Τα μηλα της Ζαχαρουλας



Αν η ζωή ήταν δίκαια, αν η ζωή ήταν τέλεια, το χιόνι δεν θα είχε φράξει το δρόμο από τα Βυρσοδεψεία μέχρι το Παλιό Λιμάνι, τα δρομολόγια δεν θα είχαν διακοπεί κι εγώ θα είχα φτάσει αποβραδίς στο χωριό κι όχι την Παρασκευή το πρωί. Οι αρμόδιοι πρόσθεσαν ένα ακόμη δρομολόγιο, στις δώδεκα το βράδυ, ύστερα από διαμαρτυρίες εν όψει των γιορτινών ημερών κι έτσι αναχωρήσαμε τα μεσάνυχτα -ευτυχώς, αλλιώς θα περίμενα ως το πρωί στο σταθμό του τρένου, εκατοντάδες χιλιόμετρα από το σπίτι. Το ταξίδι βάστηξε ολόκληρη τη νύχτα κι ήταν εξαντλητικό. Η ταχύτητα του λεωφορείου μετά βίας ξεπέρασε τα σαράντα χιλιόμετρα την ώρα κι οι ρόδες του σπινιάριζαν στις στροφές του βουνού. Στη μεταμεσονύχτια στάση, δεν κατέβηκε σχεδόν κανένας. Είμασταν όλοι περισσότερο πρόθυμοι να περιμένουμε μέχρι την άφιξη, παρά να αντιμετωπίσουμε το δάγκωμα της παγωνιάς. Στις εννέα και τριανταπέντε, κατεβαίνοντας από το λεωφορείο, τα μάτια μου δάκρυσαν από τον τσουχτερό αέρα και το αστραφτερό λευκό των βουνών. Το κινητό μου χτυπούσε στην τσέπη μου.
 Τα πόδια μου -τι ανοησία!- μούσκεψαν ολότελα μέσα στα αθλητικά. Μέχρι να φτάσω στο σπίτι, είχαν μουδιάσει μέχρι το γόνατο. Φίλησα τη γιαγιά και τον παππού. Δεν ήθελα να φάω, δεν ήθελα μήτε καφέ, μήτε σαλέπι, μήτε ζαρκόπιτα της γειτόνισσας. Ο παππούς φώναζε, άλλαξε ποδήματα, πάρε μπότες από το ερμάρι. Τον άκουσα για να μην τον στεναχωρέσω και κίνησα για την λαΪκή. Ήταν Δευτέρα πρωί κι αν η Ζαχαρούλα ήταν εκεί, θα δούλευε, το γνώριζα με σιγουριά.


 Όταν ανέβηκα να σπουδάσω, είχα μονάχα δυο γνωστούς, έναν συμμαθητή μου από το σχολείο και τον Μάκη. Ο Μάκης είχε μεγαλώσει στο χωριό του πατέρα μου. Στο χωριό πηγαίναμε κάθε δυο χρόνια, γιατί ήταν το ταξίδι τόσο κουραστικό και δύσκολο, με τη βαρυχειμωνιά του Βορρά που το καταντούσε περισσότερο ταλαιπώρια παρά αναψυχή. Η μάνα μου ήθελε να γυρίζω κοντά τους, στις γιορτές, μιας κι έλειπα πια ολόκληρο το έτος. Πέρυσι τα Χριστούγεννα τους είχα κάνει το χατίρι μα το Πάσχα, όπως κι εφέτος, ήθελα να ανέβω. Για τον παππού και τη γιαγιά, που πια τους έβλεπα σπάνια και, πιότερο, για το Μάκη και για τη Ζαχαρούλα.
 Η Ζαχαρούλα ήταν η ξαδέρφη του Μάκη, η ένα χρόνο μικρότερη από εμάς. Την είχα γνωρίσει όταν τον επισκέφτηκε για πρώτη φορά, το προηγούμενο φθινόπωρο. Ήταν μια κοπέλα φλύαρη και δραστήρια, κι όμορφη σαν ξένη. Είχε καρδιόσχημο πρόσωπο, μάτια σχιστά, γεμάτα χείλη κι ελιές στα μάγουλα. Συνειδητοποίησα νωρίς πως δεν το καταλάβαινε: ο τρόπος που ντυνόταν, που κινούταν, μαρτυρούσε ένα κορίτσι που είχε μεγαλώσει σε ένα χωριό εκατό μόνιμων κατοίκων. Μιλούσε πάντα δίχως να περιορίζει τους φθόγγους και τους ιδιωματισμούς του τόπου της, ωσάν να μην την πείραζε που παραξένευαν τους άλλους, τότε. 'Δε μ'έντσαν, γίνηκα μπλιόμα. Απάνω γκαγκανιάσαμε', είχε πει γελώντας την πρώτη φορά που μπήκε στο σπίτι, μούσκεμα στη βροχή. 'Ντεμέκ.' Το ντεμέκ μας έμεινε, το γελούσαμε.
