ΑΛΑΦΡΟΙΣΚΙΩΤΗ



Πες της Ματίνας πως λίγο με ενδιαφέρει εκείνος ο αλλοπαρμένος, ο γκόμενός της, ας την ακουμπά με ο, τι τρόπο θέλει με εκείνα τα πελώρια ιδρωμένα χέρια κι ας σφυρίζει μέσα από τα δόντια του σαν φίδι όποτε με συναντά. Μήτε τον φοβάμαι, μήτε ακούω λέξη για το άτομό μου, από κείνες που σιγομουρμουράει: κακορίζικη, σαφρακιασμένη κι αλαφροϊσκιωτη, μικρή μάγισσα, παράωρη με ανεβάζει και με κατεβάζει χίλια κοσμητικά άσχημα και με κάνει ν'ακούγομαι ωσάν ξωτικό. Μακάρι να ήμουν ξωτικό και να έκλεβα τα ξεθωριασμένα γαλανά μάτια που'χει κι είναι σαν πολυκαιρισμένοι βόλοι. Αν το έκανα, μπορεί η Ματίνα να πρόσεχε κάτι, επιτέλους, πέρα από εκείνα. Καταπώς φαίνεται, εκείνος είναι το ξωτικό, δεν μπορεί παρά να της έχει κάνει κάτι, μάγια ή μη, εγώ δεν θα μπορούσα να ξέρω. Δεν περιμένει πια το λεωφορείο στη Στάση Μας, μήτε φοράει τις φούξια γκέτες με τις χρυσοκλωστές που κρέμονται και τα κρόσσια τις Παρασκευές, για να βγει μαζί μας στη φωτισμένη Λεωφόρο, να απλώσει τις παλάμες της, μακριά, ασημένια ακρυλικά νύχια που θαρρείς θα γδάρουν τις πόρτες των αυτοκινήτων που περνούν με αστραπιαία ταχύτητα. Πότε πότε, οι επιβάτες προλαβαίνουν να τεντώσουν τα δικά τους χέρια και σχεδόν να ακουμπήσουν τα δικά μας, για ένα ψεύτικο δευτερόλεπτο. Ψεύτικο, όπως οι χλιαρές προσπάθειές του να με κάνει να πιστέψω πως με συμπαθεί όταν καθόμαστε στο σαλονάκι τους, σάματις δεν βλέπω πως έχει στερεώσει τη σκούπα ανάποδα μέσα από την πόρτα που δεν είναι παρά μια κουρτίνα από πλαστικές χάντρες. Πες της Ματίνας, ποσώς με απασχολεί και με ευχαριστεί που με σκιάζεται , ο κατσικοπόδαρος και με κρυφή χαρά τυλίγω επιδεικτικά το τελευταίο κοκκαλάκι που μένει στην πετσέτα μου, αφού δειπνήσουμε στο φαγωμένο τραπέζι και το βάζω στην τσέπη μου, κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Και πως ψιθυρίζω ανάποδες ευχές, όταν τον ακούω που με σχολιάζει και πως, αν συνεχίσει να ρίχνει αυτά τα βλέμματα που νομίζει διακριτικά στη γυρισμένη πλάτη μου και χαμηλότερα θα φροντίσω να προβλέψω ξανά εκείνο που προέβλεψα το Γενάρη κι είμαι σίγουρη πως ακόμη τον κάνει να τινάζεται ιδρωμένος στον ύπνο του.



