Τα κοκοράκια

drawing tumblr hipster vintage design moon Grunge stars Sketch ...


Η Στελλίνα δυσκολεύεται να κουνήσει. Η υγρή, ζεστή καμαρούλα που γνώρισε τον Οκτώβρη έχει πια μετατραπεί σε κολαστήριο, στα τέλη ενός κοχλάζοντος Ιούλη και τις λίγες φορές που έχει κατορθώσει να βγει από το σπίτι, νομίζει πως τα πρησμένα πόδια της θα λιώσουν και θα κολλήσουν στην άσφαλτο σαν μασημένη τσίχλα. Περνά τις περισσότερες ώρες της στην καρέκλα, με τις φτέρνες καλά στερεωμένες στο παράθυρο για να ξεκουράζει τους υπέρογκους αστραγάλους της. Διαβάζει τα περιοδικά που της φέρνει ο Βάσσος από το περίπτερο και πιπιλάει γλειφιτζούρια-κοκοράκια μέχρι να μείνει μονάχα το λευκό, πλαστικό καλαμάκι σαν ξεγυμνωμένο οστό που αναδύεται από τη φαγωμένη σάρκα. Η πίεση στην κύστη της την εξαναγκάζει να σηκώνεται συχνά, μα δεν την ενοχλεί. Τους τελευταίους τρεις μήνες, έχει βαρεθεί το κρεβάτι της. Παρά τις προειδοποιήσεις της μάνας και της γιαγιάς της, δεν μπορεί πια τις κατακλίσεις στη μέση και τον ιδρώτα, τα σεντόνια που κολλούν στο σώμα της. Προτιμά την καθιστή θέση και, άλλωστε, ο γιατρός τη βεβαιώνει πως δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.


 Όταν συνέβη η αποκόλληση, τρόμαξε πολύ. Της πήρε βδομάδες να συνέλθει, ο παροξυσμός κλάματος και πανικού έκανε ακόμη και το γιατρό να ανησυχήσει πως θα έχανε το μωρό, όχι από την ίδια την αποκόλληση αλλά από τη στεναχώρια. Η μάνα κι η γιαγιά της γέμισαν το δωμάτιο με εικονίτσες, χαϊμαλιά και κομποσκοίνια. Κείνη η γιαγιά το παρατράβηξε, ρίχνοντας ολημερίς λάδια και σταυρώνοντάς την. 'Είναι μικρή κοπέλα, κυρά-Γιάννα, δεν παθαίνει τίποτε!' τη μάλωνε ο γιατρός όταν ερχόταν να εξετάσει τη Στελλίνα. Μα η γιαγιά δεν έπαιρνε από λόγια.


  'Γιατρέ, εγώ μεγάλωσα τέσσερες κόρες', έκρωζε 'και δυο γιούς και μου κάναν όλοι παιδιά κι είναι αυτό το τρίτο μου εγγόνι. Νομίζεις δεν ξέρω τίποτε;' Ο μεγάλος αδερφός της Στελλίνας έχει ήδη δυο κόρες, ο δεύτερος δεν έχει παντρευτεί, η τρίτη στη σειρά είναι η Στελλίνα κι η μικρότερη, η Γιώτα, είναι ακόμη παιδί. Μα είναι όμορφη, μόλο που είναι μισοριξιά, ακόμη και για την ηλικία της. Τα μαλλιά της δεν είναι κατράμι, σαν των άλλων τριών, αλλά ανοιχτόχρωμα, με χρυσές ανταύγιες και τα μάτια της καστανοπράσινα και μπιρμπιλωτά. Είναι λιγνή, με αρμονικούς ώμους και πιτσίλες στη μύτη. Ήδη τη ζητάνε, μα ο πατέρας δε θέλει να τη δώσει ακόμα. Λέει πως είναι μωρό παιδί, δεν έχει κλείσει τα δέκα, δεν έχει γίνει μήτε γυναίκα και θέλει να περιμένει το λιγότερο μέχρι να της έρθουν τα έμμηνα για να την αρραβωνιάσει. Η μάνα της πιέζει, λέει πως είναι όμορφο το κορίτσι και θα την κλέψουν αν δεν την εξασφαλίσουν κι ύστερα δε θα τη θέλει κανείς και θα καταλήξει σαν τη Γωγώ του Λάμπη -η Γωγώ του Λάμπη είναι εικοσιπέντε, μένει ακόμη στο πατρικό της και δεν προβλέπεται να μετακομίσει σύντομα.

