Πως ερωτευτηκα την Κατερινα

Ερωτεύτηκα την Κατερίνα κάπου ανάμεσα στα τέλη του Αυγούστου και τις αρχές του Οκτώβρη, δίχως να μπορώ να είμαι απολύτως βέβαιη, δε θυμάμαι πολλά πράγματα. Την μυρωδιά των ξερών φύλλων και του ποτισμένου χώματος, το ελαφρά ξινό κρασί και το κεφάλι μου να βουΐζει με κούραση κι ανυπομονησία. Μεταξύ των περιπάτων στην πλακόστρωτη πόλη, αργά το απόγευμα και στο ξημέρωμα στις μεγάλες σκάλες, παρατήρησα το γεωλογικό τοπίο της μύτης της, το λακκάκι στο πανωχείλι, τα σκούρα γυαλιστερά μαλλιά. Ξεκίνησε από μερικά αθώα όνειρα, εμάς καθισμένες σε ένα ηλιόλουστο παγκάκι με χρυσό πάτωμα κι ουρανό, πνιγμένες στο ηλιόφως, να πιπιλάμε γρανίτες φράουλας με ιβίσκο και κερασάκια και τα χείλη μας. Σαν μικρό παιδί που με τραβούσε από το μανίκι μ'απαίτηση. Κατόπιν, όταν το αγνόησα, έγινε πιο απαιτητικό. Σωστό έντομο που σκαρφαλώνει στον ακουστικό σου πόρο και κατοικεί στο τύμπανό σου, ψιθυρίζοντας ασυναρτησίες για να σε τιμωρήσει που κρυφάκουγες.
Τα όνειρα έγιναν πιο επιθετικά, πιο σκούρα. Το παγκάκι βάφτηκε μάρμαρο από ξύλο και το έδαφος μαύρο από χρυσό, έτσι που οι αχτίδες χάνονταν δίχως να βρίσκουν πυθμένα, σαν βραδινό μπάνιο στα μάτια της Κατερίνας. Εκείνη δεν έπινε πια γρανίτα, μονάχα στεκόταν και με κοιτούσε με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα, δίχως να βγάζει άχνα. Με εξέταζε με μισόκλειστα βλέφαρα και δεν ήξερα τι να κάνω και πώς να λευτερωθώ από τον ύπνο -το παλιό μου κόλπο, εκείνο με το μικρό δαχτυλάκι δε δούλευε σε κείνα τα όνειρα, το μόνο που κατόρθωναν ήταν να με γυρίζουν πίσω και πίσω στο παγκάκι σε μια παλέτα από μπλαβί και κόκκινο κι έβενο- ίριδες κατράμι και τοξωτά φρύδια, κόκκινα χείλη και μικρά, λευκά χεράκια σαν σπουργίτια του χιονιού. Έβλεπα το παγωμένο ποτάμι του λαιμού της και τα χείλη μου να γράφουν διαδρομές στον αστρικό χάρτη, να κατεβαίνω στο άχρωμο, διάφανο μικροσκοπικό της στήθος και να γλιστράω σε δαντέλες και κοριτσίστικα φιογκάκια μέχρι να βουτήξω στο σκληρό, ψυχρό νερό και το δέρμα μου να μουδιάσει.
Εκείνη η ελιά στη δεξιά κλείδα με καταδίωκε, εμφανιζοταν απροειδοποίητα σαν παράσιτα στο σήμα της σκέψης μου, πετάγονταν ανάμεσα σε λίστες του σούπερ μάρκετ και βραδινά άγχη για το λογαριασμό του ρεύματος. Οι κουβέντες δεν αρκούσαν. Οι σκέψεις δεν αρκούσαν. Τα όνειρα κι εκείνες οι ιδρωμένες νύχτες, με έκαναν να αισθάνομαι σαν ναυαγός που προσπαθεί να κατευνάσει τη δίψα του με αλμυρό, θαλασσινό νερό. Κανένας άνθρωπος, λένε, που έχει σώας τας φρένας, δεν μιλά ακριβώς εκείνο που σκέφτεται. Αντιθέτως, εγώ αισθανόμουν πως ισορροπούσα στο χείλος της τρέλας με τη σιωπή μου να φυσά, κάνοντας το σκοινί μου να ταλαντεύεται. Ούτε που κατάλαβα πώς το ξεστόμισα. Εκείνα τα σφηνάκια -τεκίλα σοκολάτα, ούτε που καταλάβαινες πόσα κατέβαζες- η δυνατή μουσική, ίσως τα φώτα, θυμάμαι να φορά μαύρη σκέτη μπλούζα με λεπτή τιράντα που επέτρεπε σε δυο τέλειους ώμους να τέμνουν τις πιτσιλιές του φωτός ακριβώς κάτω από τα οστά του τραχήλου της. Την έβγαλα έξω, τη στρίμωξα στον πέτρινο τοίχο κάτω από το γεφυράκι. Στην αρχή νόμιζε πως έπαιζα.
