει να ντρέπομαι, θαρρείς έφταιγα εγώ, και το αίμα μου χοχλάζει. 'Υστερική', έχω ακούσει τις άλλες δυο να την αποκαλούν. 'Γεροντοκόρη, στρίγγλα'. Κείνες είναι λιγότερο γλωσσούδες μα με ενοχλούν χειρότερα γιατί δεν με περιφρονούν μονάχα, αλλά με λυπούνται και τίποτα δεν με προσβάλλει, δε με θίγει πιότερο από τον οίκτο των άλλων.
Τον βλέπω στα μάτια όλων τους, της Θείας Καλλιόπης, του Βελετζόπουλου, των εργατριών και της Ευτέρπης, των φιλενάδων της Θείας και των γονιών του Γιάννου. Θαρρείς ολάκερη η Αθηναϊκή κενωνία με λυπάται και με έχει σφαλίσει στο δωματιάκι με το μικροσκοπικό φεγγίτη για να μη με βλέπει, με τα κεπέγια αμπαρωμένα κι αγαπά μονάχα τα χέρια μου και τα αμοίβει με μια δραχμή. Το υπόλοιπο κορμί μου, από τους καρπούς κι απάνω, είναι για πέταμα ή για το σούρσιμο, την περιφορά στα διάφορα δρώμενα που αγαπά η Θεία Καλλιόπη. Τίποτε δεν δείχνει ν'αγαπά η Θεία Καλλιόπη όσο το να με δείχνει -εμένα, τη Μεταξούλα, τα υπόλοιπα ανήψια της και τα παιδιά των φιλενάδων της και δυο τρεις άπορες κεντήτρες από την Κρήτη που δούλευαν στο άλλο κατάστημα, όσο πιο δακρύβρεχτη η ιστορία, τόσο πιο απολαυστική η αντίδραση του κόσμου σε εκείνη, καταπώς φαίνεται.
Ξέρω πως όλες τούτες είναι σκέψεις αχάριστες κι άδικες, μα ακόμη και στις Γραφές ο Κύριος λέγει, "αναληθή χείλη είναι βδέλυγμα στον Κύριο, ενώ αυτοί που πράττουν την αλήθεια είναι δεκτοί σε αυτόν". Η Θεία Καλλιόπη μας βάζει να διαβάζουμε τις Γραφές κι άλλα Χριστιανικά κείμενα στον Κύκλο με τις υπόλοιπες ανύπαντρες ξαδερφάδες μου, κάθε Τετάρτη. Κι έπειτα, παρευρισκόμαστε σε κείνες τις συναντήσεις: καθόμαστε στους καναπέδες και πίνουμε τσάι και καφέ με άλλους 'αξιόλογους νέους'. Συναζόμαστε γύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι και συζητούν τα χαμπέρια της κοινότητας.
'Είναι για σένα ωφέλιμο, χρυσό μου, να συναναστρέφεσαι άτομα της τάξεως και του επιπέδου μας', λέει πάντοτε. Αμφισβητώ σοβαρά πως εκείνοι θεωρούν πως συγκαταλέγομαι στην Τάξη και το Επίπεδό τους γιατί με το ζόρι μου έχουν ρίξει έστω μια ματιά, πέρα από τις ξαδερφάδες μου κι εκείνο τον βαφτησιμιό του Θείου -που ποτέ δεν ακολουθούσε κείνες τις εξόδους, πάντοτε με κάποια μισοστεκούμενη πρόφαση, και δεν τον αδικούσα. Κείνος κάνει οφθαλμόλουτρο στις γάμπες μου, όπως ξεπροβάλλουν κάτω από τα δανεικά φουστάνια. Παλεύω να τις μαζέψω, να μη φαίνονται μα δίχως αποτέλεσμα. Βρίσκει πάντα μια γωνίτσα πετσί να ξεροσταλιάσει. Κάνει το στομάχι μου να γυρνά με το αηδιαστικό βλέμμα που μου ρίχνει κάτω από τα σκούρα, πελώρια φρύδια του. Η μάνα μου θα τον απόπαιρνε, γκιτ, ζάβαλη, που χασομεράς όλη μέρα στα μιντέρια. Το λέω από μέσα μου για να παρηγοριέμαι και κοιτώ αλλού, καμώνομαι πως δεν υπάρχει.
Η Μάνα θα τα θεωρούσε αστεία, τούτα τα καμώματα, μα για τους Αθηναίους μοιάζουν να είναι πέρα για πέρα αληθινά. Οι ξαδελφάδες μου παριστάνουν τις Μαρίες Μαγδαληνές με σταυρωμένους αστραγάλους και παλάμες στα γόνατα στη Σάλα κι έπειτα, μόλις μένουμε μονάχες, αρχινούν κουβέντες που δεν θα τολμούσαν μήτε να αναφέρουν μπροστά στη Θεία Καλλιόπη, πράγματα εντεψίζικα και σχεδόν αστεία. Όλες είναι ανηψιές που έχει αναλάβει και μονάχα μια είναι κόρη της, το στερνοπούλι, που είναι βέβαιο πως δεν θα μαρτυρήσει τίποτε γιατί το βράδυ το σκάει με ένα φαντάρο από την πόρτα του κελαριού κι είναι μόλις δεκαπέντε χρονών, όπως ήταν η μικρότερη αδελφή μου. Μιαν άλλη νταραβερίζεται με έναν παντρεμένον άντρα που τη διδάσκει πιάνο. Η Θεία Καλλιόπη γνωρίζει μέχρι το κομμάτι της διδαχής μα δεν έχει ιδέα πως τα έχει μπλέξει με στεφανωμένο άντρα. Άλλες λένε ιστορίες για το πώς τις κοιτάξανε, πώς τους μιλήσαν, για κεράσματα που τους κάναν, για γιορτές κρυφές που πήγαν μεταξύ τους, δυο-δυο, τρεις-τρεις και πάντοτε στα μουλωχτά με κάτι φιλενάδες τους. Μιανής της δώσαν κι ήπιε από ένα τσιγάρο, είπε κι όταν ρώτησα έντρομη αν κάπνισε αρχινίσαν να γελούν.