 Εκείνη τη νύχτα, πίνοντας ρακί, έσκυψε στο αυτί μου και μου είπε συνωμοτικά, 'είσαι πολύ όμορφος'. Εγώ γύρισα να την κοιτάξω παραξενεμένος, με κάποια ταραχή. Τα μάγουλά της είχαν φουντώσει και το βλέμμα της, μόλο που ήταν λιγότερο σφιχτό, έμοιαζε απλανές. Στα δεκαοχτώ της, μπορεί και να ήταν η πρώτη φορά που έπινε. Δεν ήξερα πως να της απαντήσω -ας αισθανόμουν κάτι ζωντανό να ζαλεύει, ανάμεσα στα πλευρά- κι έτσι, στην αμηχανία μου, της βούτηξα το κεφάλι και της ανακάτωσα τα μαλλιά. Εκείνη τσίριξε, μα δεν κούνησε: εκεί κατάλαβα πως είχε ζαλιστεί από το ποτό. Γύρω μας, όλοι τσούγκριζαν κι έπιναν, μιλούσαν μεγαλόφωνα. Ο Μάκης συζητούσε με τους νέους μας φίλους. Κανένας δεν μας έδινε σημασία.

 Η Ζαχαρούλα επέστρεψε στο χωριό ύστερα από τρεις ημέρες κι εγώ δεν έπαψα να τη συλλογίζομαι. Γύριζε ξανά και ξανά στο μυαλό μου, πράγματα που την είχαν διασκεδάσει ή είχε σχολιάσει. Όλα της φαίνονταν σπουδαία και συνάμα φυσικά, θαρρείς θαύμαζε ο,τιδήποτε εκτυλισσόταν γύρω της αβίαστα. Τούτα σε συνδυασμό με την έλλειψη συστολής που την χαρακτήριζε την τοποθετούσε στο μυαλό μου σε ένα διαφορετικό μέρος από τις υπόλοιπες κοπέλες, σε ένα μέρος παράξενο και λίγο απόμερο, σαν τα καλά μπισκότα στο κουτί από χρυσό τσίγκι ή το λικέρ με τη μπανάνα που δεν ήταν για παιδιά. Και λίγο γοητευτικό.
 Όταν, επιτέλους, την είδα είχε φτάσει Πάσχα. Ήξερα να τη βρω αλλιώς μα ντρεπόμουν: κι ήταν, ολότελα, εκείνη, μια χρονιά ψυχρή κι ανελέητη, δίχως συναισθηματισμούς και τρυφερότητες. Μελέτη, αποτυχίες και υγρά βράδια στην κουζίνα, επειδή η ασφάλεια του δωματίου μου έπεφτε διαρκώς κι ο ηλεκτρολόγος έλεγε πως η επισκευή της θα απαιτούσε αλλαγές στην πολυκατοικία. Κούνησα το τραπέζι, έτρωγα στο σαλόνι και κοιμόμουν στην κουζίνα για να έχω τη θερμάστρα αναμμένη, αφού καλοριφέρ δεν ανάψαμε μήτε μια και μοναδική ημέρα. Το κρύο ήταν αβάσταχτο. Δεν φανταζόμουν, τις ηλιόλουστες ημέρες του φθινοπώρου, πως μας περίμενε τέτοιος χειμώνας. Όταν, πια, λύθηκε το πρόβλημα, τα κρύα είχαν λιώσει κι είχαμε άνοιξη.
   Ανέβηκα στο χωριό με τους δικούς μου. Εκείνη δούλευε -οι γονείς της ήταν αγρότες κι είχαν κτήμα με μηλιές και πορτοκάλια. Εργαζόταν στη λαϊκή, μάζευε, κουβαλούσε και πουλούσε τα φρούτα. Πήγα με το Μάκη να την δω. Έτρεξε από το πόστο της και με αγκάλιασε, θαρρείς ήμουν παλιός της φίλος και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου, κι έξαφνα έκανε τόση ζέστη που αισθανόμουν πως η λαιμόκοψη της μπλούζας μου είχε λιώσει κι είχε γίνει ένα με το πετσί μου.
 'Διαβάζω', μου έλεγε ενθουσιασμένη. 'Διαβάζω και κουράζομαι. Αν αγαπάς, πέρνα μετά. Οι δικοί μου συνάζουν, απόψε.' Ματιά συνενοχική, ξανά κι αψεία, σαν ρίγος στο σώμα, μέσα από τις βλεφαρίδες. Πρόσωπο χρωματισμένο από τη συστολή.
