Αναποδα Θαυματα στην Πανω Γεφυρα



Πες της Ματίνας πως λίγο με ενδιαφέρει εκείνος ο κακομοίρης, ο γκόμενός της, ας την ακουμπά με όποιο τρόπο θέλει με αυτά τα πελώρια, ιδρωμένα χέρια κι ας σφυρίζει μέσα από τα δόντια του σα φίδι όποτε με συναντά. Τον πετυχαίνω συχνά στη Λεωφόρο, τη Βία Κονζελάδα, τα Σάββατα: εκείνος ξεκινά τη δουλειά κι εγώ σχολάω και πάω για τσάι στο Μεχόρε, φορώντας ακόμη τα δίπατα τακούνια μου με το γκλίτερ. Μέχρι πρόπερσι τα άλλαζα, έβαζα τις εσπαντρίγιες μου κι ίσα που ξεχώριζαν, τόσο χαμηλές, κάτω από το μακρύ παλτό μου μα, μετά την επίθεση, δεν μπαίνω καν στον κόπο να ρίξω εκείνο πάνω μου. Πολλή φασαρία για ένα ηλίθιο ζευγάρι γόβες. Παραγγέλνω πάντοτε το ίδιο μάτε κι έρχεται στο ίδιο ποτηράκι, εκείνο με το χρυσό, σκαλιστό ζώσιμο με την σχεδόν αθέατη σκόνη στα ανάγλυφα λουλουδάκια. Οι εργάτες με κοιτούν με ανασηκωμένα φρύδια και γελούν μεταξύ τους, σχολιάζουν στα Καταλονικά. Μα εκείνα τα σχόλια είναι άκακα, το χειρότερο που μπορούν να σου προξενήσουν είναι αμηχανία, ίσως αηδία. Δε λένε τίποτα διαφορετικό: κοπελάρα μου, γνώμες για το σώμα σου κι ίσως εκείνα που θέλουν να σου κάνουν. Δεν τους φοβάμαι, μένω χρόνια εδώ.

Μήτε το γκόμενο της Ματίνας φοβάμαι, κι όσα λέει για το άτομό μου, δεν τα ακούω- κακορίζικη, σαφρακιασμένη κι αλαφροϊσκιωτη μ'ανεβάζει, Πουτάνα και Μικρή Μάγισσα και χίλια κοσμητικά άσχημα, που με κάνουν να ακούγομαι ωσάν ξωτικό. Πολύ θα ήθελα να του πω πως είναι αδύνατον να είμαι περισσότερο Πουτάνα, περισσότερο Μικρή Μάγισσα από τη γκόμενά του, που όλα όσα κάνω κι ακόμη περισσότερα τα έκανε μαζί μου, μέχρι να τον γνωρίσει. Ήταν εκείνη που με έμαθε να κεντάω κι αργότερα να φτιάχνω ομοιώματα με σύρμα και χοντρή κλωστή και κουμπιά στα μάτια και να κολλάω το νήμα με κερί για να κρατάνε πιο πολύ. Ήταν εκείνη, που ψώνιζε παπούτσια μαζί μου στη Μπάχα: παζαρεύαμε πάντα, και ζητούσαμε από τις υπαλλήλους να μας φυλούν τα πιο φανταχτερά, εκείνα με το χοντρό τακούνι και τις χρυσές κι ασημένιες σόλες. Κανονικά απαγορευόταν να κρατούν τις παραγγελίες στο υπόγειο, μα εμείς δωροδοκούσαμε με τσαλακωμένα τάλιρα τις εργαζόμενες κι όποτε έφτανε καινούργιο εμπόρευμα, μας καλούσαν στο μαγαζί πριν το βγάλουν στη βιτρίνα. Ήταν εκείνη που με είχε μάθει να χορεύω πάνω στα εικοσάποντα τακούνια μου χωρίς να γυρίζουν οι αστράγαλοί μου- πρώτα οι μύτες, έλεγε κι ήταν αστείο γιατί όλοι συμβούλευαν το αντίθετο μα η Ματίνα δεν έπεφτε ποτέ κι αραιά τη θυμάμαι με νάρθηκες στα πόδια και τα γόνατα. Δεν ήταν δυνατόν να είμαι εγώ η Μάγισσα, τη στιγμή που η Ματίνα έχει χάσει τα λογικά της για εκείνον και τα μάτια του, που είναι σαν ξεθωριασμένοι βόλοι, ένα ψυχρό γαλάζιο-γκρί που κάνουν το πατικωμένο του κρανίο να μοιάζει ακόμα περισσότερο με άσκημης κούκλας. Αν ήμουν αληθινή Μάγισσα, αληθινό ξωτικό θα του τα έκλεβα μα, καταπώς φαίνεται, το αληθινό ξωτικό είναι εκείνος.

