Μνημόσυνο


ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ
Τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες
και μια νύχτα
πριν
θα σου έλεγα, δεν ξέρω
δεν λέω ψέματα
μα σήμερα ξέρω πολύ καλά

Σήμερα ξέρω
κι ελπίζω
κι απεύχομαι
να έχεις το θάρρος να με κοιτάξεις στα μάτια
να έχεις λιώσει τα γόνατά σου στα μνήματα


ΔΙΕΛΚΥΣΤΙΝΔΑ
Τα μυστικά μου είναι πια τόσα που τα φυλάω
σε ντοσιέ, ξεχωριστές διαφάνειες με πολύχρωμες ετικέτες
τα έχω καταλάβει όλα- δεν είναι παρά ένα παιχνίδι του νου
διελκυστίνδα, εσύ τραβάς κι εγώ αφήνω, κι εσύ αφήνεις κι εγώ
τραβάω, τραβάω και τα χέρια μου καίγονται: μακάρι να καίγονταν
τα χέρια μου
τα χέρια μας
λέω στον εαυτό μου, όταν σφίξεις το μεταλλικό σκελετό της τσουλήθρας
πριν κατέβεις κι αυτά γεμίσουν φουσκάλες, θα ξέρεις πως νίκησες
θα ξέρεις πως είναι Απρίλης
ως τότε κράτα
μην τραβάς
μην αφήνεις
διελκυστίνδα, είναι ένας ακόμη χειμώνας κι είναι λειψός- κράτα γερά
δεν μένει τίποτα, μισή ανάσα
κι η λιακάδα θα πλυμμηρίζει τις χαραμάδες, θα παρασέρνει τα βότσαλα, το κρύο στήθος
θα γλυκάνει, οι ώμοι θα πέσουν
τα άδεια πλευρά θα γεμίσουν ξανά
δεν χρειάζεσαι, δεν πεινάς, δεν διψάς
μισή ανάσα, σαράντα μέρες
ένα μνημόσυνο
κράτα γερά.


ΜΑΣΤΙΧΑ
Δεν μ'αγαπάς
Δεν θα ήταν οι Λεωφόροι κενές
τα λουλούδια άοσμα
οι τοίχοι κρύοι

Δεν θα έσφιγγε κάτι
ανάμεσα στα πνευμόνια,
η ανάσα δεν θα σκάλωνε στο στήθος
το νερό θα είχε γεύση

δεν θα τσαλαβουτούσα στα νερά
απ'τις μουντές βροχές
-τέσσερις μήνες!-
όταν κοιτούσα ψηλά, δε θα 'βλεπα άστρα

Αν μ'αγαπούσες


ΣΟΦΙΑ
Εγώ κι εσύ
εσύ κι εγώ
εμείς
καμένο λάστιχο στη σκοτεινή Εθνική Οδό
φωτορομάντζα
λιωμένο πλαστικό κολλάει στην άσφαλτο
αρκούμουν αφελώς στην ασφάλεια
στην αυταρέσκειά μου
πιστεύεις πως μπορείς να προστατευτείς;
γελώ τόσο, που ρίχνω το κεφάλι πίσω
δεν μου λείπουν τα στενά, δεν με λυπάμαι!
Μάλλον θα μου άξιζε.

Το μόνο που μετανιώνω είναι οι φοίνικες:
έσκισες τις καρτ ποστάλ και τις πετσέτες παραλίας
μα αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε
των ωκεανό- αυτοί δεν είναι
δεν τους έπρεπε να είναι
απλά δέντρα.


ΕΚΕΙΝΟΣ
Στάσου όπως αγαπάς, κορδώσου και κόμπιασε
σε παρακολουθώ με ένα απλανές χαμόγελο
γνωρίζοντας καλά τι λαχταράς
κάτω απ'τα συγκαλυμμένα τρομαγμένα βλέμματα
μα εσύ δεν είσαι, μήτε θα γίνεις ποτέ
Εκείνος

Εκείνος, με βουτούσε στο παγωμένο νερό
και με τραβούσε από τα μαλλιά, σώζοντάς με
όταν κοβόταν η ανάσα μου
Εκείνος, βάδισε πλάι μου στα χαρακώματα
είδε μαζί μου κάτω απ'τα πόδια την άκρη του κόσμου
να σβήνει στον ορίζοντα
Εκείνος, μια ζωή δυστυχίας
για την μεθυσμένη ευτυχία λίγων στιγμών
την καυτή άμμο
τα αστραπιαία καλοκαίρια της ύπαρξης
Στα'δωσα όλα
τώρα δεν απομένει πια τίποτα

Εκείνος, θα ήξερε τι να πει
Όταν βουλιάζω σαν φρυγανιά, θρυμματίζομαι
στο λικέρ
όταν εσύ απλά στέκεις
θα ήξερε τι να κάνει
γέλα όσο θες, προσποιήσου
πως νιώθεις άνετα
εσύ δεν είσαι, μήτε θα γίνεις ποτέ!

Comments

Popular Posts