Τουβλο


Αν ήξερα πως εκείνο το απόγευμα Πέμπτης ήταν η τελευταία φορά που θα σε κράταγα -ακόμη ηλιοκαμένη, ένα χρυσό ροδάκινο με το ξανθό χνούδι στην πλάτη και τα χέρια μου και γλυκό παγωμένο τσάι να στεγνώνει στο πανωχείλι- μπορεί να είχα επιβαρύνει τη ματιά μου όταν σε ατένιζα. Να προσπαθούσα να σε χωρέσω στα μάτια μου μέχρι την τελευταία σπιθαμή, μια ελιά στο μάγουλο ή μια αποστατική μπούκλα μαλλιών, μια παιδική ουλή, το φίλημα μιας πεινασμένης, σαρκοβόρου νεράιδας στο προσωπάκι σου. Ήταν δυστύχημα που κυλιόμουν στην παιδική μου αφέλεια κι αντί για σένα, χάζευα το νόστιμο ηλιοβασίλεμα, τα ροζ, αφράτα σύννεφα σαν τσουρέκια και την πρωτόγνωρη ελαφράδα στην καρδιά μου. Το μόνο που με παρηγορεί, όταν κοιτώ πίσω, είναι πως κάθε φορά που σε κοιτούσα -ανόητο πλάσμα!- σε έτρωγα με τα μάτια, ως την τελευταία μπουκιά της ανάσας σου, τόσο που θα νόμιζε κανείς πως κάθε φορά ήταν η τελευταία.

+

Είναι μάγισσα, το έχω καταλάβει πια. Μάγισσα: έρχεται στον ύπνο μου και με τραβά από τα πόδια στο απόμερο σπίτι με τα πεύκα, που μυρίζει υπέροχα, παιδική ευτυχία κι οργωμένο χώμα από μικρά, τρυφερά χέρια. Αφήνει το αλάτι να στεγνώσει στους ώμους και τα μαλλιά μου, τα πέλματά μου να φιλήσουν το χώμα. Πόσο μου λείπει αυτό το χώμα, αδερφή μου! Με στοιχειώνει το άρωμά του, σαν να είναι ακόμα κλεισμένο στο κουτί στο συρτάρι σου. Νιώθω κι εγώ κλεισμένη στο κουτί, τότε, δεν μπορώ να καταλάβω πώς στο διάβολο με βρίσκει τόσα χρόνια, χιλιάδες συμβολοσειρές ημερών, δυαδικές, λιακάδα τη μια και βροχή την άλλη, χιλιάδες χιλιόμετρα, νομούς, χώρες, ηπείρους μακριά. Έφαγε την καρδιά μου. Έφαγε την καρδιά μου και δεν έχω καρδιά πια, ξυπνάω κλαίγοντας και το στόμα μου είναι στυφό. Πώς αλλιώς το εξηγείς; Δεν ξέρω να φάω, να αγκαλιάσω, να φερθώ. Δεν ξέρω να φορέσω το σώμα μου και το πετσί μου είναι σαν βαρύ, αμήχανο κουκούλι κι εγώ μια άσχημη, άχαρη κάμπια, παντοτινή έφηβη. Κι αυτό που κάνει τα, κατ'ευφημισμόν, όνειρα αυτά σκληρά, βασανιστικά κι άγρια κι εμένα δυστυχισμένη είναι πως, κάθε φορά, μου κρατάει το χέρι. Και χαμογελάει αλαφριά, ξέγνοιαστα, όπως δεν την έχω δει ποτέ να χαμογελάει.
                                              
                                                       +


Τούβλο-το-βαρετό-τούβλο το χτίζουμε κι εγώ κουράστηκα -πάλι, αλλά έχω κουραστεί πολλές φορές στο παρελθόν και θα μου περάσει. Τούβλο, μια σούπα με μανιτάρια, τούβλο, νυχτερινό διάβασμα, τούβλο, κολλώ στα ρούχα μου τη ρετσινιά του μουλωχτού καπνιστή κάνοντας ένα πεινασμένο τσιγάρο στη μικρή τουαλέτα, τούβλο, χάσαμε τη γάτα πακετάροντας. Τούβλο, ξυπνώ στις τρεις το χάραμα από την πείνα, τούβλο, ανοίγω την καρδιά μου, τούβλα, αεροπλάνα, πλοία, πόδια, στεγνό δέρμα, κλάμα στο μπάνιο, ένα μικρό χέρι κατεβαίνει στο τραπέζι. Τούβλα, οι ενοχές μου.  Το στοιχειό που έχει γραπωθεί από τα ρούχα μου, βαστά την πλάτη μου με τα νύχια και δε λέει να φύγει. Εκείνη έλεγε, τότε, -δεν το θυμάσαι; Για αυτό κρατώ ημερολόγια, για να τα θυμάμαι όλα- κοίτα τα πόδια σου. Κοίτα τα πόδια σου, οδηγία για μαραθωνιοδρόμους κι εγώ μέσα στα νεύρα μου με τα μούτρα μου θέλω να της πω, οι μαραθώνιοι κρατούν σαράντα- δύο χιλιόμετρα κι εγώ έχω κάνει τα μισά σε χρόνια.
 Μα με επαναφέρω, πλατσουρίζοντας το πρόσωπό μου, διαιρεμένο σε λευκές και κόκκινες πιτσίλες, με κρύο νερό από το νιπτήρα.

 Είναι δικό σου θέμα, κορίτσι, λέω. Είναι δικό σου θέμα που βρήκαν την καρδιά σου εκεί που την βρήκαν κι από καθαρή τύχη τη σώσαν και δεν κατέληξε σε τίποτα σκουπίδια αλλά στην εστάνσια, στο Τέλος της Γης κι είναι δικό σου θέμα που την έχεις κλειδώσει στο κουτί, τούτες τις μέρες και δεν τη βγάζεις να τη δει κανένας. Καλά κάνεις, ίσως να είναι ακριβή. Μα άνοιξε μια χαραμάδα να πάρει ανάσα, το τουλάχιστον, γιατί θα σκάσει στο τέλος κι όλες οι πεταλούδες μέσα θα ξεχυθούν στις τέσσερις σκοτεινές γωνίες. Και θα ψοφήσουν από ασφυξία. Δεν πρέπει ακόμα, δεν είναι ώριμος ο καιρός, ο καρπός γινωμένος, θέλει κι άλλο χρόνο. Περίμενε, ανάθεμά σε, τόσο καιρό περιμένεις! Περίμενε άλλο λίγο, τούβλο-το- βαρετό-τούβλο, πέσε για ύπνο. Σε ψάχνω με τα χέρια στο σκοτάδι και σε βρίσκω με το ένστικτο, σαν παιδάκι, μπλέκομαι γύρω από το ζεστό σώμα σου. Περίμενε άλλο λίγο κι ίσως -το θεωρείς απίθανο; Γιατί, ήσαντε πιθανά όλα τα άλλα που γίναν;- ίσως ξυπνήσουμε το πρωί και βρούμε το σπίτι χτισμένο.

Comments

Popular Posts