Θα του τα έκλεβα και θα τον άφηνα χωρίς μάτια, σαν εκείνο το άγαλμα της Μεγάλης Μαρίας που δεσπόζει στο κέντρο της Πλατείας Ελευθεριών. Φυσικά, όταν το ανύψωσαν πρέπει να είχε μάτια και το χρώμα του να ήταν άλλο από τούτο το μουντό ωχρόλευκο που έχει ποτίσει από τα καυσαέρια της Βία Κονζελάδα κι είναι κατάστικτο από τις κοτσιλιές. Ωστόσο, από τότε έχουν περάσει χρόνια και κάποτε οι ομάδες ταραξιών έσκαψαν μέσα στις κόρες κι έβαψαν ο, τι απέμεινε από το θρυμματισμένο μάρμαρο με μαύρο σπρέι. Δεν μπορώ να φανταστώ με τι τρόπο κάποιος έφτασε το πρόσωπο. Μόνον τα μπράτσα της Μεγάλης Μαρίας ήταν τόσο ψηλά από το έδαφος που μικροί διαγωνιζόμασταν για το ποιος θα κατόρθωνε να τα ακουμπήσει σκαρφαλώνοντας στην ποδιά της. Φυσικά, όλοι αποτύχαμε κι ως έφηβοι, δεν ξαναδοκιμάσαμε ποτέ. Όλοι, εκτός από τον μικρό Λίλο, που τράβηξε την πέτρινη προεξοχή του μανδύα της και πέταξε το πόδι του πάνω στο μανίκι, βαστώντας με τα δύο χέρια τις άκρες του πήχη της Παρθένου. Το θυμάμαι σαν να έχει αφήσει λεκέ στη μπλούζα που φορούσα, το πράσινο μακό που έχει γίνει πατσαβούρα για το ξεσκόνισμα, μολονότι πρέπει να έχουν περάσει έντεκα, ίσως δώδεκα ολάκερα χρόνια. Παρακολουθούσαμε όλοι με την ανάσα κομμένη, τους λαιμούς να σκληραίνουν από την ακαμψία, εκείνο το μικροσκοπικό αγόρι με τα βρώμικα ρούχα να μπουσουλάει προς την παλάμη. Το μέγεθος αμφότερων ήταν τέτοιο που, όταν θα την έφτανε, θα μπορούσε να καθίσει πάνω.

