Η Τιτικα






H Τιτίκα


Βρισκόμαστε στη νύχτα που λιώνει τον Οκτώβρη μέσα στο Νοέμβρη. Σχεδόν το ξεχνάω, γιατί ο ήλιος λάμπει ασταμάτητα και οι οδοκαθαριστές σκουπίζουν τα ξερά φύλλα στον πεζόδρομο έξω από το σπίτι σαν να αποτελούν κάποιο είδος μιάσματος. Θέλω να τα πάρω πίσω και να τα βάλω στη θέση τους, κάτω από τις μπότες μου. Ή να πετύχω τους οδοκαθαριστές και να τους ενημερώσω πως καταλαβαίνω πως πληρώνονται για αυτή τη δουλειά, μα εμένα μου αρέσουν τα φύλλα και δεν μπορώ να νιώσω το φθινόπωρο χωρίς αυτά. Δεν θα το έκανα, ούτως ή άλλως, δεν μου αρέσουν αυτά τα αστεία και σίγουρα δεν μου φταίνε οι οδοκαθαριστές. Πίνω το ποτό μου σκέτο.



 Είναι το τρίτο μου ποτό και δεν καταλαβαίνω αν ευθύνεται αυτό ή ο ευρύτερος ρομαντισμός και η αναταραχή που προξενεί κάθε χρόνο το φθινόπωρο μέσα μου, αλλά ολόκληρο το σώμα μου έχει μουδιάσει. Έχω σταματήσει να πίνω εδώ και μερικούς μήνες, από τότε που αποφάσισα να πάρω το πτυχίο μου και να βρω μια δουλειά. Η δουλειά δεν έχει πάει καλά μέχρι στιγμής- τρία ευρώ την ώρα και σχεδόν εννιά ώρες την ημέρα στο κατάστημα, διπλώνω περισσότερα παντελόνια από όσα είχα δει στη μέχρι τώρα ζωή μου κάθε μέρα. Δεν περίμενα να είναι τόσο δύσκολο. Ούτε το πτυχίο έχει πάει πολύ καλά. Χρωστάω δεκατρία μαθήματα. Έχω ξεχάσει πώς να διαβάζω και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ για παραπάνω από μια ώρα. Σήμερα έκανα μια εξαίρεση σε όλα: είχα ρεπό, δεν μελέτησα ούτε μια στιγμή και αντί για βυσσινάδα, έβαλα σκέτη βότκα. Είναι τα γενέθλια του Πέτρου και σηκώνει κάποιον εορτασμό, αν μή τι άλλο. 



 Ο Πέτρος είναι όρθιος σε μια καρέκλα και φοράει συγχρόνως δυο καπελάκια του πάρτι. Ο Θοδωρής τον κατεβάζει και τον φιλάει στο λαιμό. Αυτό που συνέβη πριν δυο μήνες είναι κάτι που κανένας μας δεν περίμενε. Φαντάζομαι πως όλοι έχουν βρει κάποιον, ή κάτι, να τους απασχολεί. Οι πιο πολλοί φίλοι μας ξενοικιάζουν. Έχουμε μείνει, από την παρέα του πρώτου έτους, εγώ, ο Πέτρος κι ο Θοδωρής, ο Κίκο κι η Μαντώ με τα κορίτσια. Όλοι, πέρα από τον Κίκο που δουλεύει μπαρ και δεν κατάφερε να τσιμπήσει άδεια, βρίσκονται εδώ σήμερα. Τα κορίτσια χορεύουν. Η Τιτίκα είναι λίγα μέτρα δεξιά μου και κρατάει ένα άδειο, διάφανο ποτήρι. Τα μάτια της είναι μουτζουρωμένα.