 Κείνο, μισοσκότεινο και μενεξελί, σαν το δείλι που έπεφτε, ήταν το πιο ζεστό φιλί της ζωής μου.
 Η Ζαχαρούλα μπήκε στη Νοσηλευτική. Μετακόμισε στον πρώτο όροφο, στην πολυκατοικία του Μάκη. Κανένας μας δεν το περίμενε, μήτε το ευχόταν μα ήταν μια ευχάριστη στροφή από εκείνες που παίρνει η κορδέλλα της ζωής. Είχε αλλάξει πολύ, μέσα στο καλοκαίρι, είχε κόψει τα μαλλιά της κοντά, μόλις κάτω από το σβέρκο κι είχε μεγαλώσει στον τρόπο και την ομιλία της. Ακόμη δούλευε στη λαϊκή, την είδα ξανά το καλοκαίρι, που ανέβηκα μονάχος στο χωριό- ούτε ο πατέρας μου δεν άντεχε την ταλαιπωρία, ας επρόκειτο να δει τους γονείς του. Μα μιλούσε διαφορετικά, δεν διαλαλούσε, δεν φώναζε και δεν χτυπούσε τις χαρτοσακούλες στο μουσαμά για να θορυβήσει τους περαστικούς. Δεν σκεφτόμουν πολύ. Μόνο χαιρόμουν που, για πρώτη φορά ύστερα από ένα έτος, τα πράγματα καλυτέρευαν.
 Ο πρώτος μήνας, κείνος του Σεπτέμβρη, κύλισε ευχάριστα, αβίαστα, σαν νερό από τα χέρια. Δεν έκανε ψύχρα και κατεβαίναμε για βόλτες στη θάλασσα, πίναμε τον καφέ μας στο λιμανάκι και, καμιά φορά, καθόμασταν για μπύρες κι ατενίζαμε τη σκούρα, τζαμένια επιφάνεια. Τα φώτα του Λούνα Πάρκ έμοιαζαν με φωσφορίζοντα ψάρια, έτσι που βούλιαζαν κάτω από τη στάθμη κι ανακινούνταν με τον άνεμο και τα καράβια. Όλα ήταν απλά.
 Στην αρχή, η Ζαχαρούλα έδειχνε κλειστή, απροσπέλαστη. Σε εμάς μιλούσε, βέβαια μα διαμαρτυρόταν πως στη σχολή της δεν είχε κάνει ούτε ένα φίλο. Πέρασαν αρκετές εβδομάδες για να ξεκινήσει να μιλά σε συμφοιτητές της, να βγαίνει από το σπίτι δίχως εμάς. Κι ήταν τότε που παρατήρησα ένα παράξενο μοτίβο. Είχε πάψει να χρησιμοποιεί τη ντοπιολαλιά και συνδιαλεγόταν ελάχιστα, στις παρέες. Πιο πολύ γέλαγε, ένα γέλιο κελαρυστό, φωναχτό, που το'χε από πάντοτε.  Κι ύστερα, ποτέ δεν ανέφερε το χωριό κι αν καμιά φορά το κάναμε εμείς, κοιτούσε προς τη μεριά μας με ένα ύφος παράταιρο από εκείνο που συνήθιζε, και κοφτερό. Σαν να σε πρόσταζε και συνάμα να σε παρακαλούσε να μην πεις άλλα.
 Σε μένα, όταν δεν βρισκόμασταν οι δυο μας, έδινε ελάχιστη προσοχή. Στην αρχή πίστευα πως επρόκειτο για διακριτικότητα εγγενή, του χαρακτήρος κι αντί να με ενοχλεί, την θεωρούσα αξιαγάπητη- άλλωστε, ήταν πάντοτε διαχυτική μαζί μου και περνούσαμε συχνά μαζί το βράδυ, ακόμη κι αν δεν είχαμε κουβεντιάσει ποτέ περί των προσωπικών μας. Δεν ήξερα πώς και αν έπρεπε να ξεκινήσω μια τέτοια συζήτηση κι έτσι επέλεγα να σωπαίνω. Μου φαινόταν καλύτερο. Μου άρεσαν τα βράδια μας, τα χωρίς πολλά λόγια και το γεγονός ότι η ανησυχία που φώλιαζε στην καρδιά μου, σαν νωχελικός δράκος, δεν ξυπνούσε ποτέ.
 Μέχρι το Νοέμβρη, είχαμε αραιώσει κι έβγαινε με τους φίλους της από τη σχολή περισσότερο από ότι με εμάς. Ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκα, μονάχα μια Πέμπτη που τρώγαμε, της παραπονέθηκα, 'έχεις αλλού το μυαλό σου'.
