ΦΟΙΤΗΤΟΔΟΥΛΕΙΑ



'Τι θα γινόταν αν πέθαινα σήμερα;' ρωτάει ένας πελάτης στο μπαρ. 'Πού θα έμενε η γυναίκα μου και οι γιοί μου; Δεν ξέρεις τί σου ξημερώνει αύριο.' Γνέφω καταφατικά. Δεν ξέρω τί να του απαντήσω. Συνεχίζει λέγοντάς μου για τότε που μπήκε στη φυλακή για σαράντα μέρες, παίζοντας μπουνιές. Έχει δυο παιδάκια, δυόμισι χρονών κι εφτά και είναι παντρεμένος. Άφησα τη νύχτα, λέει. Δεν είναι δουλειές για μένα αυτές. Έφτασα σαρανταδύο χρονών. Κι άστην κι εσύ, γιατί είσαι λίγη για εδώ μέσα. Η νύχτα είναι μεγάλη πουτάνα. Θες να σκύβεις και να κοιτάνε γέροι τον κώλο σου;
Εγώ χαμογελάω -είμαστε, τυπικά, μια ώρα πριν το κλείσιμο κι έχει αρχίσει να παθαίνει κράμπα η κάτω γνάθος μου- και του λέω πως είναι πολύ ευγενικός.
Το σώμα σου είναι μια χαρά μα τίποτα σπουδαίο, συμπληρώνει, αλλά έχεις πραγματικά απίστευτες γωνίες. Πίνω νερό από το σημαδεμένο μπουκάλι με λεμονάδα και κάνω πως είναι βότκα λεμόνι. Παριστάνω την ελαφρώς μεθυσμένη τις τελευταίες ώρες με επιτυχία. Έχω βγάλει εικοσιπέντε ευρώ για το αφεντικό. Τσουγκρίζω μαζί του.
Το αφεντικό με φωνάζει για να μαζέψω ένα τραπέζι. 'Δε σε κούρασε;' με ρωτάει χαμηλόφωνα. 'Είναι μεγάλος παραμυθάς.'
Χαμογελάω άλλο λίγο. Τα λεφτά που παίρνω δε φτάνουν ούτε για τα σούπερ μάρκετ του μήνα, μα κάθε μεροκάματο είναι ένας ακόμη πόντος στο μικρό μπόι μου. Πλένω τα ποτήρια στο νεροχύτη. Ο πελάτης έχει σκοπό να συνεχίσει το λογύδριό του, με ή χωρίς τη συμμετοχή μου.
'Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού', λέει. 'Σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαστε.' Κοιτάω τα σαπούνια στα χέρια μου, συνεχίζω να χαμογελάω ακάθεκτη.

ΜΥΡΤΩ ΖΑΡΑ

Comments

Popular Posts