Ο πατέρας της Στελλίνας δε σηκώνει πολλά πολλά, γιατί η μάνα της κάνει γκρίνιες για το κάθε τί: την καινούργια χύτρα ταχύτητας που τη μπερδεύει, δεν ξέρει πώς να τη χρησιμοποιεί και τρεις φορές μέχρι στιγμής έχει σκάσει, το καπάκι εκτοξεύτηκε στον τοίχο δημιουργώντας μια τεράστια ρωγμή στο σοβά, τα φάρμακα που δεν γράφει ο γιατρός της γιαγιάς κι αναγκάζεται να πληρώσει από την τσέπη τους, τους γιό της που δεν της φέρνει τα εγγόνια κάθε μέρα και θα ξεχάσουν τη γιαγιά τους. Όταν αρχίζει, ο πατέρας της ξεφυσά, ξύνει το γκριζόμαυρο μουστάκι του και φτύνει στο πλάι. 'Σώπα, μωρή Μαρία', την αποπαίρνει, 'σώπα και μου'χεις πάρει τ'αυτιά. Θες τίποτε που να μην το έχεις;'
'Θέλω πολλά εγγόνια, θέλω να μην μου βάνετε μπελάδες όλη την ώρα, τί μου το 'φερες εδώ αυτό το μαραφέτι; Έχει τις οδηγίες στα εγγλέζικα, πού να ξέρω εγώ να διαβάσω εγγλέζικα;' Κι όταν ο άντρας της τής λέει να το πάει στο γιό της, παραπονιέται πως δεν μπορεί να πάει γιατί ο γιός της δεν έρχεται να τη βλέπει κι έχει ξεχάσει τη μάνα του για το τσουλάκι των Βοτσαρέων που, ενώ έχει βγάλει δυο παιδιά, βγαίνει όξω και πίνει ποτά στα μαγαζιά αντί να κάθεται σπίτι της. 'Δεν έχω φτάσει εγώ τριανταπέντε χρονώ για να μου έρχεται η νύφη με τον κώλο απόξω', κρώζει. Η Στελλίνα βαριέται. Συμπαθεί την γυναίκα του αδερφού της. Η Κλέλια είναι τρια χρόνια μεγαλύτερη από την ίδια κι έχει σκουλαρίκι στο στόμα, κάτι που η μάνα της ξεκαθάρισε από όταν ακόμη πήγαινε σχολείο πως δεν επρόκειτο να συνέβαινε αν δεν μεσολαβούσε η νεκρόκασα για να τη σταματήσει από το να κάνει φονικό. Τους ξέρει όλους στα μαγαζιά κι όταν βγαίνουν τις κερνάνε ποτά, βότκα με Χέλλ κι η Κλέλια δε μεθάει κι όταν γυρίζει και μαζεύει τα μωρά από τη μάνα της, τη Βοτσάραινα, μιλά κανονικά την ώρα που η ίδια δεν κατορθώνει να αρθρώσει λέξη.

