Επετειος

ΕΠΕΤΕΙΟΣ
+
Δεν μου το λες στα ίσια μα θα προτιμούσα να μου το έλεγες, χωρίς περιστροφές -η μάνα μου έλεγε, καλύτερα να κλαις εσύ τώρα παρά να κλαίω εγώ μετά και σε τούτη την περίπτωση δεν διαφέρει και κάθε μέρα λέω στον εαυτό μου πως θα βρω το θάρρος να σε αφήσω, μα δεν το κάνω. Το βλέπω στα μάτια σου, το ακούω στα λόγια σου, το διαβάζω στις λέξεις που δε λες: θέλεις να με αλλάξεις. Θα με προτιμούσες διαφορετική, ίσως να πιάνω λιγότερο χώρο και τα πόδια μου να μην ακουμπούσαν τόσο, ή τα μαλλιά μου να μην ήταν άτακτα, να μην έβριζα αυθόρμητα και χυδαία, να έδινα βάρος μεγαλύτερο στις κουβέντες μου μα να ήμουν πιο αλαφριά. Να καθόμουν πιο ίσια, να ήμουν πιο δυναμική μα όχι και τόσο πολύ, να ήμουν πιο πολύ από μέσα μου και λιγότερο απ'έξω μου, να μη φώναζα όταν έχω άδικο και να μη σώπαινα όταν έχω δίκιο. Το βλέπω όταν μου ζητάς να χαμηλώσω τον τόνο της φωνής μου, να βάψω κάπως διαφορετικά τα μάτια μου, όταν γελάς με τα αστεία μου μα όχι καλοπροαίρετα κι όταν περιφρονείς τα δάκρυά μου. Και θα προτιμούσες να άλλαζες όχι μονάχα εμένα μα ο,τιδήποτε έχει να κάνει με την εαυτή μου, τα ρούχα μου, τα ποιήματά μου, το ανάστημα και το γούστο μου, τον πατέρα που αδιαφορεί και τη μάνα που δεν αγαπάει, τα αδέρφια που θυμίζουν πιο πολύ στάχια στο δειλινό παρά ανθρώπους και τα παράξενα χέρια μου. Τα χέρια μου, μάλιστα! ίσως αυτό θα προτιμούσες πιότερο από όλα να διέφερε, γιατί κρατιέμαι από κάθε κουπαστή και κάθε κάγκελο και πιστεύεις πως τα λερώνω, μα αυτό που πραγματικά θέλεις είναι να είναι βρώμικα τα χέρια μου, ώστε να είναι καθαρά τα δικά σου.
+
Με πέτυχες στο χωράφι πίσω από τη Λα Λούνα, ήμουν ακόμα ιδρωμένη και γυάλιζα σαν παιδί από σεληνόφως -είμασταν ακόμα μωρά τότε κι όλα φαίνονταν αληθινά όσο και ψεύτικα, όλα εφικτά κι άπιαστο μόνο το φεγγάρι πίσω μας, δεν ξέραμε τίποτε- κι ήξερα πως ήθελες να μου μιλήσεις από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Μπορούσα πάντα να σε διαβάζω κι έτσι μου φάνηκε μονάχα αστείο κι αντί να σε αφήσω να μιλήσεις, γέλασα και γέλασες κι εσύ, στήριξα το χέρι μου στον ώμο σου και για λίγο κοιταχτήκαμε και τα φώτα έσβησαν όλα, τα αστέρια έσβησαν και μείναμε μονάχα οι δυο μας στις ασβεστωμένες μάντρες και το απέραντο του χωραφιού δίχως ούτε ένα δέντρο, ένα ζωντανό, μόνο καφάσια και συρμάτινοι φράχτες και ξερόχορτα. Αν μάζευες όλα τα ξερόχορτα από ολάκερο το νησί θα μπορούσες να χτίσεις ένα μικρό καλύβι, σκέφτηκα ξαφνικά, τουλάχιστον: να τα σακάσεις σε δεμάτια, όπως έλεγες, και να μπούμε μέσα και να ζήσουμε κι εγώ να μη φοβάμαι κι εσύ να μη νιώθεις μόνος. Ήταν μια εικόνα παράλογη και παιδική και δεν μετάνιωσα που δε στην είπα κι ίσα ίσα, ευχαρίστησα τον εαυτό μου νοερά όταν γύριζα στο χάραμα, πληγιάζοντας τα γυμνά πόδια μου στα χαλίκια. Ένα καλύβι ορθό και μονάχο απέναντι από τη Λα Λούνα, τι σαχλή σκέψη! Μα καλύβι δεν ήταν κι η Λα Λούνα, άλλωστε; σκέφτηκα ξανά σήμερο, που δε μου μοιάζει πια σαν παλάτι όπως μου έμοιαζε κάποτε και τελικά, άλλαξα γνώμη. Χωρίς να μετανιώσω, γιατί δεν κάνει να μετανιώνουμε μα, έπρεπε να σε είχα αφήσει να μιλήσεις. Τώρα είναι αργά και αναρωτιέμαι πού βρίσκεσαι κι αν υπακούς τους γιατρούς κι αν διερωτάσαι κι εσύ για μένα πράγματα όπως, προδίδω ακόμα τον εαυτό μου στην πρώτη ευκαιρία; Ναι, θα ήταν ήταν η απάντηση και χαίρομαι με έναν τρόπο που δεν το ξέρεις και λυπάμαι που τώρα πια, ακόμη και να ήθελα να μάθω τί θα μου έλεγες, δε θα μπορούσα.