 Το ποτό μπορεί να έχει παίξει ρόλο και σε αυτό, γιατί από τη στιγμή που μπήκα στο πάρτι, η Τιτίκα μου φάνηκε πιο αξιοπρόσεκτη -είναι καν λέξη, αυτή;- από ποτέ. Γεγονός που δεν ήταν δύσκολο, καθώς ποτέ δεν θεώρησα την Τιτίκα ιδιαίτερα όμορφη ή έντονη, στην παρέα ή εκτός της. Μου θυμίζει τα μαστιχόνερα που μας φέρνουν δωρεάν στο μαγαζί: έχει άρωμα και γεύση, απλώς είναι πολύ αχνά και λίγο.. κανένας δεν θέλει να το πει, αλλά, αδιάφορα. Είναι αδιάφορη. Ήταν αδιάφορη, μάλλον, γιατί σήμερα έχει ντυθεί ολόκληρη στα μαύρα και οι ώμοι της είναι πάλλευκοι, σχεδόν γαλάζιοι, στο τεχνητό φως. Θέλω την Τιτίκα, για κάποιον δικό μου, άγνωστο και ανθυγιεινό λόγο, περισσότερο από όσο έχω θελήσει ο,τιδήποτε άλλο σε όλη μου τη ζωή.



Η Τιτίκα μοιάζει ανύποπτη. Δεν της αρέσουν τα πάρτι, το έχουμε καταλάβει από παλιά. Υπάρχει στην παρέα, μιλάει, έρχεται μαζί μα φεύγει πάντα νωρίς με κάποια δικαιολογία. Είχε λίγα παραπανίσια κιλά και συνήθιζα να έχω την αίσθηση πως ο λόγος είναι πως δεν αισθάνεται άνετα με τον εαυτό της, μέχρι που βρήκε κι εκείνη γκόμενο και βρισκόταν στην παρέα ακόμη λιγότερο κι από πριν. Δηλαδή καθόλου. Είχα να τη δω δυο μήνες, πριν από τα σημερινά γενέθλια. 



  Έχει σίγουρα αδυνατίσει, όμως. Όχι άσχημα, ξέρεις, με τον αποκρουστικό τρόπο. Ή ίσως να στέκεται πιο ίσια; Δεν μπορώ να καταλάβω τί είναι αυτό που με τραβάει στην Τιτίκα σήμερα το βράδυ. Δεν είναι και πολύ ευγενικό να πάω να της την πέσω, αλλά το κάνω παρόλα αυτά, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τί θα σου ξημερώσει και δεν έχω παρτίδες με το επί δυο έτη αγόρι της ώστε να νιώσω άσχημα. 



 Τη ρωτάω τί πίνει. Γελάει. Έχει φορέσει δυο τεράστιους κρίκους, το χέρι μου πρέπει να χωράει να περάσει από μέσα τους. Της το λέω. Γελάει κι άλλο, μα δεν απαντάει κάτι. Ίσως είναι ώρα μου να φεύγω. Σήμερα δεν δούλευα, μα αύριο δουλεύω. Με ρωτάει αν θέλω να πάμε μαζί στο μπαρ. Βάζει σκέτη λεμονάδα. Πίνω ήδη και δεν θέλω άλλο. Κουράστηκα με τα μεθύσια και τα έχω σιχαθεί σχεδόν όλα. 



Όχι τα ποτά: όλα. Τη σχολή, τη δουλειά, τους ίδιους γνωστούς, τις φάτσες σε επανάληψη εδώ και αρκετά χρόνια, τις ανιαρές εξόδους όπου αναμασάμε τα νέα των τελευταίων εβδομάδων ή διαμαρτυρόμαστε. Το πιο ενδιαφέρον σε αυτές είναι τα μαντάτα που φτάνουν από τους φίλους μας που έφυγαν. Η Σίσσυ φεύγει για μεταπτυχιακό στην Ολλανδία. Ο Κωστής βρήκε δουλειά στον κολοσσό των υπολογιστών που αρχίζει από Μι. Η Αννούλα παντρεύεται- αυτό κι αν ήταν ενδιαφέρον!, αν κι όχι με τον καλό τρόπο. Η Αννούλα βγαίνει με το Δημήτρη από το πρώτο έτος μέχρι και σήμερα κι η σχέση τους θυμίζει ντολμαδάκια σε κονσέρβα. Είναι καλύτερη από όσο θα περίμενες, βλέποντας περί τίνος πρόκειται, αλλά όχι αρκετά καλή ώστε να κρατάει όσο κρατάει. Άσε που δεν βρίσκω το λόγο να παντρευτείς στα εικοσιτέσσερά σου, πόσο μάλλον αν ο μέλλοντας σύζυγός σου δεν έχει δουλέψει μια μέρα στη ζωή του, πλήρωσε για την πτυχιακή του και τρώει το χαρτζιλίκι που ακόμη παίρνει στα ίντερνετ καφέ. Ακόμη κι αυτό το γεγονός όμως, σχολιάστηκε μέχρι το κόκκαλο, ρουφήξαμε το μεδούλι κι ύστερα συμφωνήσαμε να πάμε όλοι μαζί στο γάμο, να πάρουμε κοινό δώρο -εγώ, ο Θοδωρής, ο Πέτρος κι η Μαντώ- και να προσπαθήσουμε να μην το συζητήσουμε άλλο. Ως και ο σχολιασμός των ζωών των άλλων με κούρασε.