'Καημένη Δανάη', είπε η μεγαλύτερη καλοσυνάτα, 'θα σε παίρναμε μαζί μα αμφιβάλλω πως θες να έρθεις.' Κι ενώ σπάνια λάμβανα μέρος στις συζητήσεις γιατί αισθανόμουν παράταιρη, είχα γελάσει, τότε. Κι είχαν γελάσει όλες οι ξαδερφάδες κι ήταν για λίγο θαρρείς κι άνηκα στον παρδαλό τους όχλο, τον άμεσα συνδεδεμένο με τις Αθηναίες που'βαζαν μέρα μεσημέρι παπούτσι με τακούνι και φουστάνι μέχρι σχεδόν το γόνατο, ας τις βλέπαν όλοι τους οι φίλοι κι οι συγγενείς. Στις Αθηναίες που μου παράγγελναν υφάσματα φανταχτερά, κόκκινα και μπορντό και μαύρα, πρόστυχα πράγματα με παράξενες πλάγιες κοπές κι ούτε καταλάβαινα τί χαμπάριαζαν που φορούσαν τέτοια ρούχα, που δεν μπορεί φυσικά να τις ζέσταιναν μήτε να δείχναν καλόγουστα στα μάτια τους. Ύστερα, μακιγιάρονταν βαριά, βάζαν πούδρα στη μύτη τους και κοκκινάδι στα μάγουλά τους -το'χα δει μπροστά μου, Θεός φυλάξοι, να κάνεις τέτοιο πράμα στο λεωφορείο! Μια Ρωσσίδα ήτανε, είχε βγάλει την πουδριέρα της κι όλοι τη λοξοκοιτούσαν με κατάκριση. Δε μου φάνηκε κατακριτέο, βέβαια, κείνο που έπραττε, απλώς δε σκάμπαζα να καταλάβω πώς άντεχε να σάχνεται καταμεσής στα μάτια του κόσμου. Πολλά δε σκάμπαζα κι οι εργάτριες κι ο Βελετζόπουλος φρόντιζαν να μου το θυμίζουν με κάθε ευκαιρία.
Την πρώτη φορά που κατέβηκε στο υπόγειο, ο Βελετζόπουλος με έκανε να κλάψω. Στο κιουμουρλούκι από πίσω, ανάμεσα στα ρολά με το ύφασμα και τα κάρβουνα για τη σόμπα, μα κάθισα ανακούρκουδα στο δωματιάκι κι έκλαψα με το πρόσωπο στα χέρια μου, προσποιούμενη πως κάτι έψαχνα. Κι ύστερα βγήκα έξω και συνέχιζα κανονικά το ράψιμο, ελπίζοντας να μην ήμουν κατακόκκινη κι ολόγιομη πιτσίλες στο πρόσωπο, όπως με καταντούσε πάντοτε το κλάμα.
Ήταν μια Τετάρτη, η τρίτη, ίσως και τέταρτη εβδομάδα από τότε που έφτασα στην Αθήνα. Δεν είχα βγάλει ακόμα τα μαύρα - κι ακόμα τα φορώ όσο μπορώ, δυο μήνες μετά, παρά τις παροτρύνσεις της Θείας και των ξαδελφάδων μου να τ'αφήσω- κι είχα μόλις αρχίσει να τρώω ξανά, γιατί τις πρώτες ημέρες δεν έβαζα μπουκιά στο στόμα μου. Είχα έρθει στο λιμάνι μοναχή -είχα χάσει την Ξανθούλα εκεί, περίπου, που χωρίστηκα με την Μάνα και το Λενιώ κι έκτοτε δεν κατόρθωσα να βρω κανέναν. Όταν έφτασα στα παράλια, κίνησα γραμμή και ρωτούσα για εκείνες, ρωτούσα για γνωστούς: η Ξανθή είχε περάσει κι είχε φύγει μα η μάνα μου και το Λενιώ δεν πάτησαν ποτέ το πόδι τους στο λιμάνι και δε βρισκόταν σε κανέναν κατάλογο το όνομά τους. Ο Γιωργής ήρθε να με πάρει με το αμάξι της δουλειάς του, ντυμένος με τη στολή εργασίας του και με βρήκε άγρυπνη. Με πήγε απευθείας στης Θείας, μόλο που προτιμούσα να μείνω με την αδελφή μου, γιατί ένα από τα ανήψια μου ήταν άρρωστο και δεν είχαν χώρο για τους πέντε τους, πόσο μάλλον για ένα ακόμη κορμί. Κι εγώ δεν ήθελα να ενοχλώ- γνώριζα πως η αδερφή μου δύσκολα τα έβγαζε πέρα κι ο Γιωργής ήταν όλη μέρα στο μεροκάματο και δεν ήθελα να τους βαρύνω και ν'αναστατώσω τη ζωή τους, που την είχαν μόλις τακτοποιήσει.
