Ημερολογιο Πανελληνιων

Είμαι δεκαεφτά και μισό.
Είμαι δεκαεφτά και μισό και διέλυσα το χέρι μου γράφοντας. Τώρα είναι σε νάρθηκα δυο εβδομάδες. Δεν προλαβαίνω να πάω στο γιατρό. Έχω κόψει το μεσημεριανό, γιατί με νυστάζει μετά το σχολείο. Κι αν νυστάζω, ξαπλώνω κι όταν ξαπλώνω δεν ξυπνώ και δεν μπορώ να χάσω το φροντιστήριο. Ξεκίνησε από τέσσερις φορές την εβδομάδα κι ένα διαγώνισμα μα πια έχει γίνει έξι φορές, τρεις το μεσημέρι με δέκα και δέκα το βράδυ. Το τότε αγόρι περιμένει το λεωφορείο μαζί μου στη στάση για να με δει για πέντε λεπτά. Δεν πηγαίνει στο ίδιο φροντιστήριο, απλά πετάγεται από το σπίτι του. Αυτά τα λεπτά, με μουσική στα αυτιά στο γυρισμό για το σπίτι είναι ο μοναδικός χρόνος που επιτρέπω στον εαυτό μου δίχως τύψεις επειδή δεν σκέφτομαι το διάβασμα. Αυτά τα λεπτά, οι ώρες ανάμεσα στο βαρύ ύπνο και το άτσαλο ξύπνημα
-άραγε ανακάλυψε κανένας την πατέντα του να φοράς φόρμα με λουλούδια και φαρδύ φούτερ για πιτζάμα, ώστε το πρωί να μπορείς να τρέξεις στο σχολείο δίχως να πρέπει να αλλάξεις, κερδίζοντας ένα δεκάλεπτο, ή ήμουν εγώ ο πρωτοστάτης;-
ανάβουν σαν πυγολαμπίδες, το δωμάτιό μου μετατρέπεται σε ουράνιο θόλο για τις σκέψεις μου που κολυμπάνε στον πηχτό αέρα και με τυλίγουν στο γαλάζιο φως τους.
Είμαι δεκαεφτά μισό και διαβάζω στο τρένο, κάποιοι φαντάροι με πειράζουν μα κατακοκκινίζω, είμαι ακόμη ντροπαλή και ντρέπομαι να πω έστω μια κουβέντα. Διαβάζω όρθια, με την πλάτη στην πόρτα γιατί έχω μόνο ένα χέρι, τώρα, το δεξί είναι άχρηστο και δυστυχώς δεν είμαι αμφιδέξια. Διαβάζω όρθια πριν τη Θεραπεία, διαβάζω στο σχολείο, πίνοντας λίτρα καφεΐνης και καταστρέφω το νευρικό μου σύστημα, το στομάχι και τη σχέση μου με το φαγητό για χρόνια. Χάνω τα κιλά των Πανελληνίων σε ένα μήνα επειδή δεν προλαβαίνω να φάω, βγάζω τη μέρα με καφέδες, πέφτω αποκαμωμένη και ξυπνάω στις τρεις το πρωί να τσιμπήσω κάτι, λιμασμένη κι ύστερα πέφτω ξανά σε έναν ύπνο δίχως όνειρα. Διαβάζω περιμένοντας να αδειάσει θέση στο αναγνωστήριο της Ιατρικής, εκεί πάμε τώρα, εξαντλήσαμε τις καφετέριες κι η γειτονιά μου δεν έχει αναγνωστήρια, μόνο δέντρα και μπαλκόνια. Δυσκολεύομαι να κρατήσω τα πράγματα με το δεμένο χέρι μου και όλα μου πέφτουν, αλλά κανένας δε με βοηθάει. Μήτε μου παραχωρούν τη θέση τους: είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου, αυτές οι εξετάσεις, που συνειδητοποιώ πώς λειτουργεί ο κόσμος. Δεν αδικώ κανέναν. Περιμένω με υπομονή τη σειρά μου.