Αντί να γυρίσει εκεί που καθόμασταν, η Τιτίκα βγαίνει στο μπαλκόνι και την ακολουθώ. Αναρωτιέμαι αν είναι η κατάλληλη στιγμή να ρίξω τα δίχτυα μου. Πιστεύω πως θα την εκνευρίσω, ίσως και να την κάνω να νιώσει άβολα. Θέλω τόσο πολύ να νιώσει άβολα που σχεδόν δεν με απασχολεί, μα έπειτα σκέφτομαι πως την άλλη μέρα δεν θα είμαι πια πιωμένος και θα έχει μια ακόμη αφορμή να μη μου μιλάει. Ο κόσμος στη μικρή σχετικά πόλη μας λιγοστεύει και δεν μου είναι εύκολο να βρω νέους φίλους ανάμεσα στα δεκαοχτάχρονα που καταφτάνουν σε κοπάδια. Οποιαδήποτε ασυνήθιστη φυσιογνωμία μου φαίνεται λυτρωτική.



Προτιμώ να τη ρωτήσω τί κάνει. 'Πού χάθηκες εσύ;' αρθρώνω χαζά, λες και πριν λίγο καιρό βρισκόμασταν κάθε μέρα. Η Τιτίκα δεν το σκέφτεται ή, αν το σκέφτεται, δεν το δείχνει. Χαμογελάει πάλι. Πολύ χαμόγελο, σήμερα, η Τιτίκα! παρατηρώ από μέσα μου και εσωτερικά γελώ με το ίδιο μου το ανείπωτο αστείο. Αντί για τη γενικούρα που περιμένω, κοιτάζει κάπου πίσω από τον ώμο μου.



'Χώρισα', λέει. Ακόμη χαμογελάει. 'Δεν έβγαινα πολύ, έκανα και φροντιστήρια.. πήγαινα πιο πολύ για κολύμπι.'



Το άσπρο, μικρό χαμόγελό της είναι μεταδοτικό ή εγώ χαίρομαι με τα νέα που ακούω, γιατί ξαφνικά χαμογελάω κι εγώ. 'Τέλεια', πετάω κι ύστερα δαγκώνομαι. 'Εννοώ, όχι τέλεια, ξέρεις. Τέλεια γιατί φαίνεσαι καλά. Αν είσαι καλά. Εσύ πώς το νιώθεις;' Μακάρι να είχα γεννηθεί με την δεξιότητα της αίσθησης του χρόνου ή του τρεξίματος, αντί για αυτή της ομιλίας.



Ανασηκώνει τους ώμους. Μπορεί και να μην έχει παρεξηγηθεί. 'Καλά', λέει. 'Είμασταν μαζί δυο χρόνια. Νέοι άνθρωποι είμαστε.' Αναρωτιέμαι αν αυτό πρόκειται για κάποιο υπονοούμενο. Μάλλον όλα είναι στο μυαλό μου. Ίσως το χάνω σιγά σιγά, αυτό μου συμβαίνει. Αυτή η απρόσμενα εύγλωττη απάντηση της Τιτίκας με κάνει να θέλω να αρχίσω να λέω όλα όσα σκέφτομαι τις τελευταίες εβδομάδες και φουσκώνουν μέσα μου σαν παλίρροια. Δεν τα έχω μοιραστεί με κανέναν, μήτε με τον Πέτρο, που είναι ο κολλητός μου. Κάνω πως δεν συμβαίνουν. Όταν πληρωθώ, θα πάρω τηλέφωνο τον ψυχολόγο. Είχε βοηθήσει πολύ με αυτά αν και, πολύ φοβάμαι, δεν έχει την απάντηση για αυτό που λείπει. 