Η Θεία είχε βολέψει και τη Μεταξούλα, της είχε γνωρίσει το Γιώργη και την είχε αφήσει να μένει στο δωματιάκι πίσω από την κουζίνα. Είχε γράψει, την τελευταία χρονιά που πήγαινε στο σχολειο κι είχε πει της μάνας μου πως ο η αδελφή του Θείου είχε ένα βαφτιστήρι, παιδί εξαιρετικό, εργατικό και 'σε καλή ηλικία'.
'Ποιά είναι, μαμά, η καλή ηλικία;' είχα ρωτήσει όταν διάβασα το γράμμα. Η Μάνα γέλασε, τότε.
'Ζητούν τη Μεταξία για νύφη', αποκρίθηκε κι εγώ πήγα να βάλω τα κλάμματα παρόλο που ήμουν κοτζαμάν γυναίκα, δεκατεσσάρων χρονών.
'Δε θέλω, μάνα, να πάει νύφη!' με στήριξε και το Λενιώ.
'Είναι της Μεταξίας απόφαση', είχε πει ουδέτερα η μάνα.
Η Μεταξούλα, στην αρχή, δεν ήθελε να το ακούσει. 'Δεν θέλω να σας αφήσω, να πάω μονάχη εκεί με έναν άντρα που δεν ξέρω. Μπορεί να με χτυπάει, μάνα! Μπορεί να κακοπερνάω και να μην έχω να φάω.'
'Η θεια σου δε θα σ'έστελνε σε κανέναν αγριάνθρωπο, παιδί μου. Είδες, είπε πως είναι του Καθηγητή' -Καθηγητή φώναζε το Θείο- 'γνωστός κι ο Καθηγητής δεν πειράζει μύγα. Τον ξέρω από τα μικράτα μας. Κι όσο για την πείνα, μπρε, περισσότερη θα γνωρίσεις κοντά μας παρά στην Αθήνα.'
'Θα δουλέψω, μάνα, θα πάω δασκάλισσα. Μόνο μη με στείλεις εκεί σ'αυτούς, τους ξένους, να μην έχω κανέναν!'
Η μάνα είχε συγκρατήσει ένα χαμόγελο. 'Πουθενά δε θα σε στείλω, γιαβρί μου. Άμα θέλεις, θα πας, μα εγώ σου ζητώ να το σκεφτείς. Και στην Αθήνα μπορείς να δουλέψεις δασκάλισσα και να κάνεις κι οικογένεια. Εγώ δεν έχω να σας ζήσω πέραν από τα δεκαοχτώ σας, θα πρέπει όλες να παντρευτείτε, δεν μπορείτε να τρώτε ψίχουλα. Πάνε, μάτια μου, να δεις κανέναν νέο τόπο', την καλόπιασε με τον αιώνιο καημό της, το ότι τα μάτια της δεν είχαν δει άλλο τόπο από τη Σμύρνη όσα χρόνια ζούσε μόλο που είχε γονείς Έλληνες και μιλούσε τα ελλαδίτικα και τα τούρκικα φαρσί. Μα η Μεταξούλα ήταν ανένδοτη κι έτσι η μάνα γύρισε πίσω ένα γράμμα ουδέτερο κι ευγενικό που έλεγε πως ευχαριστούσε πολύ, πως το παιδί ήταν ακόμη μικρό κι ίσως ήθελε δυο-τρια χρονάκια ακόμη και φυσικά καταλάβαινε -κι εκείνη μάνα ήταν- πως δεν άντεχε η καρδιά της να την πιέσει, που είχε μείνει ορφανή και μας είχε ακριβές, τρεις κοπέλες και βοηθάγαμε σε όλα κι είμασταν καλές κι υπάκουες. Ζήτησε, ωστόσο, να μάθει κι άλλα για τον νεαρό και αν δεν της ήταν, φυσικά, κόπος να έβαζε μια φωτογραφία μέσα στο επόμενο γράμμα. Κι όπως είχε προβλέψει η μάνα, το γράμμα άργησε λιγάκι μα έφτασε γεμάτο, η Θεία έγραφε τα πάντα χαρτί και καλαμάρι- θαρρείς είχε διαβάσει ανάμεσα στις αράδες την κρυφή λαχτάρα της μάνας μας.