Μόνο που δεν την έφτασε: δυο κινήσεις πριν το σώμα του γλίστρησε και κλυδωνίστηκε στο πλάι. Το μάζεψε προσεκτικά μα είχε χάσει την ισορροπία του και τη μεθυσμένη σιγουριά που αντλούσε από την διψασμένη παρακολούθηση μας. Η ακαριαία συνειδητοποίηση ότι τα πέλματά του κρέμονταν πέντε μέτρα από το έδαφος ήταν αρκετή για να κλονίσει την ψύχραιμη ανάβασή του. Άλλαξε γνώμη, έκανε να οπισθοχωρήσει. Μπουσούλησε προς τα πίσω. Ήταν κοντά, μονάχα δυο πλάτες από τον κορμό, το σημείο που θα μπορούσε να κρατήσει για να κατέβει. Δεν πρόφτασε. Τα πόδια του ταλαντώθηκαν στον αέρα κι ύστερα έπεσε στο έδαφος με έναν απαίσιο θόρυβο που πρέπει να έχει παγιδευτεί στις στοές του κρανίου μου, πίσω από τα τύμπανά μου, γιατί όποτε τον σκέφτομαι νομίζω ότι ακούω τα κόκκαλα να σπάνε στο έδαφος. Έζησε- από θαύμα, μάλλον - η Μεγάλη Μαρία τον τίναξε από πάνω της μα έδειξε έλεος την τελευταία στιγμή. Τον χαιρετάω καμιά φορά. Κρατάει το Μίνι Μάρκετ των γονιών τους με τα αδέλφια τους στην Κάτω Γέφυρα. Δεν μπορεί να κουνήσει τα χέρια του μα κάνει κάτι σαν νεύμα και χαμογελάει. Γράφει με το στόμα του και μιλάει στο τηλέφωνο πατώντας ένα κουμπί. Η ραχοκοκκαλιά του θρυματίστηκε, εκείνη τη χρονιά και το δεξί μέρος του προσώπου του διαλύθηκε. Ο Δήμος έστειλε τον γερό-Άλε, τον μόνο υπάλληλο που καταδεχόταν να εμφανιστεί για υπηρεσία στις Γέφυρες, να ποτίσει τα τσιμέντα με μεγάλη πίεση για να ξεβγάλει το αίμα, μα ακόμα γίνομαι παρανοϊκή και δεν κοιτάζω κάτω όταν περνάω από εκείνο το σημείο. Καμιά φορά νομίζω -φαντάζομαι, δεν νομίζω. Δεν θα μπορούσα να νομίζω κάτι, γιατί δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο- πως οι κηλίδες βρίσκονται ακόμη εκεί κι απλώνονται, ξεθωριασμένες κι αχνές, καστανές πιτσιλιές στις λιωμένες πλάκες. Κοροϊδεύω τον εαυτό μου, ανόητη, λέω, τι σκέφτεσαι πάλι; και κοιτάζοντας ευθεία μπροστά, συνεχίζω το δρόμο μου.

Εκείνος ο δρόμος είναι τρομακτικός, όχι μονάχα εξαιτίας της Μεγάλης Μαρίας και του όχι-ματωμένου πλακόστρωτου. Είναι το μέρος της πόλης όπου είναι πιο πιθανό να σου κλέψουν την τσάντα δυο νεαροί με κουκούλα, μαυριδεροί σαν και του λόγου μου, που οδηγούν μια παλιά βέσπα. Είναι το μέρος που μαχαίρωσαν τη Σόνια Σο, την κοπέλα που δούλευε στο διπλανό μαγαζί από την Παλόμα, πριν δυο χρόνια: τη θυμάμαι εκείνη την ημέρα, τη θυμάμαι καλά γιατί την έφεραν σε εμάς, μάλλον από λάθος, βλέποντάς την με τα ρούχα της δουλειάς. Στεκόμουν στην πάνω βεράντα με τη Ματίνα και μοιραζόμασταν ένα τσιγάρο όταν είδα δυο άντρες να την κουβαλούν. Ξεχώριζαν μονάχα οι μπλε ελεκτρίκ πιέτες του φορέματός της, που ήταν σηκωμένο μέχρι πάνω από τα μπούτια. Ο θόρυβος της μουσικής έκανε ακόμα και τα τζάμια να τρίζουν και δεν μου επέτρεπε να ακούσω αν ούρλιαζε, μα έβλεπα το στόμα της ανοιγμένο σε μια κραυγή. Είναι το μέρος όπου θα βρίσκεσαι όταν σου συμβεί κάτι, κι αν δεν είσαι εκεί θα είσαι στην Πάνω Γέφυρα -η Κάτω Γέφυρα είναι σχεδόν πάντοτε έρημη, πέραν από το μαγαζί των Λίλο και τα βυρσοδεψεία, επειδή ακόμη βρωμάει ξασμένη σάρκα κι ένα κράμα αμμωνίας και χημικών. Το ποτάμι παγώνει το χειμώνα και κάθε χρόνο η οσμή μαλακώνει, μα εδώ και δεκαπέντε χρόνια δεν έχει ξεθυμάνει εντελώς και σε κάνει να καλύπτεις τη μύτη σου με το λαιμό της μπλούζας σου αν δεν βρίσκεται κανένας μπροστά. Πάραυτα, οι Λίλο επέλεξαν να στήσουν εκεί το Μερκάδο, το Μίνι Μάρκετ τους κι οι εξευτελιστικά χαμηλές τιμές τους και η μητέρα, η Εστέλλα που ήταν ευχάριστη και φλύαρη και γνώριζε τους πάντες κατόρθωναν να συντηρούν την πελατεία σταθερή στα χρόνια. Είναι το μέρος που μένουν τα ξωτικά, τα δαιμόνια κι οι ψεύτες. Τα ακούς όλα μέσα από τις σχάρες των υπονόμων, βρίσκονται εκεί και περιμένουν. Καρτερούν. Με μάτια ξεπλυμένα και μουγγά, χαμογελαστά στόματα.