'Ναι', συμφωνώ. 'Είμαστε.' Μου αρέσει που μου μιλάει. Θέλω να την ενθαρρύνω να πει κι άλλα μα φοβάμαι μην την κάνω να κλειστεί στον εαυτό της. Επιλέγω τις λέξεις μου προσεκτικά. 'Πάει καιρός;'

'Όχι πολύς', αποκρίνεται, κι έπειτα τίποτα άλλο. Απέτυχα, σκέφτομαι. Αφήνω δυο δευτερόλεπτα να περάσουν και με ανακούφιση βλέπω πως συνεχίζει. 'Αλλά, δεν μπορώ να πω πως με εξέπληξε.'


'Δεν τα πηγαίνατε καλά;' Γίνομαι αδιάκριτος. Μπορεί να ξεπέρασα τα όρια. Πρέπει κάπως να το πάρω πίσω. Βλέπω πως αισθάνεται άβολα.


'Αδιάφορα', λέει. Σκάει ξανά ένα χαμόγελο, ίσως από αμήχανια; Μετά καταλαβαίνω, όταν λέει, 'θα μπορούσα και να τον παντρευτώ βέβαια.'


Γελάω. 'Το έμαθες κι εσύ, ε;'



'Όλα μαθαίνονται.' Αλλάζει γρήγορα θέμα. 'Εσύ, τί κάνεις;' Μαντεύω πως κουράστηκε να μιλά για τον εαυτό της. Ξέρεις, η Τιτίκα σε αυτό διαφέρει κι ανέκαθεν διέφερε. Σχεδόν κάθε φορά που βγαίνεις με κάποιον, για καφέ ή για ποτό, ξεκινά να αφηγείται τα δικά του. Από τότε που παρατήρησα πόσο σπάνια ρωτόυν για εσένα, ξενέρωσα φοβερά. Κάνει τις πανομοιότυπες εξόδους ακόμη πιο ανιαρές. Αυτή την χαρακτηριστική στάση της Τιτίκας την πρόσεξα νωρίς, από τον πρώτο καιρό της γνωριμίας μας, με κάποια ευγνωμοσύνη.



'Καλά.' Θέλω να της πω τα πάντα, εδώ, στο μικροσκοπικό μπαλκονάκι που βλέπει στις καφετιές, τριμμένες πλάτες των πολυκατοικιών, σε έναν απροσδιόριστο ακάλυπτο. Αισθάνομαι την ανάγκη να περιγράψω στην Τιτίκα, που πάντοτε περιφρονούσα λίγο για την σαφή προτίμησή της να μένει στο σπίτι με ταινίες και να μην συμμετέχει στις βόλτες για περισσότερες από δυο ώρες, που θεωρούσα πως υπολείπεται θυληκότητας γιατί την έχω δει ντυμένη και μακιγιαρισμένη ελάχιστες φορές στα πέντε χρόνια που την ξέρω, που σχεδόν ξεχνούσα πως βρίσκεται στην ίδια παρέα και μοιράζεται τους ίδιους φίλους με εμένα αν δεν την είχα μπροστά μου, ό,τι μου τριβελίζει το μυαλό. Θέλω να ανοίξω το στόμα μου και να της πω, Τιτίκα, ντρέπομαι. Ντρέπομαι και φοβάμαι. Ντρέπομαι για αυτό που είμαι και ντρέπομαι γιατί κατά βάθος ξέρω πως, για να είμαι αυτό που είμαι, δεν ντρέπομαι αρκετά ώστε να έχω γίνει κάτι άλλο. Ντρέπομαι γιατί ξέρω πως είμαι ψεύτης μα κινούμαι καθημερινά και ζω σε έναν κόσμο ψευτών, επιβιώνω λες και το σενάριο που παίζω πρόκειται για την πραγματικότητα. Ονειρεύομαι ελάχιστα μα, από τότε που ξεκίνησα να πιάνω από την ουρίτσα της εκείνη τη σκέψη, δεν με έχει αφήσει σε ησυχία. Όταν πλένω τα πιάτα, όταν σηκώνω βάρη στο γυμναστήριο, αναρωτιέμαι αδιάκοπα τί θα συνέβαινε αν ελευθέρωνα όσα αναγνωρίζω ήδη πως μου είναι περιττά βαρίδια. Αν τα άφηνα να φύγουν και έμενα μόνος για λίγο, στο σπίτι μου. Χωρίς αυτό το ψεύτικο γέλιο και τις εκφράσεις για τις οποίες γελάμε με τον Κίκο, μισο-αστεία, μισο-σοβαρά. Αν καθόμουν μέσα κι έγραφα ή ζωγράφιζα ή διάβαζα, για να πάρω αυτό το κωλοπτυχίο και να φύγω από την αναθεματισμένη πόλη που ακόμη μου αρέσει αλλά με στίβει σαν να είμαι πετσέτα και να θέλει να με στεγνώσει από κάθε είδος ανυπομονησίας για το αύριο.