Ερωτεύτηκα την Κατερίνα δίχως έντονο δισταγμό ή παραληρηματικές ιδέες. Η μοναδική μου διάλειψη ήταν πως νόμιζα πως αν δεν κοιμόμουν πλάι της τη νύχτα ο κόσμος θα τελείωνε. Έμενα ξύπνια στο κρεβάτι και κοιτούσα τον ουρανό σαν να μην παρεμβαλλόταν μεταξύ μας το ταβάνι. Τα επιχειρήματά της, το αγόρι της, το αγόρι μου, οι φίλοι μας, ο χρόνος μας, οι γονείς μας, τα ψέματα που λέγαμε στους εαυτούς μας, αντηχούσαν στο πίσω μέρος του ενυδρείου μας σαν θόρυβος στη διάρκεια της ταινίας, σακουλάκια με ζαχαρωτά που ανοίγουν και πόδια που σταυρώνουν και ξεσταυρώνουν. Τα κοράλλια στο βυθό και τα πολύχρωμα χαλικάκια τραβούσαν περισσότερο την προσοχή μου και συχνά ήθελα να θάψω το κορμί μου μέσα τους. Συχνά αυτά ήταν ένας καφές στο χέρι, πολύ νωρίς το πρωί ή η παραλία μετά τα μεσάνυχτα, οι συζητήσεις μας, τα αποψιλωμένα, καμένα βουνά όταν επιστρέφαμε σπίτι και το τσίμπημα της νοσταλγίας, του αποχωρισμού όταν γνώριζα πως θα έπρεπε να κοιμηθώ στο κρεβάτι μου κι εκείνη στον δικό της.
Ερωτεύτηκα την Κατερίνα σαν να μην ήμουν το παιδί ενός παράνομου έρωτα που μεγάλωσε κατηφορίζοντας πλάι στις εργατικές κι εκείνη ένα ξωτικό που φώλιαζε στο δάσος και μάζευε τα έντομα στα σπιρτόκουτα από πλεξιγκλας και τα πετράδια που στραφτάλιζαν από το ένθετο περιοδικό τις εφημερίδας. Την ερωτεύτηκα κι όλα τα ηλιοβασιλέματα σκαρφαλωμένη πίσω από το ξωκλήσι στην Αντίπαρο και τα ήσυχα απογεύματα στο μπαλκόνι μου και η συμφιλίωση με την εικόνα του γυμνού μου σώματος στον καθρέφτη, όλα έβγαζαν νόημα. Οι οκτώ κύκλοι του φεγγαριού, οι σαμάνοι με τις Πέντε Συμφωνίες, οι πετρόλ καταρράκτες κι εκείνα τα λεπτά δάχτυλά της που ξέμπλεξαν τα νήματα εκείνου του καλοκαιριού σαν αργαλειός από ελεφαντοστό. Δεν θα μπορούσα να τα εξηγήσω καλύτερα, μήτε στη μάνα μου, μήτε στη δική σου, μήτε στον πνευματικό μου, τον ψυχολόγο ή το φίλο μου. Ερωτεύτηκα την Κατερίνα σαν να μην υπήρχε παρόν, παρελθόν και μέλλον, μόνο η ώρα μεταξύ της καθόδου του ήλιου και της βουτιάς του στο κρύο νερό.
Ερωτεύτηκα την Κατερίνα και χίλιες διαφορετικές μέρες, χίλια ξημερώματα, χίλιοι χοροί στο κοτέτσι, κάτω από ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι σαν δορυφορικο δίσκο, χίλια πυροτεχνήματα γεύσης των μικρών στυφών λεμονιών από το μποστάνι της γιαγιάς της στο υπογλώσσιό μου, δεν θα μπορούσαν να είχαν επηρεάσει αυτή την εξέλιξη, συγγνώμη μα έτσι έχουν τα πράγματα. Κι αν ρωτήσεις την Κατερίνα, ίσως έχει να προσφέρει μια διαφορετική εκδοχή. Μα τα σφιχτά κλεισμένα καρβουνάκια που έχει για μάτια, η χαρτογράφηση των εσωτερικών των μηρών της, η οδοντοστοιχία μου κάπου κάτω από τα ευδιάκριτα πλευρά και ο δείκτης μου στη μικρή μύτη της αποτελούν ικανή απόδειξη πως οι δυο ιστορίες δεν μπορεί να διαφέρουν, πια, τόσο.

Comments