Μόλις είδε το Γιώργη, η Μεταξούλα άλλαξε γνώμη. Η φωτογραφία δεν ήταν πολυκαιρισμένη, σαν τις δικές μας που είχαμε πάνω από τα κρεβάτια μα φάνταζε ολοκαίνουργια, τυπωμένη σε γυαλιστερό χαρτί. Πάνω της διαγραφόταν ένα νέο αγόρι, όχι πολύ μεγαλύτερό μας, με σκούρα μαλλιά και βλέμμα σοβαρό κι αντρίκιο. Σκέφτηκα, μέσα μου, πως έμοιαζε λίγο του πατέρα γιατί είχε μάτια ανοιχτόχρωμα, μα δεν το είπα απέξω μου. Είναι μηχανικός, έγραφε η Θεία, έχει καλή δουλειά, με καλά χρήματα και παίζει πιάνο. Το πιάνο ήταν εκείνο που λαχταρούσε η Μεταξούλα όσο η Μάνα το ταξίδι, το ζητούσε πάντοτε κι ήταν πάντα η απάντηση αρνητική, γιατί δε φτάναν τα λεφτά κι ο χώρος. Ίσως τελικά να ήταν εκείνο που την έπεισε κι όχι ο φόβος της πείνας και τ'αυλάκια που αναλογικά βάθαιναν στο μέτωπο της μάνας.
Έτσι, η Μεταξούλα μας ήρθε στην Αθήνα και μας έγραφε διαρκώς και μας επισκεπτόταν, μόλις μάζευαν χρήματα. Ο Γιωργής της πλήρωνε εισητήριο, γιατί δεν πρόλαβε να εργαστεί: έμεινε έγκυος μόλις παντρεύτηκε και πήγαμε όλες στο γάμο, ας τρώγαμε μονάχα σούπα για πολλές, πολλές μέρες μετά. Η Μάνα δούλευε αδιάκοπα, δούλευε πάντοτε: είχε αρχίσει να γκριζάρει, όταν παντρεύτηκε η αδερφή μου, παρόλο που δεν είχε κλείσει ακόμη τα σαράντα. Η Μεταξούλα πήγε στο σπίτι του άντρα της κι εγκαταστάθηκε δίχως φασαρίες και κλάμματα.
Ο κουνιάδος μου έψαξε μαζί μου για τη μάνα και την αδερφή μου, αδιάκοπα και χωρίς ύπνο, τηλεφωνόντας, γυροφέρνοντας στην Αθήνα με το εργασιακό του αμάξι μετά το τέλος της βάρδιας, σπαταλώντας το μεροκάματό του για να δωροδοκήσει το φύλακα και να γεμίσει το ντεπόζιτο, μέχρι που ήρθαν τα νέα: με κάποιο τρόπο δεν έκλαψα. Δεν τα κατάφερα. Ήταν θαρρείς και το 'ξερα, μόλις η βάρκα ξεμάκρυνε από το λιμάνι που είχε τυλιχτεί στον καπνό και τη φριχτή μυρωδιά της καμένης σάρκας, πως δεν θα ξαναέβλεπα τη μάνα μου μήτε το Λενιώ, που μόλις είχε κλείσει τα δεκαπέντε. Ένας γείτονας είπε πως παγιδεύτηκαν στη φωτιά. Προσπάθησα να το σκεφτώ, να πονέσω το αίμα μου και να πενθήσω, μα δεν υπήρχαν μάνα κι αδερφή στο μυαλό μου μαντρωμένες στα χαλάσματα. Θαρρείς τις πήρα σαν βότσαλα στην ποδιά μου και μου ξεγλίστρησαν στη θάλασσα, όταν πλέαμε, μαζί με την τελευταία μου ελπίδα.
Η Μεταξούλα έκλαιγε μέρες, και η Θεία Καλλιόπη. 'Χρυσό μου παιδί', θρηνούσε η αδερφή του πατέρα μου. 'Τι θα κάνεις τώρα μόνο σου, μόνο σου στον κόσμο;' κι ύστερα διόρθωνε τον εαυτό της, με βεβαίωνε, 'φυσικά, έχεις εμάς. Έχεις εμάς, δεν θα μείνεις μονάχη. Το σπίτι σου είναι σπίτι μας για όσο θελήσεις', ρουφούσε τη μύτη και σκούπιζε τα μάτια της. Η αδερφή μου διέφερε, όμως κι όσο κι αν ήταν πάντοτε κλαψιάρα κι ευσυγκίνητη με είχε στηριξει στο μπράτσο της σε ολάκερη την κηδεία, που έγινε με μια κάσα κι αυτή κενή. Χρήματα δεν υπήρχαν, δεν είχα πάρει τίποτε μαζί μου κι η Μεταξούλα δεν είχε δεκάρα τσακιστεί να ταΐσει τα μωρά της, πόσο μάλλον να κάνουμε σωστή κηδεία.
Κι έπειτα, μόλις η πόρτα της καμαρούλας έκλεισε πίσω μου, ήξερα πως έπρεπε να βρω κάτι να κάμω, γιατί η Θεία είχε να προικισει τη δεύτερη κόρη της κι η τρίτη έμενε ακόμα στη σοφίτα κι είχε άλλα δυο παιδιά μεγάλα κι οι Καθηγητές έχαιραν εκτίμησης μα δεν έπαιρναν μισθό αρκετό για να ζήσουν μια οικογένεια με τόσα στόματα. Ήμουν αρκετά μεγάλη για να δουλέψω κι όταν η συζήτηση έφτασε σε κείνο το θέμα, δεν έφερα αντίρρηση - πώς θα μπορούσα; Οι θείοι μου έταξαν να με προικίσουν κι ήταν από μόνο του μεγάλη καλοσύνη τους, τόση που δεν τολμούσα να ζητήσω δεκάρα παραπάνω από όσα ξόδεψαν για εμένα. Μ' έστειλαν στην κλωστοβιομηχανία 'ο Μεταξοσκώληξ'.