Περιμένω με υπομονή, μασώντας τα χείλια μου, πειράζοντας το πρόσωπό μου. Έχω μαδήσει τα μαλλιά μου, ξεπλυμένο κόκκινο κι έχω γεμίσει σημάδια, σπυριά. Είναι η εποχή που αρχίζω να σταματάω να βλέπω -πλέον χρειάζομαι μάλλον λέιζερ και βγάζω τις υγρές μέρες με παυσίπονα λόγω εκείνου του κακού χεριού, ατέλειωτες ώρες λύσης ασκήσεων μόλο που παραπονιόταν γιατί δεν ήθελα να δείξω αδύναμη, 'αγκώνας του τενίστα', είπε ο γιατρός όπου πήγα σχεδόν κλαίγοντας μετά τα Μαθηματικά. Τα δάχτυλά μου μάγκωναν, δεν κινούνταν.- Είμαι ερωτευμένη, ζω για το μοναδικό Σάββατο που θα φορέσω σκούρο βιολετί κραγιόν και θα πάω στη συναυλία, γράφω ποιήματα. Ερωτευμένη με τη ρομαντική, ασαφή θεώρηση της ζωής που έχω. Στο φροντιστήριο, οι συμμαθητές μου ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο κι εγώ ζωγραφίζω μάτια στα βιβλία μου. Γίνομαι σαν πατζάρι όταν με φλερτάρουν και κάθε άτομο που μου δείχνει συμπάθεια ή συμπόνοια είναι ο νέος καλύτερος φίλος μου. Είμαι λίγο πονηρότερη από νεογέννητο γατάκι. Δεν με καταλαβαίνει κανένας, μάλλον το έχω πάρει πρέφα, μα ακόμα θεωρώ πως θα με καταλάβουν κάποια στιγμή.
Ακόμα θεωρώ πως είμαι βέβαιη για το τί θέλω να γίνω (δεν είχα ιδέα, θα σε πληροφορήσω, χρόνια μετά και αντιπαθώ μάλλον εκείνο που τότε υπερασπιζόμουν με πάθος), κλαίω προγραμματισμένα κι έπειτα συνέρχομαι, παθαίνω κρίσεις πανικού στα σκαλιά του φροντιστηρίου
- δε μπορώ να αναπνεύσω, θέλω να πεθάνω, λαχανιάζω με λυγμούς στον πατέρα μου στο μπαλκόνι, μα ποιός προλαβαίνει να πεθάνει τώρα, τελευταία στιγμή; τσάμπα τόσο κλάμα, τόσους μήνες;-
ακόμα πιστεύω πως θα τα πάω καλά. Τελικά τα θαλασσώνω στα Μαθηματικά και παρ'όλα αυτά συμπληρώνω, με την τυφλή εφηβική επιμονή μου, μόνο αυτή τη σχολή στο μηχανογραφικό μου για να βασανίσω τον εαυτό μου για άλλα λίγα εξάμηνα. Ας πετάω με το μονό μου χέρι όλα μου τα βιβλία των μαθηματικών σε μια τεράστια μαύρη σακούλα σκουπιδιών και ας συνεχίζω στα άλλα δύο μαθήματα πατώντας επί πτωμάτων, όπως μας δασκάλευαν ένα χρόνο. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σημασία. Δεν προσπαθεί όσο αξίζει, λένε οι καθηγητές. Μπορεί καλύτερα, λένε άλλοι. Απλά έχει άγχος. Είμαι τόσο τρομοκρατημένη που στα διαγωνίσματα δεν μπορώ να πάρω ανάσα, κλείνομαι στο μπάνιο και μετρώ την πόρτα με τη ραχοκοκκαλιά μου, αναρωτιέμαι αν έχω γόνατα. Τα γραπτά γύριζαν κατάστικτα με κόκκινες μουτζαλιές. Ποτέ δεν το λέω σε κανέναν.
Είμαι δεκαεφτά και μισό, μια ανάσα πριν την ενηλικίωση και πιστεύω πως ξέρω. Πιστεύω πως το σύστημα νοιάζεται -καημένη, το σύστημα δε δίνει μία που δεν έχεις μάνα, όπως δε δίνει μία για τους συμμαθητές σου που χάνουν τους γονείς τους εκείνη τη χρονιά, για το αγόρι που κοιμάται σ'ένα δίχωρο που βρωμάει μούχλα, για μια σύνταξη που δε φτάνει για δυο σούπερ-μάρκετ το μήνα και για τα παιδιά που δεν έχουν να πληρώσουν φροντιστήριο ή χάπια για τον ύπνο. Το σύστημα δε θα δώσει ποτέ δεκάρα, ψάχνει ποντίκια να τρέχουν στη ρόδα του κι αν δεν είσαι καλό ποντίκι, θα πεινάσεις αύριο μα ακόμα δεν έχεις πεινάσει μισή μέρα στη ζωή σου- πιστεύω πως είμαι πολύ σοφή και πολύ ξεχωριστή και πως ο κόσμος θα μου κάνει χάρες. Πιστεύω πως είμαι έξυπνη.
Είμαι δεκαεφτά και μισό και με σακατεμένο χέρι, ξεβαμμένο, κακόγουστο καροτί μαλλί, σκουλαρίκια στο πρόσωπο και για λίγες ακόμα εβδομάδες, ο κόσμος μου ανήκει ολότελα κι απελπισμένα, είναι αμοιβαία ερωτευμένος μαζί μου.
ΜΥΡΤΩ ΖΑΡΑ

Comments