+
Τα Σάββατα ήταν όλα ίδια για μας και, με έναν τρόπο, τα είχα βαρεθεί. Είχα βαρεθεί να βάφομαι και να ντύνομαι κι είχα σκοπό να μην έρθω, μα θα ήταν πολλοί φίλοι μας και τελικά με έπεισαν. Ωστόσο, όταν καθίσαμε στα γαλάζια τραπεζάκια, σκέφτηκα πως θα γύριζα το πολύ στη μία γιατί κουράστηκα ήδη που χαζογέλαγα και μίλαγα δυνατά κι έπρεπε να βρίσκομαι εκεί θρονιασμένη κι οι άλλοι να πίνουν. Το φθινόπωρο είχε αρχίσει να κατατρώει την αντοχή μου, να ροκανίζει τις αντιστάσεις μου -είχα πάντοτε ευαισθησία στην υγρασία και τα ξερά φύλλα κι η καρδιά μου θα ήταν η πιο εύθραυστη από όλα μου τα κόκκαλα, αν ήταν κόκκαλο. Όμως η καρδιά είναι μυς και θυμάται, θυμάται πώς είναι να φουσκώνει και να αποτρελαίνεται και να βροντάει, όταν παρατηρεί κάτι μικρό, σαν βελόνα στον αχυρώνα και σε αφήνει να αναρωτιέσαι τί είναι αυτό που πρόσεξε κι εσύ δεν το έχεις δει ακόμα. Αναρωτιέσαι, έχω τυφλωθεί; Ή μήπως το έχω χάσει; Οι μύες έχουν μνήμη, έτσι δουλεύουν κι άραγε είναι το μυαλό μυς υποδεέστερος από την καρδιά, μην είναι κάτι άλλο; Αυτό διερωτήθηκα, γιατί ξεκίνησε να πηγαίνει κάπως περίεργα και λίγο αστεία, άρρυθμα, εκεί που είχαμε φωλιάσει και να αισθάνομαι μια ζεστασιά να απλώνεται στο στήθος μου σιγά σιγά κι ύστερα λογίστηκα πως είχα καιρό να φάω κάστανο. Το θυμάμαι αυτό γιατί θυμάμαι όλη εκείνη την ημέρα. Τα Σάββατα τότε δεν ήταν σημαντικά μα αυτό δεν ήταν σαν τα άλλα Σάββατα, όσο κι αν θα ήθελα να είναι. Δεν το είχα καταλάβει. Έξω από το παράθυρο, είχαν στολίσει κι ο χειμώνας δε θα είχε έλεος για μένα για μισή στιγμή: η φύση μου πάντοτε με πρόδιδε. Σκέφτηκα πως κάστανα θα είχε στο πάρκο, στον μοναχικό εκείνο κατάλευκο πάγκο με τα κόκκινα γράμματα και θα μου τα έδινε σε ένα χάρτινο χωνί ένας παππούλης για ένα ή δύο ευρώ. Ύστερα πρόσεξα πως τα χέρια σου ήταν σαν αγάλματος, με φουσκωμένες φλέβες στους πήχεις και σταρένιο δέρμα, φαρδιά και γερά κι υγιή, όπως θα ήταν τα χέρια του γεωργού ή του Πλάστη. Τα πλευρά μου τσαλακώθηκαν προς τα μέσα, σήκωσα τα μάτια μου και κοίταξα εσένα.
ΜΥΡΤΩ ΖΑΡΑ

Comments