 Σήκωσε τα μάτια από το πιάτο της -μοιραζόμασταν ένα κατσαρολάκι σπανακόρυζο. Η απόσταση από το σπίτια μας ήταν απαγορευτική για τη μεταφορά δεμάτων με φαγητό, αφού δεν υπήρχε άμεση ανταπόκριση με κάποιο μέσο και το ταξίδι κρατούσε πολλές ώρες. Έτσι, μάθαμε νωρίς να μαγειρεύουμε- και με ρώτησε με τόνο σαν γυάλινο καμπανάκι, 'τι εννοεις;'
 'Εννοώ, σκέφτεσαι κάτι άλλο.'
 'Είσαι σίγουρος πως εννοείς αυτό;'
 Γέλασα νευρικά. 'Τι άλλο να εννοώ;'
Σώπασε και με κοίταξε. Οι στιγμές κυλούσαν αργά. 'Πες το'.
 'Τί πράγμα;' ρώτησα.
 'Πες πραγματικά αυτό που εννοείς.'
 'Με βλέπεις μόνο νύχτα. Κοιμόμαστε κάθε βράδυ μαζί. Από τον Απρίλιο έχουν περάσει εφτά μήνες. Είμαστε μαζί, ολάκερο το καλοκαίρι. Τι συμβαίνει;' Οι προτάσεις που αράδιασα μου φάνηκαν σχεδόν ασυνάρτητες ακούγοντας τον εαυτό μου να μιλάει. Μα η Ζαχαρούλα ύψωσε κείνα τα ελαφίσια μάτια και με κοίταξε με αφοπλιστική αθωότητα κι ύστερα άφησε το κουτάλι της με θόρυβο για να καθίσει στα γόνατά μου κι είπε, για πρώτη φορά, πως μ'αγαπάει.
  Ο Μάκης με έπιασε μια νύχτα, στον πυρετό της ευτυχίας μου και μου είπε, 'η Ζαχαρούλα δεν έχει πει σε κανέναν πως έμενε στο χωριό. Λέει πως είναι Σαλονικιά και πως είμαστε ξαδέρφια της, κι οι δύο.' Τον κοίταξα σαν χάνος επειδή νόμιζα πως αστειευόταν. Μα δεν έμοιαζε να αστειεύεται, κι έξυνε το μουσάκι του σκεπτικός.
 'Δεν προτιμάς να της μιλήσεις εσύ;' τον ρώτησα με κάποια αμηχανία. Ήθελα να τινάξω την ιδέα από πάνω μου, να την αγνοήσω, μέχρι νεωτέρας. Και το κατόρθωσα, για μερικές μέρες. Μέχρι να ξαναέρθει και να μου πει, με σιγουριά τούτη τη φορά, πως η Ζαχαρούλα έλεγε πράγματι ψέματα για τη σχέση μας- κι οι καινούργιοι της φίλοι όλοι πίστευαν πως οι τρεις μας είμαστε ξαδέρφια, κι όταν της βαστούσα το χέρι έλεγαν, δείτε πώς την αγαπάει και μας καμάρωναν. Ο Μάκης είχε νευριάσει, πιότερο από εμένα, θαρρώ, που τ'άκουγα όλα τούτα και δεν καταλάβαινα πολλά. Μάλωσαν κι είχε τόσο ταραχτεί, που βούρκωνε στη διάρκεια της διήγησής του.
'Δεν με θυμώνει εκείνο που λέει', εξηγούσε. 'Το ψέμα είναι που με θυμώνει.'
  Ήξερα πως στο βάθος θύμωνε και με το δική μου στάση, την ανοχή μου και την απάθεια. Εκείνος σταμάτησε να της μιλά, για λίγο καιρό, ενώ εγώ δεν ήξερα διόλου πως να αντιδράσω.  Συνέχισα να βγαίνω μαζί της, συνέχισα να της μιλάω μέχρι που, μια μέρα, δίχως προειδοποίηση, τη ρώτησα. Κι όπως περίμενα, τα αρνήθηκε όλα. Συνοφρυώθηκε, προσβεβλημένη και με ρώτησε αν είχα τρελαθεί.
 Ήταν τότε που ξεκίνησαν τα προβλήματα.