 Άλλη μια αντίρρηση της μάνας της είναι που ο άντρας της την αφήνει να βγαίνει. Ο Βάσσος παραείναι ανεκτικός, λέει κι η ίδια δεν θα έπρεπε να γυρίζει από δω κι από κει γιατί κινδυνεύει να χαλάσει το στεφάνι της. Η Στελλίνα δεν θα έκανε ποτέ καμία κουτσουκέλα κι άλλωστε οι έξοδοι χωρίς τον άντρα της σπανίζουν, βγαίνει μόνο μια στο τόσο με την κουνιάδα και τις φίλες της ή με το μεγάλο της αδερφό. Ο Βάσσος είναι ανεκτικός σε πολλά θέματα και δεν έχει τρομερές απαιτήσεις, όπως άλλοι άντρες φιλενάδων της που κάνουν χαμό αν δουν και τις κοιτά κανένας στο δρόμο ή αν κάνουν καμία χαζομάρα με τα χρήματα. Μπορεί και τη συντηρεί, δεν χρειάζεται να δουλεύει κι από τον Σεπτέμβριο έχει κατέβει στη λαϊκή μονάχα για να ψωνίσει. Πέρσι και πρόπερσι, από τότε που έκοψε οριστικά το σχολείο, βοηθούσε τον πατέρα της. Φέτος δεν υπήρξε ανάγκη. Ήταν κουραστικό να σηκώνεται χαράματα, ενώ τώρα καθαρίζει το σπίτι, διαβάζει τα περιοδικά της, βλέπει τηλεόραση και μαγειρεύει όσο εκείνος λείπει στη δουλειά. Της φέρνει ό,τι λαχταράει. Την κανακεύει. Είναι, βέβαια, νευρικός όπως οι περισσότεροι άντρες και καπνίζει σα φουγάρο, γυρίζει μεθυσμένος καμιά φορά μα ποτέ δεν της φωνάζει μήτε έχει απλώσει χέρι πάνω της.

 Το μοναδικό ελάττωμα του Βάσσου, που έχει δει αυτό τον ένα χρόνο που μένει μαζί του, είναι πως ο άντρας της δεν είναι νοικοκύρης. Καλύτερα, δεν έχει δική του βούληση. Ρωτά την μάνα και τον πατέρα του πριν κάθε τι, πρωτού αγοράσει τηλεόραση, πριν τους νοικιάσει σπίτι, για κάθε κίνησή του με το κρεοπωλείο, για το τί να γυρέψει από τη γυναίκα του να μαγειρέψει το βράδυ. Μόλο που αυτό δεν πρόκειται για ελάττωμα απο μοναχό του, μα καλύτερα, για μέρος του χαρακτήρα που θα μπορούσε να είναι ελάττωμα αν δεν έμπλεκε τόσο στη ζωή τους. Η Στελλίνα το εκμυστηρεύτηκε θλιμμένη στην Κλέλια ένα βράδυ με έναν κόμπο στο στομάχι, πως ο άντρας της ήταν ειρηνικός κι ήρεμος μα άβουλος σαν παιδάκι. Ζήλευε τους άντρες των φιλενάδων της, ή τα αγόρια τους -δεν είχαν παντρευτεί όλες, είχαν χρόνια, άλλωστε, μπροστά τους- που είχαν πιο, πώς έλεγαν εκείνη την έκφραση, σιδερένια γροθιά ή κάτι αντίστοιχο. Ανησυχούσε πως αυτό δεν θα τους έβγαινε σε καλό. Τώρα είναι ακόμη παιδιά, η Στελλίνα μόλις έκλεισε τα δεκαέξι κι ο Βάσσος θα γίνει εικοσιένα τον ερχόμενο Νοέμβρη, μα σε πέντε χρόνια θα έχει αλλάξει; ρώτησε την κουνιάδα της συνοφρυωμένη. Η Κλέλια κούνησε λίγο το μωρό στα χέρια της. Χαμογέλασε νηφάλια και μίλησε αργά.
'Αγάπη μου', της είπε, 'απόλαυσέ το τώρα. Δε μπορείς να ελέγχεις το μέλλον. Ίσως να αλλάξει ως τότε. Οι άντρες μένουν πάντα παιδιά σχεδόν πάνοτε, μα η μόνη περίπτωση να αλλάξει ο άντρας, είναι να γίνει πατέρας. Το μωρό μπορεί να τον ωριμάσει. Σου φέρεται καλά, είναι ευγενικός, δε μαλώνετε, δε σε χτυπάει. Έχει τα ελαττώματά του, κάνει τσαπατσουλιές, δεν μπορεί να φυλάξει λεφτά στην άκρη. Ανάλαβε εσύ να τα κάνεις αυτά κι άσε στο Βάσσο αυτά που μπορεί. Μπορεί ο καιρός να τον αλλάξει.'

