Τουβλο
Αν ήξερα πως εκείνο το απόγευμα Πέμπτης ήταν η τελευταία φορά που θα σε κράταγα -ακόμη ηλιοκαμένη, ένα χρυσό ροδάκινο με το ξανθό χνούδι στην πλάτη και τα χέρια μου και γλυκό παγωμένο τσάι να στεγνώνει στο πανωχείλι- μπορεί να είχα επιβαρύνει τη ματιά μου όταν σε ατένιζα. Να προσπαθούσα να σε χωρέσω στα μάτια μου μέχρι την τελευταία σπιθαμή, μια ελιά στο μάγουλο ή μια αποστατική μπούκλα μαλλιών, μια παιδική ουλή, το φίλημα μιας πεινασμένης, σαρκοβόρου νεράιδας στο προσωπάκι σου. Ήταν δυστύχημα που κυλιόμουν στην παιδική μου αφέλεια κι αντί για σένα, χάζευα το νόστιμο ηλιοβασίλεμα, τα ροζ, αφράτα σύννεφα σαν τσουρέκια και την πρωτόγνωρη ελαφράδα στην καρδιά μου. Το μόνο που με παρηγορεί, όταν κοιτώ πίσω, είναι πως κάθε φορά που σε κοιτούσα -ανόητο πλάσμα!- σε έτρωγα με τα μάτια, ως την τελευταία μπουκιά της ανάσας σου, τόσο που θα νόμιζε κανείς πως κάθε φορά ήταν η τελευταία.
+
+
Μα με επαναφέρω, πλατσουρίζοντας το πρόσωπό μου, διαιρεμένο σε λευκές και κόκκινες πιτσίλες, με κρύο νερό από το νιπτήρα.
Είναι δικό σου θέμα, κορίτσι, λέω. Είναι δικό σου θέμα που βρήκαν την καρδιά σου εκεί που την βρήκαν κι από καθαρή τύχη τη σώσαν και δεν κατέληξε σε τίποτα σκουπίδια αλλά στην εστάνσια, στο Τέλος της Γης κι είναι δικό σου θέμα που την έχεις κλειδώσει στο κουτί, τούτες τις μέρες και δεν τη βγάζεις να τη δει κανένας. Καλά κάνεις, ίσως να είναι ακριβή. Μα άνοιξε μια χαραμάδα να πάρει ανάσα, το τουλάχιστον, γιατί θα σκάσει στο τέλος κι όλες οι πεταλούδες μέσα θα ξεχυθούν στις τέσσερις σκοτεινές γωνίες. Και θα ψοφήσουν από ασφυξία. Δεν πρέπει ακόμα, δεν είναι ώριμος ο καιρός, ο καρπός γινωμένος, θέλει κι άλλο χρόνο. Περίμενε, ανάθεμά σε, τόσο καιρό περιμένεις! Περίμενε άλλο λίγο, τούβλο-το- βαρετό-τούβλο, πέσε για ύπνο. Σε ψάχνω με τα χέρια στο σκοτάδι και σε βρίσκω με το ένστικτο, σαν παιδάκι, μπλέκομαι γύρω από το ζεστό σώμα σου. Περίμενε άλλο λίγο κι ίσως -το θεωρείς απίθανο; Γιατί, ήσαντε πιθανά όλα τα άλλα που γίναν;- ίσως ξυπνήσουμε το πρωί και βρούμε το σπίτι χτισμένο.


Comments