  Ο αγαπημένος, κατά τα φαινόμενα, νέος φίλος της Ζαχαρούλας από τη σχολή της, ήταν ένα αγόρι κοντό, μελαχρινό και δεμένο, με παχιά φρύδια και μακριές βλεφαρίδες. Τον είχα γνωρίσει- δεν ήταν συμπαθητικός μήτε ασυμπάθιστος, έξυπνος ή χαζός. Αδιάφορος, μόλο που το βλέμμα του όταν κοιτούσε το χλωμό, μυτερό πρόσωπο της Ζαχαρούλας του προσέδιδε μια αξία, στα δικά μου, έστω, μάτια. Παραήμουν περήφανος για να δώσω διαστάσεις σε αυτή την παρατήρηση. Γύριζα αλλού, έσφιγγα την παλάμη της κάτω από το τραπέζι. Δεν μου άρεσε να εκτίθεμαι, δεν θα ήθελα κανένας να μπορεί να με αποκαλέσει κτητικό και ζηλιάρη.
 Τις πρώτες μέρες, τον πρώτο καιρό, που βγαίναμε όλοι μαζί, μου έμοιαζαν απλοί γνωστοί. Ύστερα, ξεκίνησα να ακούω το όνομα του ολοένα και πιο συχνά, δίχως όμως να τον βλέπω. Η Ζαχαρούλα δεν τον ανέφερε πια. Είχε καιρό να πει για τον Δαμιανό, την ημέρα που τον πετύχαμε στον Πεζόδρομο.
 Φορούσε ένα λευκό πουλόβερ, πάνω από ένα πουκάμισο με ψιλές ρίγες: μια εμφάνιση που εγώ ποτέ δεν θα επέλεγα. Ολάκερος ο πεζόδρομος ήταν στολισμένος με κορδέλες από φώτα, γαλανά και χρυσά και ξεχείλιζε ανθρώπους. Έμοιαζε όσο αποσυντονισμένος αισθανόμουν εγώ. Η Ζαχαρούλα δεν άντεχε την πολυκοσμία. Έδειχνε νευρική από τη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας στο Κέντρο και, τη στιγμή που πέσαμε πάνω στον Δαμιανό, έσφιγγε και ξέσφιγγε το λουρί της τσάντας της στον ώμο της και μετατόπιζε το βάρος της από το αριστερό πόδι στο δεξί αδιάκοπα.
 Ο Δαμιανός τη φίλησε και στα δυο μάγουλα και μου έδωσε το χέρι σε μια χαλαρή χειραψία. 'Γειά σου, φίλε', είπε τυπικά. Αντεπέδωσα ένα σφιχτό χαμόγελο. Η Ζαχαρούλα τον χαιρέτησε με θέρμη. Κουβέντιασαν λίγο, για τη σχολή, για τις εργασίες, για κάποιο πάρτι για το οποίο άκουγα για πρώτη φορά. Ύστερα, εκείνος τη ρώτησε τι θα έκανε για τις γιορτές κι η Ζαχαρούλα απάντησε πως θα έμενε στη Θεσσαλονίκη ολάκερες τις δυο εβδομάδες.
 Στο άκουσμα αυτής της φράσης, γύρισα ξαφνιασμένος.
 'Πού θα μείνεις;' άρθρωσα κατάπληκτος.
Η Ζαχαρούλα με κοίταξε παράξενα. Τα καστανά μάτια της ήταν ορθάνοιχτα. 'Πού να μείνω;' Ύστερα, γύρισε στον Δαμιανό. 'Τι έκανες με τη Μικροβιολογία;' Ο Δαμιανός αποκρίθηκε. Αισθανόμουν ένα παράξενο βάρος.
 'Ζαχαρούλα, δεν θα πας στο χωριό;'
 'Ποιο χωριό;' ρώτησε ο Δαμιανός.
 'Το χωριό. Στο σπίτι της.' Τον κοίταξα απευθείας στο πρόσωπο. Είχε δυο συμμετρικές ελιές στα ζυγωματικά του, σαν σχέδιο στα φτερά μιας πεταλούδας. Το βλέμμα του ήταν ερωτηματικό.
 'Ναι, θα στα πω', απευθύνθηκε η Ζαχαρούλα σε εμένα. Τίναξε το χέρι κι έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, αλλάζοντας ξανά αστραπιαία το θέμα της συζήτησης. Προσπάθησα να συναντήσω τα μάτια του Δαμιανού, όμως ήταν στραμμένα στη Ζαχαρούλα κι ύστερα στο στολισμένο πεζόδρομο, τα φωτεινά σκοινιά και τις ορδές των καταναλωτών με τα χάρτινα ποτηράκια στα χέρια τους. Είχα πάψει να παρακολουθώ τη συζήτηση κι οι ομιλίες τους μπλέκονταν με εκείνες του κόσμου κι έσβηναν στα αυτιά μου.

 Μόλις απομείναμε οι δυο μας, την έπιασα από το μπράτσο.
 'Τι είναι αυτά που λες;' τη ρώτησα.