Τέτοιος είναι κι ο γκόμενος της Ματίνας και δεν ξέρω τι μάγια της έκανε, μα από τότε που τον γνώρισε, δεν έχει μάτια για άλλον. Πεντέμισι μήνες κι ήδη μετακόμισαν μαζί κι άφησε το παλιό της δωματιάκι στο Οτέλ Σεβινιόν, με τη δικαιολογία ότι ήταν μικρό και δεν τη χωρούσε. Ας έκανε χαρές όταν το είχε πάρει κι ας ήταν το σπίτι του γκόμενού της μόλις το διπλάσιο, τριανταπέντε τετραγωνικά για δύο άτομα. Κι ούτε περίμενε πια το λεωφορείο μαζί μας, ούτε έβγαινε τη νύχτα στη Βία Κονζελάδα. 'Δεν είμαι πια παιδί', είχε πει κατευναστικά μα με μια δόση υπεροψίας. Λες και πριν ένα μήνα δεν έτρεχε στη φωτισμένη Λεωφόρο με τα ψηλοτάκουνά της και τις φούξια γκέτες με τις χρυσοκλωστές και τα κρόσσια και το μικροσκοπικό φουστάνι της να αγκαλιάζει τους γοφούς της σφιχτά, αφήνοντας να φανεί και το ψηλότερο μέρος των μπουτιών της. Λες και δεν άπλωνε το χέρι της, με τα ασημένια ακρυλικά νύχια και τα τατουάζ με τις πεταλούδες ανάμεσα στα δάχτυλα, κάνοντας ότι θέλει να πιάσει τα αυτοκίνητα που περνούσαν με ιλιγγώδη ταχύτητα και να γδάρει τις πόρτες τους , γελώντας δυνατά όταν οι οδηγοί έκαναν άσεμνες χειρονομίες, όταν οι συνεπιβάτες κατέβαζαν το παράθυρο και τέντωναν τα χέρια για να αγγίξουν το δικό της. Καμιά φορά έσκυβε κι αγκάλιαζε τους αστραγάλους με τα μπράτσα της, φανερώνοντας ό,τι κρυβόταν κάτω από το μικροσκοπικό φόρεμά της. Κάποτε, ένα αμάξι βγήκε από τον δρόμο του και διέγραψε μια τροχιά μπαίνοντας στην αντίθετη κατεύθυνση. Ο οδηγός ανέκτησε τον έλεγχο την τελευταία στιγμή, λίγο πριν ξεφύγει από τον δρόμο. Η έκφρασή του μας έκανε να ξεσπάσουμε σε γέλια.