'Ξέρεις να ράβεις;' είχε ρωτήσει ο Θείος στο βραδινό, διπλώνοντας την εφημερίδα του κι εγώ ανοιγόκλεισα το στόμα μου κατάπληκτη, προσπαθωντας να μην αυθαδιάσω: πριν την Αθήνα, δεν μπορούσα να φανταστώ γυναίκα που δεν έραβε.
Η κουβέντα για τον αρραβώνα δεν άργησε. Ο Γιάννος ήταν πρωτοξάδελφος του Γιωργή, ανεψιός του Θείου κι είχε σπίτι δικό του ήδη, μόλο που ήταν ασυνήθιστο, σε μια περιοχή με παράξενο όνομα που ποτέ δεν κατόρθωνα να θυμηθώ. Μήτε σε αυτό, διαπίστωσα, μπορούσα να πω όχι. Έπρεπε να τους αδειάσω τη γωνιά το συντομότερο κι άλλωστε, δεν είχα καμιά καλύτερη ιδέα για ύστερα κι έπρεπε κάτι να γενεί, γιαβάς-γιαβάς.
Όταν κατέβηκα για δουλειά, έμενα ακόμα στη Θεία. Ο Βελετζόπουλος ήρθε να με γνωρίσει, ενώ ακόμη δε γνώριζα τις συνεργάτιδές μου. Η Ευτέρπη με κατέβασε στο υπόγειο και με σύστησε ως, η νέα κοπέλα. Δίχως περίσσια λόγια, δίχως οδηγίες και συστάσεις. Εγώ μάνταρα βιαστικά κάτι που μου είχαν δώσει, μασουλώντας το ούλο μου. Ντρεπόμουν θαρρείς και, αντί για μια χούφτα ζευγάρια μάτια, με παρακολουθούσε ολάκερη πόλη. Κι όταν άκουσα μια φωνή πάνω από το κεφάλι μου και σήκωσα τα μάτια για να δω έναν μικροκαμωμένο άντρα με κοστούμι παράταιρο και ριγέ, πρέπει να είχα γίνει πορφυρή ωσάν ανατολή. Τα μάγουλά μου καίγαν πριν καν μου μιλήσει.
'Πώς σε λένε;' ρώτησε.
'Δανάη', αποκρίθηκα εγώ. Δεν ήξερα αν έπρεπε να γυρίσω την ερώτηση ή αν θα με θεωρούσε κακότροπη κι έτσι δε συνέχισα.
'Κι είσαι μικρή, ε;'
'Είμαι δεκαοχτώ χρονώ.'
Άκουσα ένα σούσουρο από τα πλάγια μου, μα δεν έδωσα σημασία. Κείνος με κοιτούσε ανέκφραστος. Έβγαλε κι απόθεσε στο τραπέζι μου κάτι χαρτιά.
'Μπορείς να τα ράψεις αυτά;' Τα πατρόν ήταν απλά. Έγνεψα ναι με το κεφάλι. Ακούμπησε μπρος μου άλλα λίγα. 'Κι αυτά, πώς σου φαίνονται;'
'Τσοκ γκιουζέλ', ψέλλισα αφηρημένα κι αμέσως δαγκώθηκα. Ο άντρας γύρισε απότομα στην Ευτέρπη.
'Σμυρνιά μού έφερες; Τι το ήθελες;' κι εξήλθε από το δώμα με ένα ανάλαφρο νεύμα. Κόλλησα το βλέμμα μου στο τουράκι μου, νιώθοντας όλα τα μάτια πάνω μου.
'Εδώ μέσα', σφύριξε κοφτά η Ευτέρπη, 'δε θα μιλάς σμυρνέικα, το κατάλαβες;'
Το στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος. Ήθελα να πω πως μου ξέφυγε, μα σκέφτηκα πως θα ήταν προτιμότερο να μη μου ξεφύγει ξανά στο εξής.
Πολύ αργότερα, έμαθα πως δεν έπρεπε να λέω από πού είμαι. Η φήμη πως προσλάμβαναν προσφυγοπούλες θα ζημίωνε τη Βιομηχανία, γιατί θεωρούμασταν φτηνά εργασιακά χέρια και δεν έκανε πολλά για την Καλή Εικόνα της επιχείρησης. Έπρεπε μονάχα να δουλεύουμε, αόρατες, αθέατες σαν ποντίκια στα υπόγεια. Κάθε φορά που μου ξέφευγε μια λέξη, η Ευτέρπη ήταν εκεί να με μαλώσει, ώσπου έμαθα να μετράω τις κουβέντες μου ακόμη και στο σπίτι, όπου δεν είχα ακούσει ποτέ λόγο κακό για κείνα που έλεγα. Ο Βελετζόπουλος επισκέφτηκε ξανά και ξανά και δεν έχω ξαναπετάξει λέξη που δεν έπρεπε, μονάχα γνέφω και ράβω, ράβω μέχρι να φουσκώσουν οι αρθρώσεις μου και τα δάχτυλά μου να σκληρύνουν με κάλλους.