 'Τι λέω;' ανταπάντησε ατάραχα. Χάζευε τις βιτρίνες, αποφεύγοντας το βλέμμα μου. Πρόσεξα πως το χέρι της, που έσφιγγε τη σακούλα με τα ψώνια της -ένα καινούργιο, βαρύ άρωμα που μου θύμιζε κάπως τη θεία μου κι ένα βυσσινί κραγιόν σε χρυσό κουτάκι- είχε ασπρίσει, στις αρθρώσεις.
 'Ποια Θεσσαλονίκη; Πού θα πας;'
 'Θα πάω Θεσσαλονίκη τα Χριστούγεννα.'
'Αλήθεια.' Στένεψα τα μάτια μου. 'Σε ποιόν;'
'Γιατί μου κάνεις τόσες ερωτήσεις;'
'Σε ποιόν;'
'Στη Ματίνα.'
'Θα πας στη Ματίνα για δύο εβδομάδες;'
'Ναι, θα πάω.' Σταμάτησε να προχωράει και με κοίταξε επίμονα, προτάσσοντας το σαγόνι. 'Τελείωσες;'
'Δεν καταλαβαίνω γιατί μου λες ψέματα!'
'Δεν σου λέω ψέματα', έκρωξε ξέπνοα και τίναξε τα χέρια της προς τα κάτω νευρικά. Είχε γίνει κατακόκκινη και τα μάτια της πλυμμήριζαν δάκρυα. Αισθάνθηκα ντροπή. Αισθάνθηκα παράλογος.
 Άπλωσα το χέρι μου στον ώμο της για να την αγκαλιάσω, μα εκείνη τραβήχτηκε μακριά μου. Η ματιά της ήταν καρφωμένη στα παπούτσια της. 'Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί με κατηγορείς.'
 'Δεν σε κατηγορώ.'
  Η Ζαχαρούλα άνοιξε το βήμα της. Την ακολούθησα κατά πόδας. 'Με κατηγορείς. Με κατηγορείς και μου φωνάζεις και με κάνεις ρεζίλι μπροστά στους φίλους μου.'
'Δεν κάνω τίποτα από όλα αυτά.'
'Τα κάνεις όλα αυτά.'
'Συγγνώμη που σε έριξα στα μάτια του Δαμιανού.'

 Η συνέχεια της συζήτησης, του πρώτου από μια σειρά από καβγάδες, ήταν η Ζαχαρούλα να σηκώνει τα φρύδια της και να ανακοινώνει πως δεν είχε χρόνο για τις ανασφάλειες και τους παραλογισμούς μου κι εγώ να αισθάνομαι ότι ασφυκτυώ. Ο ίδιος τσακωμός επαναλήφθηκε πολλές φορές και με διαφορετικές εκφάνσεις, με τη Ζαχαρούλα να με ειρωνεύεται και να με απαξιώνει, με εμένα να παρεκτρέπομαι και να βάζω τις φωνές. Είχα επιχειρήσει τα πάντα για να τους σταματήσω. Συζητούσαμε με τις ώρες, την αγκάλιαζα όταν ταραζόταν, την έπαιρνα με το μαλακό, διέκοπτα το διάλογο, σταματούσα να μιλάω, την κατηγορούσα. Κι όσο άλλαζα τακτικές και τις έβλεπα να αποτυγχάνουν, τόσο τα έβαζα με τον εαυτό μου. Σιχαινόμουν να με βλέπω σε αυτή την κατάσταση, να χρησιμοποιώ το όνομα του Δαμιανού, να χάνω την αυτοκυριαρχία μου. Την τελευταία φορά που μαλώσαμε, η Ζαχαρούλα βρόντηξε το χέρι της στο τραπέζι, που κουδούνισε από τα δαχτυλίδια που φορούσε.
 'Σε έχω βαρεθεί! Έχω βαρεθεί τη ζήλια σου, την παράνοιά σου, τα κόμπλεξ σου. Το γεγονός ότι έχω φίλους ενώ εσύ βγαίνεις με τα ίδια τρία άτομα εδώ κι ένα χρόνο, το γεγονός ότι ζηλεύεις που κάνω παρέα με αγόρια, δεν με κάνει ψεύτρα! Εσύ πιστεύεις πως έχω επινοήσει μια ολάκερη ιστορία για τον εαυτό μου- έχεις πρόβλημα, αυτό συμβαίνει. Δεν ξέρω τί πρόβλημα, αλλά κοίτα να το λύσεις.'
 Σήκωσα τα μάτια μου και διάβασα στην έκφρασή της πως ήξερε ότι το είχε παρακάνει. Άνοιξε το στόμα της.
 'Αφού έχεις βαρεθεί', είπα με φωνή που μόλις ακουγόταν.