Η Στελλίνα αισθάνθηκε αμέσως ένα κύμα ανακούφισης. Το ζήτημα την απασχολούσε πολύ καιρό, την τριβέλιζε σαν κουνούπι που γυρίζει στο δωμάτιο και δεν σ'αφήνει να κλείσεις μάτι. Σκεφτόταν πως ο γάμος της δεν θα στέριωνε, πως θα είχε προβλήματα και πως μπορεί να είχε διαλέξει λάθος. Είχε δεχτεί να τον πάρει για άντρα, της άρεζε πολύ κι έβγαιναν και λίγο καιρό πριν αρραβωνιαστούν. Δεν την τριγύριζαν πολλά αγόρια από εκείνους που της άρεζαν και δεν ήθελε να δίνει δικαιώματα μιλώντας σε αυτούς που δεν θεωρούσε καν ενδιαφέροντες. Δεν υπήρχε πρόβλημα για εκείνη να περιμένει να βγάλει το γυμνάσιο, αντίθετα από αυτό που, κατά τα φαινόμενα, θα γινόταν με την αδερφή της. Ωστόσο, όταν της μίλησε ο Βάσσος, άδραξε την ευκαιρία. Αρραβωνιάστηκαν σχεδόν αμέσως, την ερωτεύτηκε και δε χρειάστηκε να την κλέψει γιατί ο πατέρας δεν είχε πρόβλημα με το γάμο, είχαν δυο κρεοπωλεία και την εξασφάλιζε μια χαρά, έλεγε. Μήτε η μάνα διαφωνούσε, ήταν σε καλή ηλικία, νέα μα όχι παιδί και μπορούσε να φύγει και να κρατήσει μονάχη της οικογένεια. Το ζήτημα της ξαναήρθε στο μυαλό όταν άρχισε να αναρωτιέται αν κι ο άντρας της θα μπορούσε να υποστηρίξει το σπιτικό τους. Στεναχωριόταν και τον υποδεχόταν χωρίς όρεξη, συχνά δυσανασχετούσε.

'Ναι, μπορεί', απάντησε ξεψυχισμένα στην Κλέλια. 'Κι αν δεν αλλάξει; Τι θα κάνω τότε;'
 Η Κλέλια έβαλε το μωρό να ρευτεί στον ώμο της. 'Τότε θα τον δεχτείς. Αυτόν παντρεύτηκες, πρέπει να παντρευτείς και τα κακά του. Κανείς δεν είναι τέλειος. Ο καθένας με τα δικά του ελαττώματα. Άλλωστε, έχει άλλα καλά για να τα ισορροπούν.' Εκείνη τη στιγμή, η καρδιά της Στελλίνας φούσκωσε με ανακούφιση. Ένιωσε την αγάπη που είχε ο αδερφός της για τη γυναίκα του, παρά τις διαμαρτυρίες της πεθεράς. Ναι, είχε δίκιο η Κλέλια. Της έσκασε ένα δυνατό φιλί στο μάγουλο.
 Έτσι, η Στελλίνα έχει δεχτεί τον άντρα της, όπως τη δασκάλεψε, και κοιτάει να μην την ενοχλούν πολλά πολλά. Όταν της μπαίνουν κακές ιδέες, κοιτά έξω από το παράθυρο και προσπαθεί να πετάξει με τη σκέψη της. Να φτάσει στη στιγμή που αυτό το αναθεματισμένο βάρος- δεν κοτάει καν να παραπονεθεί για την κοιλιά της, που έχει φτάσει στο στόμα της πια, γιατί θα της πουν πως είναι αχάριστη κι άλλες γυναίκες δεν μπορούν να κάνουν παιδιά και να έχουν αυτή την ευλογία- θα έχει φύγει από πάνω της. Θέλει ξανά να πάει στη λαϊκή με τον καφέ της στο χέρι, να μπορεί να περπατήσει έξω σαν ελεύθερος άνθρωπος, να μην κατουριέται κάθε τρεις και λίγο. Δαγκώνει το πλαστικό καλαμάκι από το κοκκοράκι, μέχρι να μείνει μονάχα ένα παραμορφωμένο λευκό σκουπίδι που δε θυμίζει σε τίποτα αυτό που ήτανε.

Comments

Popular Posts