Κι όμως, ο Βελετζόπουλος λέει παράξενες κουβέντες, κουβέντες που μοιάζουν με τούρκικα ή σμυρνέικα αλλά δεν είναι, αποκαλεί τα χρήματα μπερντέ και τουλά, λατσί τα δεκαράκια που συνιστούν το μισθό μας. Κάποτε η Ευτέρπη πρέπει να διάβασε την απορία στο βλέμμα μου γιατί, μόλις γύρισε την πλάτη του και βεβαιώθηκε πως δεν μας άκουγε, έβαλε τα γέλια. 'Καλιαρντά, καημένη! Μιλάει καλιαρντά', ξεκαρδίστηκε.
'Και γιατί είναι καλιαρντά;' απόρησα εγώ, ξεχνώντας τη ντροπή μου.
'Είναι σα γυναίκα', εξήγησε η Ευτέρπη, γελώντας ακόμα. 'Άντρας που πάει με άντρες.'
'Δε ντρέπεσαι;' ρώτησα σαστισμένη αλλά, αντί να παρεξηγηθεί, η Ευτέρπη διασκέδασε πιότερο μαζί μου και με την κατάπληξή μου.
'Αυτός ντρέπεται;' Οι άλλες χαχάνιζαν. 'Αφού τα λέει εδώ, γιατί νομίζει πως δεν τα καταλαβαίνουμε.' Δεν τόλμησα να ρωτήσω από πού τα ήξερε η Ευτέρπη.
Μονάχα τη Μεταξούλα ρώτησα, 'γίνονται τέτοια πράγματα εδώ;' Κι η Μεταξούλα σήκωσε τους ώμους. 'Σίγουρα θα γίνονται', είπε σκεπτική. 'Μου τα έχει πει κι ο Γιωργής. Δεν μου φαίνεται περίεργο. Έχουμε δει άλλα κι άλλα σε τούτο τον τόπο.'
Λίγες μέρες αφού έπιασα δουλειά, μετακόμισα στον αρραβωνιαστικό μου. Δεν είχα και πολλά να πάρω μαζί- η θειά μου μίλησε με τους γονείς του, μάλλον και κάπως με δεχτήκαν, ας ήμουν Σμυρνιά κι όλα τα άλλα κακά που είμαι και τώρα, πέρα από άπροικη, γιατί μου δώσαν κάτι λευκά και έχω κάνει ένα μικρό κομπόδεμα στην άκρη. Το γνώρισα και, σε ένα απόγευμα, έμενα στο σπίτι του. Τον περίμενα πολύ χειρότερο: γέρο, ίσως κι άσκημο γιατί, όπως έλεγε πάντοτε το Λενάκι, είνα προτιμότερο να περιμένεις τα χειρότερα κι έτσι κανένας δεν μπορεί να σε εκπλήξει με άσχημα νέα. Μα δεν ήταν γέρος, ούτε άσκημος αν και σύντομα κατάλαβα το λόγο που με πήρε νύφη η οικογένεια: δεν μπορεί να ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από εμένα κι αμφέβαλλα πολύ πως άνηκε στα άτομα της Τάξης και του Επιπέδου που ανέφερε διαρκώς η ΘεΊα.
Το σπίτι του είναι κοντά στο σπίτι που ως τότε έμενα, μονάχα ένα λεωφορείο μακριά μα διαρκώς με πηγαινοφέρνουν με το αμάξι, ο Θείος, ο Γιάννος που φυσικά δεν είχε το δικό του μα οδηγεί της δουλειάς. Μα είναι άβαφο πολύ καιρό, ας έχει πάνω και κάτω πάτωμα κι είναι φανερό πως κάνουν μονάχοι τους τις δουλειές, τον κηπάκο και το νοικοκυριό. Η μάνα του έχει χρόνια αρθριτικά και δυσκολεύεται να σταθεί μα είναι ξανθή και όμορφη, όπως εκείνος. Έχω παρακαλέσει να μου επιτρέψει να βοηθώ με τις δουλειές και το μαγείρεμα -όχι την ίδια, δεν θα ήθελα να τη θίξω, φυσικά- μα ο Γιάννος με διαβεβαιώνει πως είναι εκείνη η χαρά της και θα την έθλιβε να μένει άπραγη. Για το λόγο αυτό, βάζει ένα σκαμνάκι μπροστά στο νεροχύτη και τρίβει τα πιάτα και μαγειρεύει, γιατί είναι τα πόδια της πρησμένα και δυσκίνητα. Έτσι, έχουμε στο σπίτι πάντοτε μαγειρεμένο φαγητό, καθαρά ρούχα και σιδερωμένα σεντόνια, πεσκίρια και πετσετάκια, ας σηκωνόμαστε αξημέρωτα για να φύγουμε, εγώ για τον Μεταξοσκώληκα κι ο Γιάννος για το εργοστάσιο. Κείνος κι ο Γιωργής εργάζονται στις μεταφορές, άλλος ένας λόγος που με αρραβωνιάστηκε, θαρρώ: ο μισθός του οδηγού είναι πενιχρός και μίζερος, μάλλον.
Μα, όπως τόσα πράγματα, δεν δείχνει να τον θλίβει.