 'Δεν-'
 'Αφού έχεις βαρεθεί, δεν υπάρχει λόγος να το τραβάμε άλλο.' Εισέπνευσα τρεμουλιαστά. Πίεσα τις παλάμες μου στα γόνατα και σηκώθηκα από τον καναπέ. 'Πάω σπίτι.' Μια φούσκα ανέβαινε στο λαιμό μου.
 'Ωραία, μια στιγμή-'
 'Μην με πάρεις, μη μου στείλεις. Αφού βαρέθηκες. Καληνύχτα.'
  Κι έπειτα -για αυτό δεν είμαι περήφανος, μα η ζωή δεν είναι δίκαια, η ζωή δεν είναι τέλεια- γύρισα στο σπίτι μου και κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας, έβαλα το πρόσωπό μου στα χέρια μου κι έκλαψα. Έκλαψα με τις ώρες, έκλαψα για το σπίτι μου, που μου έλειπε, για τον παγωμένο περσινό χειμώνα, για τη δυσκολία μου να ανοιχτώ, να μοιραστώ όσα σκεφτόμουν κι είχα ανάγκη, για τη Ζαχαρούλα, για το Δαμιανό και το Μάκη και τον κόμπο στο στέρνο που απειλούσε να με στραγγαλίσει και για το μυαλό μου, το οποίο ένιωθα πως έχανα. Έκλαψα μέχρι που τα μάτια μου κοκκίνησαν και πρήστηκαν, έκλαψα μέχρι να γυρίζει το κεφάλι μου και να ξεραθεί το στόμα μου. Κι ύστερα σηκώθηκα κι έπεσα για ύπνο.
 Οι επόμενες δυο εβδομάδες κύλησαν αργά, με μπύρες στον Πεζόδρομο με το Μάκη, που είχε μαλακώσει όταν έμαθε πως μάλωσα με τη Ζαχαρούλα κι ήταν ξανά ο πρόσχαρος παλιός εαυτός του και τους άλλους δυο φίλους μας, τα Δίδυμα. Αγνοούσα τα τηλεφωνήματα της Ζαχαρούλας, δεν διάβαζα τα μηνύματά της. Όταν ξεθύμανα, άρχισα να λυγίζω. Με καλούσε σταθερά κάθε τρεις ημέρες, αργά το απόγιομα κι εγώ έκανα πως δεν έβλεπα τις κλήσεις της. Μέχρι που, μια Κυριακή, το σήκωσα.
 'Γειά', είπα. Δεν ήξερα πως να αρχίσω.
 'Γειά', μιμήθηκε ξέπνοα στην άλλη μεριά της γραμμής. Ακουγόταν ανακουφισμένη.

 Βρεθήκαμε την επόμενη το βράδυ. Κοιμηθήκαμε μαζί και, ξέρεις, ο τιδήποτε αυτό συνεπάγεται. Τα βρήκαμε. Ο Μάκης δεν μίλησε. Η Ζαχαρούλα θα έφευγε μια μέρα νωρίτερα από εμάς, για τη Θεσσαλονίκη. Δεν δέχτηκε να με αφήσει να την πάω μέχρι το σταθμό. Είπε πως δεν ήθελε να με ταλαιπωρήσει.
'Όλα ψέματα είναι, ρε μαλάκα' είπε ο φίλος μου όταν επέστρεψα στο σπίτι. 'Δεν γίνεται να μην το καταλαβαίνεις.'
 Ξεφύσηξα κι είπα ότι δεν ήξερα, ότι είχα κουραστεί.
'Έλα στο χωριό. Έλα τρεις μερούλες, να δεις τους δικούς σου, να πάρεις αέρα. Αφού θ'ανέβουν και οι Σηραγλήδες, αύριο. Και γύρισε στο σπίτι την Παραμονή, να δεις τους δικούς σου.'
'Έχεις δίκιο.' Σήκωσα τα μανίκια μου. Εκείνη τη στιγμή, θα προτιμούσα να βρίσκομαι οπουδήποτε αλλού. Εκείνη τη στιγμή, κάπου μέσα μου, έστω και βαθιά, δεν χωρούσε αμφιβολία. Ήξερα τί θα έβρισκα πάνω. Όσο κι αν επιθυμούσα, κουνώντας το κεφάλι μου, να απωθήσω το λογισμό, εκείνος παρέμενε ακλόνητος.
 Τη νύχτα, πήρα ξέχωρο δρομολόγιο από το Μάκη, που είχε ήδη κλείσει εισητήρια για το λεωφορείο των επτά. Δεν έκλεισα μάτι, χάζευα από το παράθυρο το χιόνι που έπεφτε μαλακά και, για πρώτη φορά μετά από δεκαπέντε μήνες, δεν σκεφτόμουν τίποτα, απολύτως τίποτα.