Μα ξαφνικά και δίχως καμία αφορμή πέρα από εκείνον τον ηλίθιο, σταμάτησαν όλα αυτά. Όλα τα γέλια κι οι πλάκες στους οδηγούς, τα φορέματα κι οι περούκες -πάντα αφέλειες, πάνω από τις πραγματικές αφέλειες και, μόλο που η Ματίνα δούλευε πια μόνο Σαββατοκύριακα, το σταμάτησε κι αυτό. Και στην Παλόμα είμαι μοναχή μου, εγώ κι η Νίνα που δεν μιλάει σχεδόν καθόλου και δεν κλείνει το ξερό της, χασμουριέται όλη τη νύχτα και με κάνει να νυστάζω και βαριέται να πάρει καφέ μαζί μου στο Μεχόρε το πρωί. Η Νίνα είναι όμορφη, άσπρη και στρουμπουλή με πυκνές βλεφαρίδες και μαλλιά στο χρώμα του σταχιού μα, πέρα από τα πελώρια μπούτια και το γεμάτο μπούστο της, είναι άχρωμη, άοσμη και βαρετή. Πλήττω. Μου λείπει η Ματίνα με τα χοντρά της αστεία και το κέφι της. Τώρα το παίζει νοικοκυρούλα χαρωπή, δένει μια ποδίτσα και κάνει πως μαγειρεύει μόλο που δεν ξέρει να ψήσει μια φέτα ψωμί. Κι ελπίζω να έρθει στα συγκαλά της γιατί ξεπλήρωνε τα χρέη της και είχε αρχίσει να βάζει λεφτά στην άκρη για το Ινστιτούτο. Έλεγε καιρό πως ήθελε να παρακολουθήσει μαθήματα Κοσμητολογίας και να κάνει το μικρό ισόγειο στην Πιάτζα Αζούλ κομμωτήριο, με ταπετσαρία με φοίνικες και χνουδένια φλοκάτη. Δεν φαντάζομαι πως μπορεί να το κάνει αυτό μαγειρεύοντας, ξεσκονίζοντας και χάφτοντας μύγες στη Σιγκόνια. 'Με προσέχει', μου είχε εκμυστηρευτεί κάποτε χαμηλόφωνα. 'Παρέχει για εμένα.'

Προσπάθησα να κρατήσω τη γλώσσα μου, με την ελπίδα πως θα της περνούσε τούτη η ανοησία. Πίσω από την πλάτη της, εκείνος χαμογέλαγε μελιστάλαχτα- σε έπιανε μια αηδία! Ποτέ δεν μπορούσα τα ψέματα, και δε μιλώ για τα λευκά ψεματάκια, ω, είσαι κούκλος κι ένα γουργούρισμα στον πελάτη που βάζει δυο χαρτονομίσματα στη μέση μου, ναι, είμαι ηθοποιός, στους εργάτες που με κερνούσαν καφέ κι ύστερα ένα ηλίθιο γέλιο, γαργαριστό και δυνατό. Μιλώ για τα αληθινά ψέματα, όπως η προσποίησή του ότι με συμπαθεί, τα μειλίχεια λόγια του και η γλοιώδης έκφρασή του όταν μου απευθύνεται. Θαρρείς δεν βλέπω πώς έχει στερεώσει τη σκούπα ανάποδα πίσω από την πόρτα, που δεν είναι παρά μια κουρτίνα από πλαστικές χάντρες. Θαρρείς δεν αναγνωρίζω τις χλιαρές προσπάθειές του, μονάχα όταν βρισκόμαστε μπροστά στα μάτια της Ματίνας, να τονίσει την ευγένεια και την προθυμία του με σαχλές χειρονομίες- μου τραβάει την καρέκλα για να καθίσω μα, στα ελάχιστα εκατοστά χώρου μεταξύ μας, διαβάζω την επιθυμία του να το παρακάνει, δήθεν καταλάθος και να με αφήσει να σκάσω στο έδαφος. Πες της Ματίνας, λίγο με απασχολεί η αντιπάθειά του και με ευχαριστεί που με σκιάζεται, στο βάθος, ο κατσικοπόδαρος.

Και με κρυφή χαρά τυλίγω επιδεικτικά το τελευταίο κοκκαλάκι που μένει στην πετσέτα μου, αφού δειπνούμε στο μισοφωτισμένο τραπέζι με τη λάμπα πετρελαίου που φτάνει τσίμα τσίμα για να βλέπεις -η Βία Κονζελάδα κι οι συνοικίες μέχρι την Πάνω Γέφυρα δεν έχουν πάντοτε ηλεκτρισμό κι είναι πολλά τα βράδια που περνά κανείς στο σκοτάδι, δίχως θέρμανση, αν δεν έχει σόμπα, δίχως εστία, αν του λείπει το γκαζάκι. Το βάζω στην τσέπη μου κοιτάζοντάς τον στα μάτια και αναγνωρίζω τη σπίθα του φόβου στα δικά του. Και, πότε πότε, ψιθυρίζω ανάποδες ευχές κάτω από την ανάσα μου. Όχι συχνά, μονάχα όταν τον πιάνω να με σχολιάζει στα μουρμουριστά, να λέει πως με τα ισχνά κανιά μου μοιάζω με λείψανο με γόβες κι εγώ θα έπρεπε να πληρώνω τους άντρες κι όχι εκείνοι εμένα. Φορές που λέει πως είμαι επίπεδη ωσάν τηγανίτα και μαυριδερή και , βεβαίως, μάγισσα -τον είχα ακούσει να αναφέρεται αυτολεξεί στο άτομό μου στον φίλο του, εκείνο τον ψηλό Πολωνό οικοδόμο που δεν μιλούσε ποτέ. Σάματις δεν γνώριζε πως ο Πολωνός ερχόταν συχνά στην Παλόμα κι είχε αγαπημένες, και μια από τις αγαπημένες του ήταν η δικιά του αγαπημένη, η Ματίνα, μέχρι πρότινος, όταν ήταν ακόμη κανονική. Κι απάντησα και τότε με μιαν ανάποδη ευχή