Την πρώτη φορά που τον είδα, είχα ντυθεί με ρούχα δανεικά, της μικρότερης εξαδέλφης μου: ήμουν ψηλότερη και το φουστάνι της μου ερχόταν κοντό και λίγο άχαρο. Βγήκα στη σάλα κι ήταν εκεί, ψηλός και δεμένος, με μπράτσα τεράστια, ίσα με το πώς είχαν καταντήσει τα πόδια μου και στέρνο φαρδύ και σκληρό σαν αμόνι. Σηκώθηκε ευθύς και μου έτεινε το χέρι κι εγώ το πήρα, αμήχανη κι ύστερα γνώρισα τους γονείς του. Φάγαμε στη σάλα κι ύστερα έφυγαν, δίχως χασομέρι, δίχως να ανταλλάξουμε δυο κουβέντες μεταξύ μας πέραν από το Θείο και τον πατέρα του, που συζητούσαν το βασιλέα και τις επιχειρήσεις, τις νέες βιομηχανίες που άνοιγαν, τις μετοχές και το χρηματιστήριο. Ο Γιάννος εξέφερε μια ήρεμη κουβέντα, πού και πού, σε τόνο ουδέτερο κι ευγενικό, μα δεν κατάφερα να εκμαιεύσω καμία πραγματική άποψη, καμία αντίληψη ή ιδεολογία του. Μόλις αποχώρησαν, η Θεία με ρώτησε, σου άρεσε; Κι εγώ δεν ήξερα τί ν'απαντήσω κι έγνεψα, ναι, αμυδρά αισθανόμενη κάτι περισσότερο από το τίποτα.
'Ωραία, τότε, ας μην το καθυστερούμε!' χτύπησε τα χέρια της κι εγώ κατάλαβα ευθύς αμέσως πως είχα αποτελέσει θέμα συζήτησης στην απουσία μου, καθώς και πως η διαμονή μου δεν ήταν δυνατό να παραταθεί. Μάζεψα τα πράγματά μου: ελάχιστα καθώς ήταν, δεν δυσκολεύτηκα να τα συνάξω σε ένα απόγευμα. Χαιρέτησα τους θείους μου, που απαίτησαν την εβδομαδιαία -το λιγότερο! αναφώνησε η θεία- επίσκεψή μου με τη γνώση ότι τους αλάφραινα σε έναν καιρό δύσκολο. Αυτός ήταν ο τρόπος που βρέθηκα σε ένα σπίτι με έναν άγνωστό μου άντρα, με τον οποίο δεν είχα αλλάξει λέξη.
Προσπαθούσα να θυμηθώ πώς έπραττε η μητέρα μου μέσα στο σπίτι, για να τη μιμούμαι μα σύντομα βρέθηκα σε μεγάλη αμηχανία. Δεν γνώριζα πού βρισκόταν το κάθε τι και δεν ήθελα να τον απασχολώ με ανόητες ερωτήσεις κι έτσι αρκέστηκα στο να προσφερθώ να κάνω οποιαδήποτε οικιακή εργασία. Εκείνος γέλασε.
'Κάθισε να πιούμε ένα τσάι', είπε. Έκατσα στο κουζινάκι κι έβαλε την τσαγιέρα στο γκάζι κι έκαμε ένα αφέψημα μ'ανασόνι, που μου μοιαζε στη γεύση και στην οσμή με ούζο. Εγώ δε ζήτησα ζάχαρη μήτε μέλι, να μη φανώ άπληστη μα μου έβαλε από μόνος του, 'δεν πιστεύω να το πίνεις σκέτο.' Κι ύστερα σχολίασε ότι δεν αγαπούσε τους ανθρώπους που πίνουν το τσάι τους δίχως μέλι και ζάχαρη, γιατί από όσα μπορούμε να έχουμε, πρέπει να ζητούμε, λέει, τα πιο πολλά.
Έπειτα, αρχίνησε να με ρωτά πράγματα πολλά κι αλλόκοτα, κομμάτι κι έψαγνα να βρω πώς ν'απαντώ για να μην τον προσβάλλω. Κανένας δεν με είχε ρωτήσει τόσα πράγματα, όλο τον καιρό που βρισκόμουν στην Αθήνα και μήτε στην αδερφή μου είχα μιλήσει τόσο. Πρώτα ρωτούσε πράγματα ασήμαντα, για το πώς έβρισκα την Αθήνα, πώς ήταν το εργοστάσιο, αν είμαστε πολλές και τι φκιάναμε, εκεί κάτω, αν μας φέρονταν καλά, αν κολατσίζαμε όλες μαζί και τί αγαπούσα να τρώγω. Εγώ σάστισα, του είπα, όλα τα τρώγω κι ακόμα κι αυτό το βρηκε αστείο κι είπε πως αύριο θα έφερνε φρούτα από την αγορά για να δούμε τί αγαπούσα πιο καλά, και καρύδια. Κι έβγαλε καρύδια στο πουγκί από ένα συρτάρι και με φίλεψε κι είπε συγγνώμη που είχε τόσα μοναχά μα δε σκέφτηκε να μου φυλάξει. 'Είμαι αφηρημένος', εξήγησε, 'και συχνά ξεχνιέμαι.' Εκεί σκέφτηκα πως έπρεπε να τον ρωτήσω για τον ίδιο και σκέφτηκα πράγματα που ήθελα να μάθω, προσπαθώντας να τα παρουσιάσω ωραία.