 Τα πόδια μου με πήγαν στο σπίτι μου κι από εκεί στον κεντρικό, παρά τις αντιρρήσεις των παππούδων μου, που έλεγαν πως είχε μαζέψει πάγο και τα αμάξια γλιστρούσαν και πως θα ήμουν, βέβαια, κουρασμένος κι έπρεπε να αναπαυτώ. Μα ο δρόμος ήταν, σαν άλλοτε, γεμάτος αυτοκίνητα κι αντί για πάγο ήταν στρωμένος με μια γκρίζα λάσπη από χαλίκι και βρώμα και λιωμένο χιόνι, αυλακωμένη από τα τραχιά ελαστικά. Ο βοριάς, χαρούμενος κι ηλιόλουστος, με μαστίγωνε στο πρόσωπο κι έκανε τα μάτια μου να τσούζουν. Το κινητό μου δονείτο στην τσέπη μου : ο Μάκης ήξερε τι ώρα θα έφτανα και με έψαχνε, βέβαια. Πρώτα, όμως, έπρεπε να τελειώσω τη δουλειά μου, να βγω στον περιφερειακό και να βεβαιωθώ πως όλα ήταν αλήθεια. Σκεφτόμουν τον πάγκο της Ζαχαρούλας, στην πίσω γωνία της λαϊκής αγοράς κι ήταν σαν να τον έβλεπα, άδειο και φορτωμένο μήλα, με τους γονείς της στους δυο διπλανούς. 'Πού είναι η Ζαχαρούλα;' θα ρωτούσα, δήθεν αδιάφορα. 'Στη Θεσσαλονίκη, ε; Όμορφη, η συμπρωτεύουσα.' Κι εκείνοι θα γελούσαν και θα κουνούσαν το κεφάλι τους και θα έλεγαν πως λαχταρούσαν κι εκείνοι ν'αλαφρώσουν από τις δουλειές, κάποτε, πέραν από ανήμερα, γιατί τώρα που όλοι επέστρεφαν για τις γιορτές είχαν τραπέζια κι ήθελαν φρέσκα λαχανικά από το μποστάνι. Και θα ρωτούσαν για τους δικούς μου, θα ρωτούσαν πως περνάμε, πώς είναι η Ζαχαρούλα και θα έλεγα πως είναι καλά και θα την πεθυμήσω που λείπει. Θα τη δω σε δυο βδομάδες, θα έλεγα. Θα την έβλεπα.
 Και τα πόδια μου θαρρείς δεν πατούσαν στο έδαφος.
 Μόλις έφτασα μπροστά στη λαϊκή, ήταν λες κι ο πάγκος στεκόταν εκεί και με έβλεπε, και τον έβλεπα πίσω. Προχώρησα μπροστά από τις τέντες, πέρασα τους εμπόρους και τους μικροπωλητές κι η αίσθηση στο στομάχι μου είχε γίνει τόσο σταθερή και βαριά, που όταν είδα τη Ζαχαρούλα να στέκεται ανάμεσα στα μήλα, διαλαλώντας μέσα στο γαλάζιο αδιάβροχό της, ένιωσα το στομάχι μου να αναποδογυρίζει σαν καρυδότσουφλο.
-'Έλα, τα καλά μήλα, ένα το κιλό κι ένα το καλό, έλα, τα μήλα-'   Μόλις με είδε, η φράση της έμεινε μετέωρη. Το ήδη χλωμό πρόσωπό της πάνιασε, το στόμα της έμεινε μισάνοιχτο. Τα χέρια της, που κρατούσαν γερά ένα μήλο, κατέβηκαν αφηρημένα, κρεμάστηκαν στο κενό, σαν φτερούγες πουλιού. Οι σόλες των παπουτσιών μου δεν άγγιζαν το δρόμο όταν ζύγωσα τον πάγκο. Πλησίαζα με τεράστιες δρασκελιές. Την κοίταξα στα μάτια. Τα δικά της ήταν ορθάνοιχτα, μεγάλα σαν πιατέλες και σπίθιζαν με φόβο.
 'Ζαχαρούλα!'
Κοίταξε έντρομη γύρω της κι ύστερα ξανά εμένα. Την έφτασα. Στεκόταν ένα μέτρο από μένα, με το μυτερό πρόσωπό της παγωμένο σε μια κέρινη έκφραση.
-'Ζαχαρούλα', φώναξα, σηκώνοντας ένα μήλο και πετώντας το κάτω με δύναμη, κάνοντας τα υπόλοιπα να αναπηδήσουν, ένα ή δύο να γλιστρήσουν στο έδαφος. 'Ζαχαρούλα, είσαι ψεύτρα, και τα μήλα σου είναι γεμάτα σκουλήκια!'

Comments

Popular Posts