-ανάποδες ευχές για ανάποδα θαύματα, έλεγε η Ματίνα από τότε που τη θυμάμαι, ένα σχολιαρόπαιδο λιπόσαρκο και ασουλούπωτο, με μαλλιά στο χρώμα της γούνας του ποντικού αντί για πλατινέ ξανθά, καρέ στο ύψος του ώμου κι αφέλειες, όπως τα έκανε όταν έκλεισε τα δεκαπέντε. Ανάποδες ευχές για ανάποδα θαύματα κι ήταν ανάποδο θαύμα που εκείνη γεννήθηκε ανοιχτόχρωμη, με γαλατένια επιδερμίδα και πάλλευκα πράσινα μάτια, ενώ η μάνα κι ο πατέρας και τα πέντε της αδέρφια ήταν όλα μαυριδερά, σαν του λόγου μου, σαν τους περισσότερους ανθρώπους που μένουν στην Κονζελάδα κι όσο ζυγώνεις την Πάνω Γέφυρα, τόσο πιο μαυριδεροί γίνονται. Κι ο μόνος ασπρουλιάρης σαν του λόγου της ήταν ο πρωτοξάδελφος της μάνας της, που πέθανε πριν χρόνια κι όταν το συνειδητοποίησαν τα μεγαλύτερα παιδιά, που μας πουλούσαν μια κιτρινοκάστανη μαριχουάνα που βρωμούσε και έκαιγε το λαιμό σου όταν κατέβαινε κι αργότερα κόκα σε καπάκια από στιλό βουλωμένα με τσίχλα, έκαναν άξεστα, αηδιαστκά αστεία. 'Τρέχει στην οικογένεια', λέγανε, 'κι ο αδερφός σου δεν στο κάνει, Τίνα;' Εμείς απαντούσαμε με ανάποδες ευχές, μα πάντοτε όταν είμασταν μόνες γιατί όταν βρισκόμασταν μπροστά τους, η Ματίνα κοκκίνιζε, τραύλιζε και βούρκωνε. Είμασταν μικρά, τότε, δεν γνώριζα ακόμα. 'Γιατί δεν απαντάς;' τη ρωτούσα. 'Γιατί δεν τους απαντάς, αφού όλα όσα λένε είναι ψέματα και σαχλαμάρες;' κι εκείνη μονάχα έκλαιγε κι έκλαιγε, κόκκινη και πρησμένη σαν ντομάτα.