Έμαθα, έτσι πως τελείωσε το Λύκειο, μιλούσε λίγα εγγλέζικα κι από τα δεκαοκτώ του δούλευε κι ήταν τώρα εικοσιτέσσερω. Αγαπούσε να τρέχει κι όχι τόσο να παίζει ποδόσφαιρο ή να συνάζεται στα γήπεδα μ'άλλους, πράγμα που με χαροποίησε γιατί μου φαινόταν πάντοτε λίγο πρόστυχο. Ήταν σε ένα συνδικάτο, μαζί με άλλους εργάτες και κάτι μου είπε για τον Πρωθυπουργό που δεν το κατανόησα ολότελα. Ύστερα γύρισε ξανά τη συζήτηση σε εμένα και γύρευε να μάθει πώς μορφώθηκα κι αν μιλούσα άλλες γλώσσες -τούρκικα, μοναχά κι ήξερα καλή αριθμητική, του είπα. Ως να σταματήσει η συζήτησή μας είχε ολότελα βραδιάσει κι έπρεπε να πλαγιάσουμε κι εκεί κατάλαβα πως ο λόγος που τόσο με καλόπιανε ήταν επειδή ήθελε να πλαγιάσει μαζί μου. Μα εκείνος με έβαλε στην κάμαρή του και κοιμήθηκε στο ντιβάνι κι όταν είδε το ύφος μου, είπε, 'όποτε με θελήσεις για κάτι, θα με φωνάζεις'.
Κοιμήθηκα μαζί του πολύ αργότερα -δίχως τύψεις, ξέροντας ότι θα με παντρευόταν μα με κάποια ντροπή για το τί θα πίστευε η μάνα μου. Η Μεταξούλα είπε, δε θα απασχολούσε τη Μάνα διόλου τούτη η ατασθαλία και πιότερο θα την ενοχλούσε που, αν και ράφτρα, δεν είχα μπαλώσει ακόμη το μανικέτι του παλτού μου κι ήταν τόσες βδομάδες ξηλωμένο. Εγώ πατούσα στις μύτες, ιδίως τον πρώτο καιρό, μη θεωρηθώ άσεμνη ή ψυχρή ή αλαφριά και χάσω το μόνο μέρος που είχα να μείνω τούτη την ώρα. Όμως τίποτα δεν τον κακοκάρδιζε κι ακόμα κι όταν έσπασα μια παλιά, ακριβή ζαχαριέρα που είχαν ή έκαψα άθελά μου το φαγητό, μια Κυριακή, δε με μάλωσε, δε σκοτίστηκε καθόλου. 'Βάλε το παλτό σου, θα σε βγάλω έξω', είπε μονάχα και όταν διαμαρτυρήθηκα δειλά πως θα ήταν ακριβό και μπορούσα να κατέβω γρήγορα να πάρω δυο αβγά και να κάνω και πατάτες, γεύμα πρόχειρο μα φτηνό, κούνησε το χέρι του.
'Πάμε να δεις', γύρεψε, 'ξέρω ένα θαυμάσιο μέρος. Για δικό μου χατίρι.' Και γευματίσαμε έξω κι έπειτα με πήγε στο Αθηναΐς, το ζαχαροπλαστείο και μου πήρε παγωτό καϊμάκι που είχε πάνω κερασάκια και δυο μικρές σημαίες, μια ελληνική και μια γαλλική. Πήρα τη μια και την έβαλα στην τσέπη μου, να την έχω ενθύμιο κι ακόμα κι αυτό τον διασκέδασε. 'Θα ερχόμαστε συχνά, γιατί βάζουν διαφορετικές, κάθε φορά. Να τις μαζέψεις όλες.' Κι έτσι βρέθηκα να πηγαίνω στο Αθηναΐς κάθε Κυριακή, να τρώγω το ίδιο μου, αγαπημένο παγωτό καϊμάκι κι ύστερα να πιάνω το μνηστήρα μου από το μπράτσο και να πηγαίνουμε βόλτα στην τεμπέλικη, δραστήρια μεσημεριανή Αθήνα. Έτσι φόρεσα γάντια -με χαρά, γιατί έκρυβαν τα τρυπημένα από τις στραβοβελονιές στη δουλειά χέρια μου- και το φουστάνι που μου πήρε πιο αργά, από γαλάζια μουσελίνα κι είχε ασορτί καπελλίνο λευκό, έκανα τα μαλλιά μου κατσαρά και έτσι περπατώ στο δρόμο και για λίγο, για ένα απόγιομα, δεν είμαι Σμυρνιά. Έτσι, γίνηκα κι εγώ Αθηναία.
'Είσαι πολύ τυχερή, παιδί μου', είπε η θεία Καλλιόπη την τελευταία φορά που επισκέφτηκα και μείναμε οι δυο μας στην κουζίνα, 'που θα παντρευτείς από έρωτα.'
'Ναι', συμφώνησα εγώ. 'Από έρωτα.' Κι έτριψα τα πληγιασμένα, τυλιγμένα με λευκοπλάστ δάχτυλά μου.


Comments