 Δ


Με εμπιστεύεσαι;

Οι αλυσίδες της κούνιας καίνε φουσκάλες στις παλάμες, πληγιάζουν τα χέρια μου και δεν πιστεύω πως θα αντέξω να κρατηθώ άλλο μα μου δίνω δευτερόλεπτα, υπομένω : κουράστηκα, κι εσύ κουράστηκες, κάτι γδέρνει τα κάγκελα μα δεν έχω εικόνα του. Το σκοτάδι νικά το ημίφως και δεν περιμένω να αλλάξει η ώρα, κάθομαι ήσυχα. Δεν περιμένω πια, περίμενα εννέα μήνες, εννέα μήνες που θα μπορούσαν να είχαν φέρει ζωή στον κόσμο, μα δεν μου προσέφεραν παρά ένα αδειανό ποτήρι κι έναν πονοκέφαλο, κομμάτι ενοχλητικό. Με εμπιστεύεσαι; Σε ψάχνω με τα χέρια, σε ψάχνω στο στρώμα που είναι ακόμη ζεστό και νοτισμένο και στον σκληρό πάγκο της κουζίνας, με διστακτικό, πνιχτά τρομαγμένο χάδι στο μάρμαρο. Σε ψάχνω με το κεφάλι ψηλά, χτυπώντας τους γοφούς μου στις γωνίες από τα έπιπλα και σκουντουφλώντας μα ακούω την ανάσα σου και ξέρω πως είσαι κοντά, και τα ζεματισμένα χέρια μου δεν πονούν. Αλήθεια, μονάχα ένα δώρο είχα κι εκείνο το έχασα- μόλο που είμαι τυφλή μπορώ, αν και με δυσκολία, να ξεχωρίζω το φως από το σκοτάδι.



 Δ


Είδα στον ύπνο μου πως μπήκαμε στο Υπουργείο, ένα Φλεβάρη- ίσως και να 'ταν Μάρτης και να έκανε την πρώτη ξαστεριά του έτους, μα όλα είναι θολά, όλα είναι νερομπογιές στους καμβάδες σου. Είδα τα παιδιά να πηδούν τα κάγκελα και να κρεμούν πανό στις μάντρες και την Ασφάλεια να υποχωρεί, να τους δίνει χώρο να περάσουν. Είδα πως είχα μαλλιά κόκκινα, σαν τη φωτιά κι ο λαιμός μου βράχνιαζε, τα πνευμόνια μου έκαιγαν από την παγωνιά. Έχουν περάσει χρόνια, καταπώς φαίνεται, δεν ξέρω ακριβώς πόσα κι ούτε με ανησυχεί, γιατί τα χρόνια είναι ψεύτικα και μου θυμίζουν πάντα Εκείνη, με το κέρινο πρόσωπο και το δέρμα σαν τριμμένο πανί. Είχα ακόμη φωνή, τότε, ήμουν αληθινό κορίτσι κι άντεχα το ξεροβόρι και το κρύο και τα βλέμματα πάνω μου, δεν κρυβόμουν σαν φοβισμένο ποντίκι, δεν έσκουζα. Κι είχα σηκωθεί όρθια, καταμεσής της μαρμάρινης αίθουσας, έλεγαν, μικρός κόσμος, όλοι οι φίλοι της με ξέρουν, στερέωνα τα χέρια στη μέση μου, φώναζα, δεν ντρέπεστε; Δεν ντρέπεσαι; Πίνουμε το αίμα μας μεταλαβιά τόσους μήνες τώρα, με ψωμί ξερό και ποτήρι τσίγκινο, σκουριασμένο. Θα σε φοβηθώ, πιστεύεις; Για πες μου, λίγο. Και πράγματι δεν φοβόμουν, τότε, το είδα στον ύπνο μου κι ανέβαινα στο βουνό ξημέρωμα, με ίσια πόδια, γόνατα που δε λύγιζαν, κοιτούσα ευθεία μπροστά. Είδα πως μ'αγαπούσες και, βαθιά μέσα μου, ακόμα το πιστεύω, ας το είδα στον ύπνο μου κι όταν έφτανα στην πρώτη κορυφή σιγόβραζα κι έλιωνα από μέσα προς τα έξω, τα σωθικά μου κολλούσαν σαν καραμέλα και γινόμουν χρυσή και ρόδινη.

Comments

Popular Posts