Οι ευχές της Ματίνας δεν έπιαναν πάντοτε, κι η κακομοίρα η Ματίνα πίστευε πως εκείνο συνέβαινε επειδή ήταν τραβηγμένες : "θέλω να γυρίσει η γλώσσα του Φελίτσε Καντελλάρι", έλεγε, "θέλω να μείνει μουγγός και να μην ξαναμιλήσει ποτέ". "Θέλω να πιάσει φωτιά το σχολείο και να καεί μαζί με τη Δασκάλα", τη μοναδική ανάμεσα σε άλλους δυο άντρες καθηγητές στο εξατάξιο εσπερινό Γυμνάσιό μας, που ήταν ιδιαιτέρως αυστηρή κι εξευτέλιζε διαρκώς την Ματίνα μπροστά στους συμμαθητές μας. Μα εγω ήξερα πως το πρόβλημα δεν ήταν ότι οι ευχές ήταν τραβηγμένες, γιατί οι δικές μου ευχές έβγαιναν πάντοτε. Όχι επειδή τις λαχταρούσα πιο πολύ ή γιατί πιότερο πίστευα πως τις μπορούσα. Απλώς είχα διαφορετικό σύστημα. Εγώ δεν ευχόμουν πράγματα. Ανταυτού, τα αισθανόμουν βαθιά στο στομάχι μου, στις φλέβες και στο βάθος του λαιμού μου, σαν χέρι που με έπνιγε. Τα έβλεπα να συμβαίνουν στην κούπα με το μάττε, στα κίτρινα χέρια μου και στα σύννεφα που συνάζονταν σε ένα μοναδικό σημείο, πάνω από τις κεραίες. Το αμάξι των αδελφών Καντελλάρι να σκάει στο κιγκλίδωμα της Πάνω Γέφυρας, να συμπιέζεται σαν τενεκεδάκι και το πρόσωπο του Φελίτσε να χτυπάει απευθείας στο πέτσινο τιμόνι. Έξι κιλά κοκαϊνη βρέθηκαν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου κι η αστυνομία σιώπησε μετά τις ικεσίες της μητέρας να μείνει κρυφό για να μη βεβηλωθεί η μνήμη των νεκρών. Οι μετανάστες, κυρίως οι Ιταλοί, ήταν ιδιαιτέρως θρήσκοι κι οι συμμαθητές μας πουλούσαν διάφανα φακελάκια στη Στοά ύστερα από την Εσπερινή Κατήχηση. Η Αστυνομία το ήξερε πάντοτε κι έκανε τα στραβά μάτια, τις πιο πολλές φορές, γιατί είχε δουλειές με τους ναρκεμπόρους κι έβγαζε κέρδη από δαύτους. Όσες ιστορίες ακούγονται για την Πάνω Γέφυρα και τα ατυχήματά τους, η Αστυνομία τις γελά, ως και σήμερα, τα κανάλια τις αποκαλούν αστικούς θρύλους, για να παίρνουν τηλεθέαση, λέει η Νίνα με έκφραση σοφή. Συμβαίνουν συχνά ατυχήματα, λένε, λόγω της ομίχλης, του ελλιπούς φωτισμού του δρόμου, της κλίσης του εδάφους.

Ούτε λόγος για τους πυροβολισμούς, τις κοτρόνες με τις οποίες έκλειναν το δρόμο για να τρακάρουν οι οδηγοί και να τους ληστέψουν το εμπόρευμα, αν ήταν βαποράκια, ή τα πάντα, αν δεν ήταν. Ούτε καν για τη συνήθη πρακτική -πείραζαν τα αυτοκίνητα, λάσκαραν τα μπουλόνια κι οι ρόδες έβγαιναν. Κανένας δεν είχε γκαράζ κι ήταν αδύνατον να είσαι μονίμως σε επιφυλακή, ειδικά όταν έτρεχες σε δουλειές. Κανένας δεν πίστευε πως θα συνέβαινε σε εκείνον. Ούτως ή άλλως, το συχνότερο αίτιο για τα δυστυχήματα ήταν πως οι οδηγοί ήταν φτιαγμένοι κι έπεφταν πάνω στο κάγκελο της Γέφυρας, καταλήγοντας στην πλαγιά η το μπαζωμένο ποτάμι. Ούτε λόγος για τα Πνεύματά τους.
Όπως ήξερα για τη φωτιά στο διπλανό μαγαζί, οι κοπέλες του οποίου συχνά έβγαιναν από το δρόμο τους για να μας σχολιάσουν και να μας κουτσομπολέψουν, οι κλώσσες. Μα δεν το ευχήθηκα, το προέβλεψα, καθώς τους άξιζε και δεν ήταν βαριά μια τέτοια τιμωρία για πέντε πουτάνες που τρύπωναν στο μαγαζί από τα παράθυρα και μας έκλεβαν τα παπούτσια κι έβαζαν ψάρια στα τσαντάκια μας. Ξέρω να προβλέψω πράγματα κι όσο ρίχνει αυτά τα βλέμματα που νομίζει διακριτικά στη γυρισμένη πλάτη μου και χαμηλότερα, τόσο τον περιφρονώ και τον σιχαίνομαι και τόσο δημιουργείται η επιθυμία στην καρδιά μου να γίνει σαν πέρσι τον χειμώνα -έργο όχι από το χέρι του Θεού, μα εμένα η μάνα μου δεν πιστεύει στο Θεό κι ο πατέρας μου που πίστευε δεν παρεμποδίστηκε από το να το σκάσει και να μας παρατήσει μονάχες, τρεις αδερφάδες και μια μάνα εικοσι-ενός έτους που δούλευε νύχτα και δεν είχε μήτε δίπλωμα Γυμνασίου.