Φοβάμαι, θέλω να της πω. Φοβάμαι και δεν είναι ο ζεστός φόβος που συνοδεύει την εξέλιξη, αλλά το κρύο μούδιασμα που με έχει κάνει να υποχωρήσω στο τσόφλι μου. Έχω ενοχές γιατί ξέρω πως, στα δεκαπέντε, το παιδί που ήμουν ήταν νευρωτικό κι αχαλίνωτο μα είχε περισσότερη αλήθεια μέσα του. Και δε ζουπιόταν μέσα στη θήκη για τα σφουγγάρια, τσαλακώνοντας ολόκληρο το Είναι του, προσπαθώντας να ταιριάξει. Άν αρχίσεις να προσπαθείς να ταιριάξεις, ξέρεις, δεν υπάρχει γυρισμός.  Είσαι αυτό για πάντα, ένα θύμα. Ένας βλάκας. Κι άλλα πολλά που έχω σκεφτεί για τον εαυτό μου. Το είπα κάποτε στον Πέτρο -σπουδάζει ψυχολογία, κάτι θα ξέρει, σκέφτηκα και όπως περίμενα, μου απάντησε 'όποιος δεν μπορει να φέρεται όπως αναλογεί στις κοινωνικές καταστάσεις, είναι είτε υπερβολικά γενναίος, είτε αυτιστικός'. Δεν βοήθησε- και το κράτησα από τότε. Μέτραγα τα άτομα που ήξερα και δεν ήταν έτσι και, με έκπληξη, βρήκα την Τιτίκα ανάμεσά τους. Πάνε μήνες. 



Σε θαυμάζω. Έτσι νιώθω. Αυτό σκέφτομαι. Σε θαυμάζω γιατί δεν υποκρίνεσαι, σε θαυμάζω γιατί δεν είσαι σαν τους άλλους. Βαρέθηκα να αξιοποιώ τα καλύτερα χρόνια μου και να τρέμω πως θα γλιστρήσουν μέσα από τα χέρια μου. Έχασα εκατοντάδες ώρες σε καφέδες και ποτά, συναναστροφές που δεν άφησαν ούτε την ελάχιστη, την παραμικρή γέμιση στο παλιό λούτρινο αρκούδι που είμαι. Άδειασα ολόκληρος και δεν έχω άλλο, έτσι νιώθω, αυτές τις μέρες. Το γυμναστήριο βοηθάει λίγο, και ξέρω πως οι φίλοι μου μ'αγαπούν, περιμένω πώς και πώς να δω τον αδελφό μου, όταν κατέβει μα θα προτιμούσα χίλιες φορές να είμαι σαν εσένα και να μη μιλάω πολύ και δυνατά, λέγοντας πράγματα που δεν πιστεύω. Δεν με ενοχλεί, αλλά νιώθω περισσότερο μόνος από όσο έχω νιώσει ποτέ στη ζωή μου.



Από πάνω μας, το φεγγάρι είναι μια λεπτή φλουδίτσα. Στο τετράγωνο του Πέτρου, δεν υπάρχουν οδοκαθαριστές. Όλο το πεζοδρόμιο είναι γεμάτο με τραγανά, παλιά, πορτοκαλοκόκκινα φύλλα. 


ΜΥΡΤΩ ΖΑΡΑ


Comments

Popular Posts