Τόσο ανασκαλεύω αμίλητη το μαγκάλι μήπως ζεσταθούμε λίγο, γιατί παγώνουμε σαν παστές αντζούγιες, στριμωγμένες στο άθλιο σαλονάκι και το ύφος Αγίας της Ματίνας που φαίνεται να θεωρεί πως περνά τα Πάθη ωσάν δεύτερη Παρθένος απλά και μόνο επειδή τη βατεύει εκείνος ο άχρηστος κι επειδή είναι φτωχιά καίει την εικόνα στο μυαλό μου. Το στόμα μου μουδιάζει από την αλαλία κι η εικόνα χορεύει στη φλόγα. Η Ματίνα στα γόνατα με πρόσωπο δίχως χρώμα και βλέμμα σαν υπνωτισμένο, να ψελλίζει, δεν μπορούμε να το πούμε σε κανέναν. Δεν μπορεί να το μάθει κανείς. Η μάνα της ξέρει πως ήταν ατύχημα κι ο αδερφός της δεν είχε πολλούς φίλους. Δεν κατηγορώ τη Ματίνα που, από κείνο το Γενάρη, είναι θλιμμένη μπροστά στους άλλους και ξέχειλη άγρια χαρά όταν βρισκόμαστε μόνες.
Μα ο γκόμενός της φαίνεται να καταλαβαίνει πως κάτι έχει αλλάξει από τότε και πρέπει να με θυμάται να το λέω σε ένα δείπνο, πως έβλεπα αίμα και μπουλόνια. Δεν πείραξα κανέναν τροχό εγώ, δεν με δασκάλεψε κανένας εργάτης, κανένας μηχανικός που με κέρναγε μάτε ή καφέ στο Μεχόρε. Ποτέ δεν πείραξα κανέναν. Κανέναν που να μην το άξιζε. Και το άξιζε, ο Ρίκο, ο αδερφός της Ματίνας. Το είχα σκεφτεί χιλιάδες φορές και καμία ανάποδη ευχή δεν πιάνει αν δεν το αξίζει ο δέκτης της, κι είτε το κάνει χέρι ανθρώπινο είτε το χέρι του νου, είναι το ένα και το αυτό. Κάθε φορά που έβλεπα τη Ματίνα να κλαίει, στο σχολείο ή στο δωμάτιό μου, κάθε φορά που δούλευε κι έλειπε ολάκερες μέρες για να μη γυρίσει στο σπίτι κι αναγκαστεί να κοιμάται στην κάμαρη μαζί του. Για αυτό το λόγο αισθάνομαι σιγουριά για τον εαυτό μου και ξέρω πως δεν μπορεί να πει τίποτα, δεν υπάρχει απόδειξη για τις υποψίες του, είτε πως έβαλα το χέρι μου κάπου που δεν είχε δουλειά να βρίσκεται, είτε πως ευχήθηκα κάτι που δεν έπρεπε. Ο φόβος του με πλημμυρίζει περηφάνια και στέκομαι ολόρθη, και τα σαράντα κιλά μου στα εκατόν πενήντα εκατοστά του ύψους μου.

Σκέφτομαι πως τούτη η προδοσία της Ματίνας δεν με πειράζει πια, πως αν θέλει μπορεί να κλαίει στα δικά του χέρια, στο εξής και σε εμάς να μην μιλά. Και για το γκόμενό της σκέφτομαι, και πες του το , αν αγαπάς, πως αν συνεχίσει τούτο το βιολί της κακεντρέχειάς του μπορώ να προβλέψω πολλά παραπάνω που ίσως να μην φαντάζεται και βλέπω πως ακόμη τινάζεται ιδρωμένος στον ύπνο του.

Comments

Popular Posts